Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία (31 Ιανουαρίου)


Εις τον Κύρον και Ιωάννην
Κύρῳ συναθλῶν Ἰωάννης πρὸς ξίφος,
Συνθαυματουργεῖ καὶ μετὰ ξίφος Κύρῳ.

Εις την Αθανασίαν, Θεοδότην, Θεοκτίστηω και Ευδοξίαν
Μήτηρ ἀρίστη, καὶ τριὰς θυγατέρων,
Πόθῳ Πατρὸς θνῄσκουσι τοῦ πάντων ξίφει.

Κῦρον Ἰωάννην τε τάμον πρώτῃ τριακοστῇ.

Βιογραφία
Οι Άγιοι Μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης άθλησαν κατά την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 - 305 μ.Χ.). Ο Άγιος Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ενώ ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Διοκλητιανού, ο Άγιος Κύρος πήγε σε ένα παραθαλάσσιο τόπο της Αραβίας και, αφού περιεβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, κατοίκησε στον τόπο αυτό.

Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στα Ιεροσόλυμα και εκεί άκουσε για τα θαύματα που επιτελούσε ο Άγιος Κύρος. Στην συνέχεια μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί, αφού από διάφορες φήμες έμαθε που διέμενε ο Άγιος Κύρος, πήγε και τον βρήκε και έμεινε μαζί του. Τα θαύματα των Αγίων Αναργύρων συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), διότι οι Άγιοι θεράπευσαν τα μάτια του.

Κατά την περίοδο του διωγμού συνελήφθη και η Αγία Αθανασία, που ήταν χήρα, καθώς επίσης και οι τρεις θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. Η είδηση τάραξε τον Κύρο και τον Ιωάννη. Έτσι οι Άγιοι, επειδή φοβήθηκαν μήπως αυτές δειλιάσουν από την σκληρότητα των βασανιστηρίων, εξαιτίας της αδυναμίας της φύσεως της γυναίκας, έσπευσαν κοντά τους και έδιναν σε αυτές θάρρος, ενώ παράλληλα προετοιμάζονταν και οι ίδιοι για το μαρτύριο. Και πράγματι, συνελήφθησαν και αυτοί και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Εκεί διακήρυξαν με παρρησία και θάρρος την πίστη τους στον Θεό. Μάταια ο ηγεμόνας ζητούσε να κάμψει την ανδρεία της μητέρας, δείχνοντας σε αυτή τις θυγατέρες της και επιρρίπτοντάς της την ενοχή. Εκείνη, αφού στράφηκε προς τις θυγατέρες της, τις ενίσχυε λέγουσα ότι η σωματική ωραιότητα είναι πρόσκαιρη, ενώ στην αιωνιότητα διατηρείται η ομορφιά της ψυχής του ανθρώπου αθάνατη. Αυτές δε έλεγαν προς την μητέρα τους ότι αισθάνονταν μεγάλη χαρά, επειδή έμελλε να φύγουν από τον μάταιο αυτό κόσμο μαζί της για την αγάπη του Χριστού και να μην χωρισθούν ποτέ από κοντά της. Ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να τους υποβάλουν σε πολλά και σκληρά βασανιστήρια. Μετά από τα βασανιστήρια αποκεφάλισαν διά ξίφους τον Άγιο Κύρο και τον Άγιο Ιωάννη, το έτος 292 μ.Χ.. Έτσι μαρτύρησαν και η Αγία Αθανασία με τις τρεις θυγατέρες της. Τον βίο και το μαρτύριο αυτών έγραψε ο Σωφρόνιος ο Σοφιστής.

Η Σύναξη αυτών ετελείτο στο Μαρτύριο που είχε ανεγερθεί προς τιμήν τους και βρίσκεται στην περιοχή Φωρακίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τὴ γῆ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζαντες, τοὶς βοώαιν ἀπαύστως χαίρετε κρήναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.

Πηγή: http://www.saint.gr/

† Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (19 Ιανουαρίου)

Κρατεί μεν Άτλας μυθικώς ώμοις πόλον,
Κρατεί δ’ αληθώς Μάρκος Oρθοδοξίαν.

Βιογραφία
Ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός γεννήθηκε το 1392 μ.Χ. από ευσεβείς και πιστούς γονείς, τον αρχιδικαστή, σακελλίων και διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας Γεώργιο και τη Μαρία που ήταν κόρη του ευσεβούς ιατρού Λουκά. Είχε ακόμα έναν μικρότερο αδερφό που ονομαζόταν Ιωάννης. Λόγω των πολλών του πνευματικών χαρισμάτων έκανε περίλαμπρες θεολογικές και φιλοσοφικές σπουδές και μαθήτευσε στους πλέον φημισμένους διδασκάλους της εποχής του, τον Ιωάννη Χορτασμένο (κατόπιν Ιγνάτιο Μητροπολίτη Σηλυμβρίας) και τον μαθηματικό και φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Μεταξύ των συμμαθητών του ήταν και ο μετ' έπειτα άσπονδος εχθρός του Βησσαρίων ο καρδινάλιος που ήταν υπέρμαχος της ένωσης.

Δίδασκε στο φροντιστήριο του πατέρα του, και αργότερα, μετά τον θάνατο αυτού, τον διαδέχθηκε στο διδασκαλικό επάγγελμα. Διακρίθηκε σαν δάσκαλος της ρητορικής και μεταξύ των μαθητών του, που διέπρεψαν αργότερα, ήταν ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (ο πρώτος μετά την πτώσιν της Πόλεως Πατριάρχης), ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, ο Θεοφάνης Μητροπολίτης Μηδείας και ο αδελφός του Ιωάννης ο Ευγενικός.

Στο 25ο έτος της ηλικίας του αποφάσισε να γίνει μοναχός και γι' αυτό έφυγε σε μια Μονή στους Πριγκηπόνησους. Εκεί ετάχθη υπό την πνευματική επιστασία ενάρετου μοναχού, του Συμεών, ο όποιος τον έκειρε μοναχό και τον μετονόμασε από Εμμανουήλ, που ήταν το πρώτο του όνομα, σε Μάρκο. Κατόπιν από τα νησιά αυτά έφυγε και πήγε στη Μονή των Μαγκάνων, όπου χειροτονήθηκε Ιερέας. Αφού έγινε κληρικός, το 1436 μ.Χ. εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Εφέσου.

Ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο στη Φεράρα και τη Φλωρεντία, όπου πραγματοποιήθηκε Σύνοδος για την ένωση της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Εκεί ο Μάρκος ανεδείχθη ο θερμότερος και στερεότερος υπέρμαχος της Ορθοδοξίας, αρνούμενος να υπογράψει τον όρο της ψευδοενώσεως, έτσι που όταν ο πάπας Ευγένιος Δ’ (1431 - 1447 μ.Χ.) πληροφορήθηκε την απόφασή του είπε: «Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαμεν οὐδέν».

Μετά την προδοτική ένωση της Φερράρας - Φλωρεντίας οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν την Ιταλία. Ο αυτοκράτορας παρέλαβε τον Άγιο Μάρκο στο αυτοκρατορικό πλοίο. Ύστερα από ταξίδι τρεισήμισι μηνών έφθασαν τελικά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί οι κάτοικοι δέχθηκαν με αισθήματα εχθρικά και αποδοκίμασαν αυτούς που υπέγραψαν την ένωση, αλλά επιδοκίμασαν και τίμησαν τον Άγιο Μάρκο όπως αναφέρει ο υβριστής του γραικολατίνος επίσκοπος Μεθώνης Ιωσήφ: «ο Εφέσου είδε το πλήθος δοξάζων αυτόν ως μη υπογράψαντα και προσεκύνουν αυτώ οι όχλοι παθάπερ Μωϋσεί και Ααρών και ευφήμουν αυτόν και άγιον απεκάλουν» (PG 159, 992).

Στις 4 Μαΐου 1440 μ.Χ. ο Άγιος Μάρκος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την Βασιλεύουσα, διότι κινδύνευε η ζωή του, και να πάει στην Έφεσο που ήταν κάτω από τους Τούρκους. Εκεί αφού ποίμανε για λίγο το ποίμνιο του αναγκάσθηκε πάλι, τώρα από τους Τούρκους και τους ενωτικούς, να εγκαταλείψει την Έφεσο και μπήκε στο πλοίο που πήγαινε στο Άγιο Όρος, όπου είχε αποφασίσει να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Όταν όμως το πλοίον έκαμε σταθμό στη Λήμνο ο Άγιος ανεγνωρίσθει και αμέσως συνελήφθη, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής και φυλακίσθηκε εκεί για δύο χρόνια. Κατά την διάρκεια της φυλακίσεώς του υπέφερε πολύ, αλλά όπως έγραψε στον ιερομόναχο Θεοφάνη τον εν Ευβοία «ο λόγος του Θεού και η της αληθείας δύναμης ου δέδεται, τρέχει δε μάλλον και ευοδούται, και οι πλείονες των αδελφών τη εμή εξορία θαρρούντες βάλλουσι τοις ελέγχοις τους αλιτηρίους και παραβάτας της ορθής πίστεως...».

Από την Λήμνο ο Άγιος εξαπέλυσε την περίφημο εγκύκλιο επιστολή του προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Με αυτήν ελέγχει αυστηρώς τους Ορθοδόξους εκείνους που αποδέχθηκαν την ένωση και με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι λατίνοι είναι καινοτόμοι και γι' αυτό λέει: «ως αιρετικούς αυτούς απεστράφημεν, και δια τούτο αυτών εχωρίσθημεν». Καλεί δε ο άγιος τους πιστούς να αποφεύγουν τους ενωτικούς, διότι αυτοί είναι «ψευδαπόστολοι και εργάται δόλιοι».

Μετά την αποφυλάκιση του άγιος Μάρκος λόγω της ασθενείας του δεν μπόρεσε να αποσυρθεί στο Άγιο Όρος, αλλά επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε δεκτός μετά τιμών ως άγιος και ομολογητής. Από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων ο νέος ομολογητής διηύθυνε τον αγώνα κατά των ενωτικών, γράφοντας επιστολές στους μοναχούς και κληρικούς ενθαρρύνοντας τους να κρατούν την ορθή πίστη και να μη συνεργάζονται με τους ενωτικούς.

Οι διωγμοί, οι εξουθενώσεις και οι πιέσεις επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας του Αγίου Μάρκου και στις 23 Ιουνίου του 1444 μ.Χ., αφού είχε καλέσει κοντά του τα πνευματικά του τέκνα και ανέθεσε στον Γεώργιο Σχολάριο την αρχηγία του ανθενωτικού αγώνος, απεδήμησεν εις Κύριον. Ήταν μόλις 52 ετών.

Στον επικήδειο λόγο που εξεφώνησε ο Γεώργιος Σχολάριος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι ο όσιος «εν ιερεύσει διέπρεψεν, εν αρχιερεύσιν διέλαμψεν, ήθλησεν υπέρ της Εκκλησίας πάνυ καλώς αδάμαντος στερεώτερος ώφθη προς την μετάθεσιν...νυν γυμνή τη ψυχή της μακαριότητος εμφορείται ήν επέγνω καλώς και λαβείν εντεύθεν εσπούδασε την εν Χριστώ κεκρυμμένην ζήσας ζωήν και σύνεστι τοις ιεροίς διδασκάλοις της πίστεως, πάντων είνεκα δίκαιος ών εκείνοις συντάττεσθαι».

Αμέσως μετά την κοίμηση του ο Μάρκος τιμήθηκε ως άγιος και ομολογητής. Αυτό μαρτυρεί με πόνο και ο σύγχρονος και άσπονδος εχθρός του Ιωσήφ, ουνίτης επίσκοπος Μεθώνης, λέγων, «ώσπερ πολλούς μεν και άλλους, και τον καλούμενον Παλαμάν, και τον Εφέσου Μάρκον, ανθρώπους ούτ' άλλως φρενήρεις, αλλά και δοξοσοφίας εμπεπλησμένους, μηδεμίαν αρετήν ή αγιωσύνην εν εαυτοίς έχοντας, μόνον δια το λέγειν και συγγράφειν κατά Λατίνων, δοξάζετε και υμνείτε, και εικόνας εγκοσμείτε αυτοίς και πανηγυρίζοντες, στέργετε αυτούς ως αγίους και προσκυνείτε» ( PG 159, 1357).

Την πρώτη ακολουθία προς τιμήν του Αγίου Μάρκου συνέθεσε ο αδελφός του, Ιωάννης ο φιλόσοφος. Κατ' αρχάς η μνήμη του εορταζόταν στις 23 Ιουνίου αλλά ο Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, το 1456 μ.Χ., όρισε διά συνοδικής πράξεως, να εορτάζεται η μνήμη του στις 19 Ιανουαρίου, ημέρα προφανώς της ανακομιδής του λειψάνου του αγίου και ταφής αυτού στην μονή του Λαζάρου στον Γαλατά.

Οι αγώνες του Μάρκου και του μαθητού του Γενναδίου αναγνωρίστηκαν από την μεγάλη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που τελείωσε το 1484 μ.Χ. και κατέγραψε τα ονόματα τους, ως πατέρων αγίων, στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας.


Ἀπολυτίκιον 
Ήχος γ’. Θείας πίστεως
Θείας πίστεως, ομολογία, μέγαν εύρατο, η Εκκλησία, ζηλωτήν σε θειε Μάρκε πανεύφημε, υπερμαχούντα πατρώου φρονήματος, και καθαιρούντα του σκότους υψώματα. Όθεν άφεσιν, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν τοις σε γεραίρουσι.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Πανοπλίαν ἄμαχον, ἐνδεδυμένος θεόφρον, τὴν ὀφρῦν κατέσπασας, τῆς Δυτικῆς ἀνταρσίας, ὄργανον, τοῦ Παρακλήτου γεγενημένος, πρόμαχος, Ὀρθοδοξίας προβεβλημένος· διὰ τοῦτό σοι βοῶμεν· χαίροις ὦ Μᾶρκε, Ὀρθοδόξων καύχημα.

Μεγαλυνάριον
Τῆς Ὀρθοδοξίας ταῖς ἀστραπαῖς, λάμψας ἐν τῇ Δύσει, ἐξεθάμβησας ἐμφανῶς, Δυτικῶς τὰς ὄψεις, τοὺς ὅρους τῶν Πατέρων, ὦ Μᾶρκε ῥητορεύων, πυρίνῃ γλώττῃ σου.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Η Αγία Νίνα η Ισαπόστολος (14 Ιανουαρίου)

Η Γεωργία γνώρισε πολύ νωρίς το χριστιανισμό. Σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, το σπόρο του Ευαγγελίου σ’ εκείνη την περιοχή έριξαν πρώτοι οι άγιοι απόστολοι Ανδρέας
ο Πρωτόκλητος και Σίμων ο Κανανίτης. Η μεταστροφή, πάντως, ολόκληρου σχεδόν του λαού της Γεωργίας στη χριστιανική πίστη έγινε τον 4ο αιώνα από την αγία Ισαπόστολο
Νίνα.Η αγία Νίνα γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα στην Καππαδοκία, όπου τότε κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί. Ήταν στενή συγγενής του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου
του Τροπαιοφόρου, σύμφωνα μάλιστα μ’ ένα παλαιό χειρόγραφο ήταν ξαδέλφη του.

Ο πατέρας της Ζαβουλών, φημισμένος στρατιωτικός στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μαξιμιανού, και η μητέρα της Σωσάννα, αδελφή του επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβενάλιου,
διακρίνονταν για τη βαθιά τους ευσέβεια. Έτσι, από το ευλογημένο αυτό ζεύγος προήλθε ένας εξίσου ευλογημένος καρπός, η μακάρια Νίνα.

Όταν έγινε δώδεκα χρόνων, πήγε με τους γονείς της στα Ιεροσόλυμα. Εκεί ο Ζαβουλών, με τη συγκατάθεση της συζύγου του και την ευλογία του επισκόπου, αναχώρησε για
ν’ ασκητέψει στην έρημο του Ιορδάνη. Ο ακριβής τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρέμειναν άγνωστοι. Η Σωσάννα, πάλι, τοποθετήθηκε από τον επίσκοπο αδελφό της
ως διακόνισσα στον ιερό ναό της Αναστάσεως, για να φροντίζει τις φτωχές και άρρωστες γυναίκες. Τέλος, την αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη γερόντισσα
Σάρα-Νιοφόρα, τη Βηθλεεμίτισσα, διακόνισσα κι εκείνη στον Πανάγιο Τάφο, για να την αναθρέψει «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Εφ. 6,4).

Η Σάρα-Νιοφόρα γνώριζε σε βάθος τις χριστιανικές αλήθειες και μιλούσε ακατάπαυστα στη μικρή Νίνα για το σωτηριώδες έργο του Θεανθρώπου στη γη, για τα Πάθη και την
Ανάσταση Του. Και η αγία την άκουγε με πολύ ζήλο, «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. 2,51), μελετούσε καθημερινά την Αγία Γραφή και φλεγόταν
από αγάπη για το Χριστό και πόθο για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Κάποτε, καθώς διάβαζε στο Ευαγγέλιο για τη Σταύρωση του Κυρίου, η σκέψη της στάθηκε στον άρραφο χιτώνα Του (Ιω. 19, 23-24).
— Τι απέγινε άραγε αυτή η πορφύρα; ρώτησε η αγία τη Σάρα-Νιοφόρα.
— Γνωρίζουμε από την παράδοση, αποκρίθηκε η γερόντισσα, ότι βρίσκεται στην πόλη Μτσχέτα, πρωτεύουσα της Γεωργίας. Μεταφέρθηκε εκεί από έναν Εβραίο, το ραββίνο
της Μτσχέτα Ελιόζ, στον οποίο παραδόθηκε από το στρατιώτη πού την κέρδισε στην κλήρωση, κάτω από το Σταυρό. Οι κάτοικοι όμως της χώρας αυτής παραμένουν μέχρι
σήμερα βυθισμένοι στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας.

Τα λόγια εκείνα χαράχθηκαν βαθιά στην καρδιά της αγίας. Από τότε προσευχόταν νύχτα-μέρα στην Παναγία:
— Αξίωσέ με, Δέσποινα, να πάω στη Γεωργία, για να προσκυνήσω το χιτώνα του Υιού σου και να κηρύξω εκεί το όνομά Του!
Και μια νύχτα η Θεοτόκος εμφανίσθηκε στον ύπνο της και της είπε:
— Πήγαινε στη Γεωργία, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού, και μη φοβάσαι! Εγώ θα είμαι η σκέπη σου!
Για να την ενθαρρύνει, μάλιστα, της έβαλε στο χέρι ένα σταυρό από κληματόβεργες και πρόσθεσε:
— Πάρε τούτον το σταυρό. Θα σε προστατεύει απ’ όλους τους ορατούς και αόρατους εχθρούς. Με τη δύναμή του θα οδηγήσεις τη χώρα της Γεωργίας στην πίστη του Υιού μου,
«ός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4).

Η αγία ξύπνησε, και είδε στα χέρια της τον θαυμαστό εκείνο σταυρό! Αφού τον ασπάσθηκε με δάκρυα, έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της και την τύλιξε ολόγυρά του.
Ύστερα έτρεξε να βρει το θείο της επίσκοπο Ιουβενάλιο, πού, ακούγοντας για την εμφάνιση και την εντολή της Θεοτόκου, έδωσε στην ανηψιά του την ευλογία να κηρύξει
το Ευαγγέλιο στη μακρινή Γεωργία.

Μετά από πολλές περιπέτειες και αφού διέσχισε την Αρμενία, στην πρωτεύουσα της οποίας Βαγαρσαπάτ παρακολούθησε το φρικτό μαρτύριο της αγίας Ριψιμίας και άλλων
τριανταπέντε παρθένων (η μνήμη τους εορτάζεται στις 30 Σεπτεμβρίου), η αγία Νίνα έφτασε, το 315, στις όχθες του ποταμού Κούρ. Κατάκοπη και ολομόναχη, καθώς ήταν,
σε μια ξένη χώρα, ένιωσε να δειλιάζει. Ένα θεϊκό όραμα, όμως, της αναπτέρωσε το ηθικό. Με νέο ενθουσιασμό συνέχισε την πορεία της. Τράβηξε για τη Μτσχέτα,
ακολουθώντας το δρόμο πού της έδειξαν κάποιοι βοσκοί.

Στην πρωτεύουσα της χώρας η αγία βρέθηκε την ημέρα πού ολόκληρος ο λαός, με επικεφαλής το βασιλιά Μιριάν (265-342), είχε συγκεντρωθεί σ’ ένα βουνό, απέναντι από
την πόλη, για να προσφέρει θυσίες στο ανθρωπόμορφο είδωλο Αρμάζ. Κατευθύνθηκε και εκείνη προς το βουνό. Κρυμμένη στο κοίλωμα ενός βράχου, παρακολουθούσε τις
ειδωλολατρικές τελετές. Και κάποια στιγμή, καθώς ήχησαν οι σάλπιγγες και τα πλήθη έπεσαν στη γη για να προσκυνήσουν το Αρμάζ, η καρδιά της αγίας άναψε από θειο ζήλο.
Σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό και προσευχήθηκε θερμά:
— Παντοδύναμε Θεέ! Οδήγησε το λαό αυτό στη γνώση Σου! Σύντριψε τα είδωλα! Ελευθέρωσε τούτες τις ψυχές από την εξουσία του διαβόλου!...

Την ίδια στιγμή ο ολοκάθαρος ουρανός σκοτείνιασε. Μαύρα σύννεφα πλησίασαν με τρομερή ταχύτητα από τη δύση και στάθηκαν ακριβώς πάνω από τον ειδωλολατρικό ναό.
Ξέσπασαν τότε βροντές, αστραπές και δυνατή ανεμοθύελλα. Μέσα σε ελάχιστη ώρα ο ναός γκρεμίστηκε και το είδωλο Αρμάζ έγινε συντρίμμια. Μετά απ’ αυτή τη θεομηνία ο
ήλιος έλαμψε πάλι λαμπρότερος από πριν! Ήταν 6 Αυγούστου, η ημέρα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, και το θαβώρειο φως, αστράφτοντας για πρώτη φορά στη Γεωργία,
σκόρπισε το ειδωλολατρικό σκοτάδι. Από τότε ο βασιλιάς Μιριάν και ο λαός του έχασαν την πίστη τους στη δύναμη του Αρμάζ και άρχισαν να αναρωτιούνται τί σημείο ήταν εκείνο
πού έγινε και τί προμηνούσε για το μέλλον.

Στη Μτσχέτα τώρα η αγία, καθώς περνούσε μπροστά από τον βασιλικό κήπο, είδε τη γυναίκα του κηπουρού, πού την έλεγαν Αναστασία, να τρέχει κοντά της και να την καλεί
στο σπίτι της. Σαν να τη γνώριζε από παλιά, σαν να την περίμενε. Ο Θεός την είχε φωτίσει, για να βοηθήσει την αγία στο ξεκίνημα του έργου της.
Η αγία ακολούθησε την Αναστασία ως το σπίτι της, όπου τόσο η ίδια όσο και ο άνδρας της όχι μόνο τη φιλοξένησαν με πολλή αγάπη, αλλά και την παρακάλεσαν να μείνει μαζί
τους σαν αδελφή, γιατί ήταν άτεκνοι και τους έθλιβε η μοναξιά. Εκείνη δέχτηκε, και ο κηπουρός, σύμφωνα με την επιθυμία της, της έχτισε ένα κελάκι σε μια άκρη του κήπου.
Στη θέση αυτή -μέσα στον περίβολο τώρα της γυναικείας μονής Σαμτάβρ- είναι κτισμένο σήμερα ένα παρεκκλήσι προς τιμήν της αγίας Νίνας.

Η αγία τοποθέτησε στο κελί της το σταυρό πού της είχε δώσει η Θεοτόκος, και περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες της με προσευχές και δεήσεις, με πνευματικές ασκήσεις και
θαύματα. Το πρώτο θαύμα πού επιτελέσθηκε με την προσευχή της μακαρίας Νίνας ήταν η θεραπεία της Αναστασίας, πού από στείρα έγινε πολύτεκνη και καλλίτεκνη μητέρα.
Και οι πρώτοι Γεωργιανοί πού πίστεψαν στο Χριστό ήταν το τίμιο εκείνο ζεύγος πού περιέθαλψε την αγία.
Κάποια μέρα μια γυναίκα, κρατώντας στα χέρια το ετοιμοθάνατο παιδί της, τριγυρνούσε με γοερό θρήνο στους δρόμους της πόλης και ζητούσε απ’ όλους βοήθεια.
Η αγία Νίνα πήρε το παιδί, το έβαλε στο αχυρόστρωμά της, προσευχήθηκε, το σταύρωσε με το σταυρό της Θεοτόκου και το παρέδωσε στη μητέρα του θεραπευμένο.

Το θαύμα διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Από τότε η αγία άρχισε να κηρύσσει δημόσια το Ευαγγέλιο και να καλεί τους Γεωργιανούς σε μετάνοια. Η ευσέβεια, η δικαιοσύνη και
η ακεραιότητα της ζωής της έγιναν σε όλους γνωστές. Πολλοί, και προπαντός γυναίκες, την πλησίαζαν, άκουγαν από τα μελίρρυτα χείλη της τη νέα διδασκαλία για τη βασιλεία
του Θεού και ασπάζονταν τη χριστιανική πίστη.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες ήταν και η Σιδωνία, θυγατέρα του αρχισυνάγωγου των Εβραίων της Καρτάλης Αβιάθαρ, καθώς και άλλες έξι Εβραίες. Σύντομα πίστεψε και ο ίδιος
ο Αβιάθαρ, όταν άκουσε πώς ερμήνευε η αγία τις αρχαίες προφητείες για το Μεσσία και πώς εκπληρώθηκαν οι προφητείες αυτές στο πρόσωπο του Ιησού.
Από τον Αβιάθαρ έμαθε η αγία Νίνα ότι, σύμφωνα με παλαιά εβραϊκή παράδοση, ο χιτώνας του Κυρίου ήταν θαμμένος μαζί με την αδελφή του ραββίνου Ελιόζ, Σιδωνία, κάτω
από τον βαθύσκιο κέδρο, πού υψωνόταν στο κέντρο του βασιλικού κήπου. Από τότε άρχισε να πηγαίνει τις νύχτες και να προσεύχεται κάτω απ’ τα κλαδιά του μεγάλου δέντρου.
Υπερφυσικά οράματα, πού είδε εκεί, την έπεισαν για την ιερότητα του τόπου.

Στο μεταξύ η δούλη του Θεού κήρυσσε ακατάπαυστα την αληθινή πίστη. Καθοριστικές, όμως, για τη μεταστροφή του γεωργιανού λαού ήταν οι θεραπείες των βασιλέων Μιριάν
και Νάνας.

Πρώτη η βασίλισσα Νάνα, γυναίκα σκληρή και ειδωλολάτρισσα φανατική, αρρώστησε βαριά και κινδύνευε να πεθάνει. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να της προσφέρουν τίποτα.
Τότε κάποιες φίλες της τη συμβούλεψαν να ζητήσει τη βοήθεια της ξένης Νίνας, πού με την επίκληση του Θεού της θεραπεύει κάθε ασθένεια. Πράγματι, η απελπισμένη
βασίλισσα κατέφυγε στη Νίνα, πού με τη χάρη του Κυρίου της χάρισε την υγεία της. Επιστρέφοντας στο παλάτι η βασίλισσα, ομολόγησε με παρρησία, μπροστά στο βασιλιά
Μιριάν, ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός. Αργότερα, αφού διδάχθηκε τις χριστιανικές αλήθειες από την αγία Νίνα, βαπτίσθηκε και έγινε θερμή χριστιανή. Μετά το θάνατο της,
μάλιστα, ο λαός την ανακήρυξε αγία. Η μνήμη της εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου.

Ο βασιλιάς, ωστόσο, όχι μόνο αρνιόταν πεισματικά να πιστέψει στο Χριστό, μα και απειλούσε ότι θα θανάτωνε τη Νίνα και θα εξολόθρευε όλους τους χριστιανούς του βασιλείου
του. Ώσπου μια μέρα, καθώς κυνηγούσε στα δάση του Μουρχάν, είκοσι χιλιόμετρα περίπου βορειοδυτικά της Μτσχέτα, ξαφνικά και αναπάντεχα τυφλώθηκε! Έντρομος, άρχισε
να επικαλείται τους θεούς του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πάνω στην απελπισία του, θυμήθηκε το Θεό της Νίνας και ζήτησε τη βοήθειά Του. Αμέσως ξαναβρήκε το φως του!
Συγκλονισμένος και ολόχαρος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και κραύγασε με δάκρυα:
— Θεέ της Νίνας! Εσύ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός. Ομολογώ και δοξάζω το όνομά Σου!
Το θαυμαστό εκείνο γεγονός συνέβη στις 6 Μαΐου του 319.

Μόλις επέστρεψε στην πόλη ο βασιλιάς, έτρεξε κι έπεσε στα πόδια της αγίας:
— Ώ μητέρα μου! της είπε. Δίδαξέ με και αξίωσέ με να επικαλούμαι το όνομα του μεγάλου Θεού σου και Σωτήρα μου!
Έτσι ο Μιριάν έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος της Γεωργίας. Ο Κύριος τον είχε διαλέξει για χειραγωγό των Γεωργιανών προς τη μοναδική αλήθεια.
Αμέσως έστειλε πρεσβεία στο Βυζάντιο και ζήτησε έναν επίσκοπο και ιερείς, για να κατηχήσουν και να βαπτίσουν το λαό του. Στο μεταξύ η αγία Νίνα τους προετοίμαζε για το
άγιο βάπτισμα με τις ιερές διδαχές της.

Ώσπου να έρθουν οι κληρικοί, ο Μιριάν σκέφτηκε να οικοδομήσει έναν χριστιανικό ναό. Η αγία του υπέδειξε να τον κατασκευάσει μέσα στον βασιλικό του κήπο, και μάλιστα στο
σημείο όπου υψωνόταν ο γνωστός κέδρος.
Ο κέδρος κόπηκε και από τα έξι κλαδιά του έγιναν ισάριθμοι στύλοι, πού τοποθετήθηκαν σε κατάλληλα σημεία του οικοδομήματος. Με θεία οικονομία, όμως, ο έβδομος στύλος,
πού ήταν καμωμένος από τον κορμό του δέντρου και προοριζόταν για τη βάση του ναού, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να μετακινηθεί. Από το κάτω μέρος του, μάλιστα,
άρχισε να τρέχει ευωδιαστό και ιαματικό μύρο, πού θεράπευε όσους άρρωστους πρόστρεχαν εκεί και χρίονταν με πίστη.

Πλήθη λαού συνέρρεαν στον θαυματουργό στύλο, και ο βασιλιάς έδωσε εντολή να κατασκευασθεί ολόγυρά του μια περίφραξη. Στο μεταξύ ολοκληρώθηκε και η ανέγερση του
πρώτου ναού στη Γεωργία, πού ήταν ξύλινος -σήμερα, μετά από ανακατασκευή του, είναι πέτρινος- και αφιερώθηκε στους αγίους Αποστόλους. Ο λαός όμως τον ονόμασε
κοινά «Σβετιτσχόβελι» (= άγιος Στύλος).

Ήδη οι απεσταλμένοι του Μιριάν είχαν γίνει δεκτοί με μεγάλες τιμές από τον Μέγα Κωνσταντίνο, πού τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους με πλούσια δώρα και με τον
αρχιεπίσκοπο Αντιοχείας Ευστάθιο (+337), δύο ιερείς, τρείς διακόνους και τα απαραίτητα για τη θεία λατρεία σκεύη και είδη.
Με διαταγή του Μιριάν ήρθαν στην πρωτεύουσα όλοι οι διοικητές των επαρχιών, οι στρατηγοί και οι αξιωματούχοι του κράτους. Σ’ ένα βαπτιστήριο, κοντά στη γέφυρα του
ποταμού Κούρ, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος βάπτισε πρώτα το βασιλικό ζεύγος και στη συνέχεια τους άρχοντες. Γι αυτό το μέρος εκείνο ονομάζεται από τότε «Μταβάρτα
Σανατλάβι», δηλαδή «Κολυμβήθρα Μεγιστάνων».

Λίγο πιο κάτω οι δύο ιερείς βάπτιζαν το λαό, πού είχε προετοιμασθεί και πιστέψει από το κήρυγμα και τα θαύματα της αγίας Νίνας. Από τους Εβραίους της Μτσχέτα βαπτίσθηκαν
ο Αβιάθαρ με όλους τους οικείους του και πενήντα ακόμη εβραϊκές οικογένειες.
Με τη βοήθεια του Θεού, ο αρχιεπίσκοπος Ευστάθιος και η αγία Νίνα φώτισαν μέσα σε μερικά χρόνια ολόκληρη σχεδόν τη χώρα της Γεωργίας. Ύστερα ο αρχιεπίσκοπος, αφού
χειροτόνησε ως επίσκοπο της χώρας τον πρεσβύτερο Ιωάννη, επέστρεψε στην Αντιόχεια.

Η αγία Νίνα, αποφεύγοντας τη δόξα και τις τιμές του βασιλιά και του λαού, κατέφυγε σε μια ορεινή περιοχή, στις πηγές του ποταμού Άραγβι, όπου ετοιμαζόταν με προσευχές και
νηστείες για νέους αποστολικούς αγώνες. Πράγματι, αφού κήρυξε το Χριστό στους σκληροτράχηλους ορεσίβιους κατοίκους του Καυκάσου, τους οποίους βάπτισε ο συνεργάτης
της πρεσβύτερος Ιάκωβος, κατευθύνθηκε στα νότια της Καχέτης και εγκαταστάθηκε στην κωμόπολη Μπόντμπε, τον τελευταίο σταθμό της επίγειας ζωής και των αγίων κόπων
της. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η βασίλισσα της Καχέτης Σόντζε (= Σοφία), ακούγοντας το θεόπνευστο κήρυγμα της αγίας, πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με πλήθη λαού.

Τώρα πια ο Θεός αποκάλυψε στην πιστή απόστολό Του ότι πλησίαζε το τέλος της. Ειδοποίησε αμέσως με γράμμα τον βασιλιά Μιριάν, πού κατέφθασε ταχύτατα με τους αυλικούς
του και τον επίσκοπο Ιωάννη. Η αγία κοινώνησε από τα χέρια του επισκόπου και ζήτησε να ταφεί στο φτωχικό καλύβι της. Ύστερα παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο.
Ήταν τότε 67 ετών.

Ο βασιλιάς και ο επίσκοπος θέλησαν να μεταφέρουν το τίμιο λείψανο της στο ναό των αγίων Αποστόλων της Μτσχέτα και να το θάψουν δίπλα στον ιερό στύλο.
Με κανένα τρόπο, όμως, δεν μπόρεσαν να μετακινήσουν το σώμα της. Έτσι το έθαψαν εκεί, στο ταπεινό καλυβάκι της, στο Μπόντμπε, όπως η ίδια το ζήτησε.

Η μακαρία Νίνα συγκαταριθμήθηκε στη χορεία των αγίων και η μνήμη της ορίσθηκε να εορτάζεται στις 14 Ιανουαρίου, ημέρα της κοιμήσεώς της. Η Εκκλησία της Γεωργίας
την ανακήρυξε Ισαπόστολο και φωτίστρια της χώρας.

Πάνω στον τάφο της αγίας κτίσθηκε ναός αφιερωμένος στο συγγενή της μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Ο ναός εγκαινιάσθηκε στα χρόνια του γιού και διαδόχου του Μιριάν,
του βασιλιά Μπακάρ (342-364) και σώζεται μέχρι σήμερα. Αργότερα σ’ αυτόν το χώρο ιδρύθηκε γυναικεία μονή αφιερωμένη στην αγία Νίνα.

Ἀπολυτίκιον Ήχος πλ α΄. Τον συνάναρχον λόγον
Ως ωραίοι οι πόδες σου οι ζηλώσαντες ακολουθήσαι ταίς τρίβοις των αποστόλων Χριστού, Νίνα σκεύος Παρακλήτου παμφαέστατον,
όθεν τιμώντες σε πιστώς, Γεωργίας φρυκτωρέ φωτόλαμπρε, σε αιτούμεν’ ημών τα σκότη λιταίς σου της αγνωσίας πόρρω σκέδασον.

Πηγή: http://www.xristianos.gr/



† Ο Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης (10 Ιανουαρίου)

Ἡ Μοῦσα Γρηγόριος, οὗ Νύσσα θρόνος,
οὐ Πιερίαν, ἀλλ᾿ Ἐδὲμ σκηνὴν ἔχει.
Γρηγόριον δεκάτῃ θανάτου κνέφας ἀμφεκάλυψεν.

Βιογραφία
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου το 332 μ.Χ. και ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου. Παίρνει την ίδια μόρφωση με τον μεγάλο του αδελφό, ξεχωρίζει δε κι αυτός για την ευφυΐα του, την επιμέλεια του και την φιλοσοφικότατη ιδιοφυΐα του και είχε χειροτονηθεί αναγνώστης.

Ο Γρηγόριος νυμφεύεται τη Θεοσέβεια, (πραγματικά αγία γυναίκα), που γρήγορα την αρπάζει ο θάνατος. Ισχυρός χαρακτήρας καθώς ήταν, δεν απελπίζεται, και στα σαράντα του χρόνια γίνεται επίσκοπος Νύσσης (σήμερα Νεμσεχίρ), μιας κωμοπόλεως της Καπαδοκίας. Οι Αρειανοί, όμως, του έφεραν μεγάλες ενοχλήσεις. Αντιλαμβανόμενοι, ότι στο πρόσωπό του η αίρεσή τους θα είχε σπουδαιότατο πολέμιο, σχεδίασαν να τον εξοντώσουν. Τον κατηγόρησαν λοιπόν, ότι εξελέγη Επίσκοπος αντικανονικά και σφετερίσθηκε χρήματα της Εκκλησίας. Τις κατηγορίες υπέβαλε κάποιος με το όνομα Φιλόχαρης, όργανο των Αρειανών, προς τον διοικητή του Πόντου Δημοσθένη, προς τον οποίο ο Μέγας Βασίλειος έγραψε και επιστολή. Για την κατηγορία της καταχρήσεως παρακάλεσε να γίνει ο έλεγχος για να δειχθεί η συκοφαντία, για την αντικανονική χειροτονία λέγει ότι η ευθύνη είναι δική του, διότι αυτός χειροτόνησε και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σωστό να δικάσει επί της υποθέσεως αυτής σύνοδος Επισκόπων, των οποίων η εκκλησιαστική θέση δεν ήταν σε κανονική τάξη.

Η επίκληση του Βασιλείου απέβη άκαρπη. Ο αυτοκράτορας Ουάλης ήθελε να αποφευχθεί το θέμα. Το 376 μ.Χ. ο Γρηγόριος καθαιρείται ερήμην από σύνοδο Αρειανών Επισκόπων του Πόντου και της Γαλατίας. Και ο Γρηγόριος, καταδιωκόμενος, αναγκαζόταν να πλανάται και να κρύβεται. Η περιπέτεια έληξε τον Αύγουστο του έτους 378 μ.Χ., όταν απέθανε ο Ουάλης. Ο Γρηγόριος επανήλθε στη Νύσσα, όπου του επιφυλάχθηκε θριαμβευτική υποδοχή.

Κατά το φθινόπωρο του 379 μ.Χ. έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Αντιόχειας, η οποία συνήλθε ιδίως για την αίρεση του Απολλιναρίου. Ο Απολλινάριος, ερμηνεύοντας κατά γράμμα χωρίο της Αγίας Γραφής (κατά Ιωάννη α' 14), υποστήριζε ότι ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα, όχι σάρκα και ψυχή. Αρνήθηκε τον ανθρώπινο νου, την ανθρώπινη ψυχή και θέληση του Ιησού Χριστού ως στοιχεία διασπαστικά της ενότητός Του και αντίθετα προς την τελειότητά Του και αντικατέστησε τα στοιχεία αυτά με τη θεία επενέργεια. Δίδασκε, δηλαδή, στην ουσία, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός ούτε τέλειος άνθρωπος. Πολλοί νόμιζαν ότι ο Απολλινάριος δέχθηκε την επίδραση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά το πιθανότερο είναι, καθώς πιστεύει ο Γρηγόριος Νύσσης, ότι αφετηρία στη χριστολογική του διδασκαλία είναι χωρίο επιστολής του Αποστόλου Παύλου (προς Θεσσαλονικείς Α', ε' 23). Στη Σύνοδο ο Άγιος ανασκεύασε τις κακόδοξες θεωρίες του Απολλιναρίου. Επίσης, η Σύνοδος του ανέθεσε αποστολή για την Εκκλησία της Βαβυλωνίας και με την ευκαιρία αυτή επισκέφθηκε και τους Αγίους Τόπους.

Ο Θεός τον αξιώνει επίσης, να γίνει το κυριότερο όργανο Του στη Β' Οικουμενική σύνοδο, το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, και κατατροπώνει στην κυριολεξία τους πνευματομάχους του Μακεδονίου, με «... τη μάχαιρα που δίνει το Πνεύμα και η οποία είναι ο λόγος του Θεού» (Προς Έφεσίους στ' 17). Στις συζητήσεις εκείνες, ο Γρηγόριος ο Νύσσης τόσο πολύ είχε διακριθεί, ώστε ονομάστηκε «Πατήρ Πατέρων και Νυσσαέων Φωστήρ». Ο δε Μέγας Θεοδόσιος τον ονόμασε στύλο της Ορθοδοξίας. Πέθανε ειρηνικά, αφού άφησε πολύ αξιόλογα έργα: ερμηνευτικά, δογματικά, κατηχητικά, λόγους ηθικούς, εορταστικούς, εγκωμιαστικούς, επιταφίους και έναν επιμνημόσυνο στον αδελφό του Μέγα Βασίλειο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον γρήγορσιν, ἐνδεδειγμένος, στόμα σύντονον, τῆς εὐσέβειας, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε τὴ γὰρ σοφία τῶν θείων δογμάτων σου, τῆς Ἐκκλησίας εὐφραίνεις τὸ πλήρωμα. Πάτερ ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορός Ἄγγελικός
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἔνθεος Ἱεράρχης, καί τῆς σοφίας σεβάσμιος μυστολέκτης, Νύσσης ὁ γρήγορος νοῦς Γρηγόριος, ὁ σὺν Ἀγγέλοις χορεύων, καί ἐντρυφών τῷ θείῳ φωτί, πρεσβεύει ἀπαύστως ὑπέρ πάντων ἡμῶν.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Ο Άγιος Πολύευκτος (09 Ιανουαρίου)

Ο Άγιος Μάρτυς Πολύευκτος έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Δεκίου (249-251 μ.Χ.) και Ουαλεριανού (251-259 μ.Χ.). Όταν κηρύχθηκε ο διωγμός κατά των Χριστιανών και αυτοί διετάχθησαν να επιστρέψουν στην ειδωλολατρία, υπήρξε ο πρώτος που μαρτύρησε για τον Χριστό στη Μελιτηνή της Αρμενίας, όπου εκτελούσε τα στρατιωτικά του καθήκοντα.

Ο Άγιος Πολύευκτος, χωρίς να δειλιάσει, διεκήρυξε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό και με Πνευματική ανδρεία συνέτριψε τα είδωλα που λάτρευαν οι εθνικοί. Οι παραινέσεις του πεθερού του, καθώς και οι θρηνώδεις κραυγές της γυναίκας του, δεν τον κλόνισαν καθόλου. Παρέμεινε σταθερός στην ομολογία του, γεγονός που επιβεβαίωσε και στον Μάρτυρα Νέαρχο, το φίλο του, που φοβόταν μήπως από τα βασανιστήρια αρνηθεί τον Χριστό. Έτσι, λοιπόν, ο Άγιος Πολύευκτος μαρτύρησε διά ξίφους.

Η Σύναξη του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου ετελείτο στο σεπτό ναό που ανήγειραν οι πιστοί στον τόπο του μαρτυρίου του, που έκειτο κοντά στην περιοχή του Φιλαδελφίου και του Ταύρου Κωνσταντινουπόλεως.

Άπολυτίκιον. Ήχος α’. Της ερήμου πολίτης.

Μυηθείς ουρανόθεν ευσέβειας την έλλαμψιν, ώφθης στρατιώτης γενναίος, του Σωτήρος Πολύευκτε και ξίφει εκτμηθείς την κεφαλήν, Μαρτύρων ηριθμήθης τοις χοροίς, μεθ' ων πρέσβευε θεόφρον δια παντός, υπέρ των εκβοώντων σοι, δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δωρουμένω διά σού, πάσι τα κρείττονα.

Κοντάκιον. Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.

Ο Δεσπότης κλίνας μεν εν Ιορδάνη, κεφαλήν συνέτριψε, τας των δρακόντων κεφαλάς, του Αθλοφόρου η κάρα δε, αποτμηθείσα τον δόλιον ήσχυνεν. 

Πηγή: http://sites.google.com/



† Η Αγία Δομνίκη (08 Ιανουαρίου)

Λιποῦσα τὴν γῆν οὐρανόφρων Δομνίκα,
Εἰς οὐρανοὺς ἀνῆλθεν, ὥσπερ ἠγάπα.
Δομνίκαν ὀγδοάτῃ πότμου λάβε νὺξ ἐρεβεννή.

Βιογραφία
Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Αφρικής. Το 384, όταν έφτασε σε νεαρή ηλικία, για προσωπικούς λόγους έρχεται στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλες σαράντα συνομήλικες της. Τότε αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Θεοδόσιος και Πατριάρχης ο Νεκτάριος. Μόλις γνωρίζει τη Δομνίκη ο Πατριάρχης, διακρίνει τις αγνές της προθέσεις και αμέσως τη βαπτίζει και μετά την κάνει μοναχή. Στη χριστιανική μοναχική ζωή διακρίνεται νωρίς η Αγία για την πίστη της, το ζήλο, την αφοσίωση της στη φιλανθρωπία και, προπάντων, για την αγνότητα της ψυχής της, αποδεικνύοντας και αυτή με τη ζωή της τα λόγια του Κυρίου μας στους μαθητές Του και, κατ' επέκταση, σε όσους Τον ακολουθούν: «Σεις τώρα είσθε καθαροί. Και σας έχει καθαρίσει ο λόγος της αληθείας, πού σας έχω πει και διδάξει» (Ιωάννου ιε 3). Η ηθική καθαρότητα της Αγίας Δομνίκης, συνδυασμένη με την αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη της, είχε τέτοια απήχηση στη συνείδηση της Εκκλησίας μας, ώστε να την κατατάξει στο χορό των Αγίων της.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Αγάπη τή κρείττονι, καταυγασθείσα τον νουν, ασκήσει εξέλαμψας, ώσπερ λαμπάς φαεινή, Δομνίκα πανεύφημε όθεν Μοναζουοών σε, όδηγόν φωτοφόρον, έδειξεν ο Δεσπότης, δια βίου και λόγου. Ω πρέσβευε θεοφόρε, σώζεσθαι άπαντας.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Ο Άγιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης (08 Ιανουαρίου)

Πολύ γνωστό το όνομα του στον χριστιανικό κόσμο. Γνωστό και το μοναστήρι στην Παλαιστίνη που ασκήτεψε.


Βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ.


Στην Αγία Γραφή η τοποθεσία αυτή λέγεται χείμαρρος Χορράθ κι είναι συνδεδεμένη με πολλά ιστορικά γεγονότα.


Σ' αυτό το μέρος είναι η σπηλιά στην όποια είχε κάποτε κρυβεί ο προφήτης Ηλίας (910 π.Χ.) για να γλιτώσει από την καταδίωξη του ασεβέστατου βασιλιά Αχαάβ και της ειδωλολάτριδας συζύγου του της Ιζάβελ.


Σ' αυτή τη σπηλιά ο ζηλωτής προφήτης έμεινε μήνες και τρεφόταν κατά ένα θαυμαστό τρόπο. Μερικά κοράκια του έφερναν πρωί και βράδυ ψωμί και κρέας.


Νερό έπινε από τον χείμαρρο. Όταν όμως κι από εδώ έλειψε το νερό, εξ αιτίας της ανομβρίας, ο προφήτης αναχώρησε κατ' εντολή του Θεού στα Σάρεπτα της Σιδώνος.


Στη σπηλιά αυτή ύστερα από χρόνια ήρθε και κλείστηκε κι ο θεοπάτορας Ιωακείμ. Σαράντα μερόνυχτα έμεινε εδώ νηστεύοντας και προσευχόμενος να του χαρίσει ο Θεός ένα παιδί, γιατί ήταν άτεκνος. Σ' αυτό το διάστημα κι η σύζυγος του Άννα είχε παραμείνει στο σπίτι της και προσευχόταν θερμά. Με δάκρυα παρακαλούσε και ζητούσε να της λύσει ο Πανάγαθος Θεός την ατεκνία της.


Πολύ συγκινητική είναι η προσευχή του Ιωακείμ, στη σπηλιά όπως μας την διέσωσε αρχαία παράδοση: «Ου καταβήσομαι», έλεγε μονολογώντας ο ευσεβής Ιωακείμ, «ούτε επί ποτόν, έως ότου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου και έσται μου η ευχή βρώμα και πόμα».


Και δεν κινήθηκε απ' εκεί, παρά μονάχα, όταν ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των ευσεβών παιδιών του, εισήκουσε τη δέηση του και μ' ένα άγγελο του διεμήνυσε το χαρμόσυνο μήνυμα, πώς θα αποκτούσε παιδί. Και πραγματικά. Την επόμενη χρονιά ο Ιωακείμ και η Άννα αξιωνόντουσαν να αποκτήσουν την κεχαριτωμένη Μαρία, τη Μητέρα του Θεού. Γι' αυτό και το όνομα Θεοπάτορες, δηλαδή πρόγονοι κατά σάρκα του Σωτήρος μας Χριστού, του Θεού μας.


Από μία τυπική διάταξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων μανθάνουμε, πώς ο χείμαρρος ήταν κτήμα του Ιωακείμ, του πατέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εδώ υπήρχε και κήπος του ιδίου κι εδώ αργότερα κτίστηκε και Εκκλησία έπ' ονόματι της Παναγίας στην οποία διάφορες μέρες του χρόνου γινόντουσαν μεγαλόπρεπες πανηγύρεις. Σε τούτο το μέρος κτίστηκε κι η μονή της Παναγίας του Χοζεβά, που θεωρείται μία από τις αρχαιότερες μονές της Παλαιστίνης. Στην ιερά αυτή Μονή έζησαν την αγγελική ζωή της πλήρους αφιερώσεως χιλιάδες ευλαβείς ψυχές. Σ' αυτή πέρασε κι ο άγιος Γεώργιος από τη νήσο Κύπρο, που είναι γνωστός με το επώνυμο Χοζεβίτης, τα περισσότερα χρόνια της ασκητικής ζωής του.


Η όλη περιοχή διακρίνεται για την αγριότητα της. Κι αυτή την περιοχή χωρίς άλλο θα είχε υπ' όψη ο Κύριος, όταν έλεγε την παραβολή του ανθρώπου που περιέπεσε στους ληστές κι είναι γνωστή σαν παραβολή του καλού Σαμαρείτη.


Καθ' όλη τη διαδρομή του χειμάρρου υπάρχουν πολλά σπήλαια, τα οποία από ενωρίς προσείλκυσαν πολλούς αναχωρητές. Σ' ένα από αυτά, που βρίσκεται από πάνω από τη Μονή, είχε εγκατασταθεί κάποτε ο άγιος Ιωάννης ο θαυματουργός, που είχε διατελέσει επίσκοπος της Καισαρείας κι ύστερα εγκατέλειψε την επισκοπή κι ήρθε στο μέρος αυτό να μονάσει. Ο μεγάλος αυτός άγιος και θαυματουργός έκτισε την εκκλησία και τη Μονή στο όνομα της Παναγίας και καλλώπισε τον χώρο εκείνο έτσι, που σε λίγο καιρό χιλιάδες φιλέρημες ψυχές ήρθαν να ζήσουν την αγγελική ζωή. Την ακμή της Μονής, στην οποία πολλά θαύματα γινόντουσαν από την Υπεραγία Θεοτόκο, αλλά και των γύρω ασκητηρίων, που στις αρχές του εβδόμου αιώνα φιλοξενούσαν πιο πολλές από πέντε χιλιάδες ψυχές, ανέκοψαν οι περσικές επιδρομές. Σαν καταιγίδα αληθινή είχαν ενσκήψει οι άγριες αυτές ορδές, που έσφαζαν, έκαιαν, ερήμωναν τα πάντα από εκεί που περνούσαν. Αυτή την εποχή καταστράφηκε κι ο άγιος ναός της Αναστάσεως και όλοι οι ναοί και τα μοναστήρια της Παλαιστίνης (614 μ.Χ.)


1. Αυτό τον καιρό έζησε κι ο όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης που απ' τον καιρό που ήταν παιδί το όνομα του έγινε συνώνυμο με την αρετή.



Η άγια αυτή μορφή γεννήθηκε σ' ένα χωριό της Κύπρου μας από πολύ ευσεβείς κι ευκατάστατους γονείς. Τα πολλά αγαθά όμως που η ευσπλαχνία του Θεού τους είχε χαρίσει, δεν τους εμπόδισαν να ζούνε με απόλυτη υποταγή στο θέλημα Του. Με του Χριστού τα λόγια μεγάλωσαν και τα δύο παιδιά τους, τον Ηρακλείδη και τον Γεώργιο. Οι ευλαβείς γονείς απ' αυτήν ακόμη τη βρεφική ηλικία φρόντισαν να ενσταλάξουν στην ψυχή και των δύο παιδιών τους τον σεβασμό προς το άγιο Όνομα του Θεού, μα και την υπακοή, την τυφλή υπακοή στο θέλημα Του. Κι οι κόποι τους όχι μόνο δεν πήγαν χαμένοι, αλλά και πλούσια ευλογήθηκαν από τον φιλάνθρωπο Πατέρα.


Ο Ηρακλείδης που ήταν κι ο πιο μεγάλος, όταν ενηλικιώθηκε, πήρε την ευχή των γονιών του και πήγε να προσκυνήσει τους τόπους που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε ο Χριστός μας. Η ευγενική και φιλόθρησκη ψυχή του νέου, σαν έφτασε στην Αγία Γη κι επισκέφθηκε τον Γολγοθά και τον Πανάγιο Τάφο του Χριστού, τόσο γοητεύθηκε, που πήρε την απόφαση να μείνει πια στα μέρη εκείνα για όλη του τη ζωή. Και πραγματικά.


Ο πιστός και φιλόθεος νέος, αφού γύρισε διάφορα μέρη, κατέβηκε και στον Ιορδάνη. Περπάτησε με συνεπαρμένη ψυχή στον τόπο που κατά την παράδοση ο προφήτης της ερήμου βάπτισε τον Κύριο κι από εκεί προχώρησε στη Λαύρα του Καλαμώνας1 όπου και παρέμεινε αγωνιζόμενος τον αγώνα τον καλό, της αρετής τον αγώνα. Ο αδελφός του Γεώργιος, μικρός ακόμη παρέμεινε κοντά στους γονείς του και ξεχώριζε απ' όλους τους συνομήλικες του στη φρονιμάδα και τη σεμνή ζωή.


2. Στα χρόνια τα δύσκολα, της εφηβείας τα χρόνια, μεγάλη δοκιμασία κτύπησε το καλό παιδί. Οι γονείς του αρρώστησαν και πέθαναν σε λίγο διάστημα ο ένας μετά τον άλλο. Εκείνος όμως, που βεβαιώνει με το Πανάγιο Πνεύμα του πώς το ορφανό και τη χήρα τα παίρνει πάντα υπό την ιδιαίτερη προστασία του, δεν εγκατέλειψε το πιστό παιδί. Ένας θείος του φρόντισε και πήρε το παιδί κοντά του με όλα τα πράγματα και την κληρονομιά του με σκοπό σαν μεγαλώσει να τον συζεύξει με την επίσης μικρή και μονάκριβη θυγατέρα του. Επειδή όμως ο Γεώργιος απεστρέφετο την κοσμική ζωή κι η ψυχή του λαχταρούσε μια ανώτερη ζωή, την αγγελική ζωή, ένα πρωί έφυγε από το σπίτι καί πήγε σ' ένα άλλο θείο του, που ήταν ηγούμενος σ' ένα μοναστήρι. Όταν ο πρώτος θείος έμαθε τι έγινε, πήγε στο μοναστήρι με σκοπό να ξαναπάρει τον Γεώργιο και να τον φέρει πίσω στο χωριό. Στην προσπάθεια του μάλιστα να επιτύχει τον σκοπό του, δεν δυσκολεύθηκε να φιλονεικήσει και με τον αδελφό του τον μοναχό. Αυτός όμως με ηρεμία και πραότητα του απήντησε:


Αδελφέ μου, ούτε έφερα τον νέο εδώ, ούτε και τον διώχνω. Άς απο φασίσει μόνος του, ο ίδιος, ό,τι θέλει. Ηλικίαν έχει...


3. Όταν ο νέος έμαθε τη φιλονικία των θείων του για το πρόσωπο του, σηκώθηκε κρυφά κι έφυγε από το μοναστήρι κι από την Κύπρο και τράβηξε προς την αγία πόλη, την Ιερουσαλήμ. Εκεί σαν έφτασε, πήγε και γονάτισε και με ευλάβεια προσκύνησε τα πάνσεπτα προσκυνήματα της ευλογημένης πόλεως, κι ύστερα κατέβηκε προς τον Ιορδάνη. Το άδολο γάλα της πίστεως με το οποίο από της βρεφικής ηλικίας τον πότισαν οι ευσεβείς γονείς του, τον σπρώχνει να βρει τον αδελφό του. Η ψυχή του ποθεί τη μακαρία ζωή, την αγγελική ζωή. Οι κίνδυνοι της αμαρτίας που αντίκριζε γύρω του, του έφερναν στ' αυτιά καθαρά τον απόηχο της φωνής των αγγέλων προς τον Λώτ: «Σώζων σώζε την σεαυτού ψυχήν» (Γεν. ιθ', 17). Δηλαδή κοίταξε πώς θα σώσεις την ψυχή σου. Η ματαιότητα των φθαρτών αυτού του κόσμου συνετάραττε το είναι του. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα σκεπτόταν κι επανελάμβανε μόνος του. Οδηγούμενος από το προσκλητήριο διάγγελμα του Κυρίου «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείται μοι» προχώρησε και τράβηξε προς τη Λαύρα του Καλαμώνας στην οποία, όπως είχε μάθει, βρισκόταν ο αδελφός του.



1. Η Λαύρα του Καλαμώνας βρισκόταν κοντά στο σημερινό μοναστήρι του Αββά Γερα σίμου εκεί στον Ιορδάνη.
Χωρίς κανένα ενδοιασμό σαν τον συνάντησε έπεσε στα πόδια του και του φανέρωσε τον πόθο και την απόφαση του να μείνει κοντά του. Εκείνος παρά τη μυστική χαρά που δοκίμασε για την αγία διάθεση του αδελφού του. βλέποντας τον τόσο νεαρό, φοβήθηκε να τον κρατήσει κοντά του και τον συνώδευσε στη Μονή της Παναγίας του Χοζεβά στον εκεί ηγούμενο, που ήταν και φίλος του και του τον παρέδωσε. Αυτός δε επέστρεψε στο μοναστήρι του.


Ο ηγούμενος από την πρώτη στιγμή εξετίμησε τον ένθεο ζήλο του νεαρού Γεωργίου και τον κατηύθυνε με φόβο Θεού στης ασκητικής ζωής τα σκαλοπάτια. Η βαθιά ταπείνωση του νέου, η υπακοή κι η προθυμία του να εκτελεί πάσαν εργασία της μονής, ενεθάρρυναν τον ηγούμενο, ώστε σε λίγο καιρό να προχωρήσει στην κουρά του νέου σε μοναχό, και να τον αναθέσει σ' ένα προκομμένο γέροντα σαν συμβοηθό του στο διακόνημα του νεοκηπίου που είχε.


Με αχώριστο σύντροφο τον ενθουσιασμό ο νεαρός μοναχός περνά την καθημερινή ζωή του ανάμεσα σε νηστείες, αγρυπνίες και πολύωρες προσευχές. Εμπνεόμενος από τον φλογερό ζήλο του υποβάλλει τον εαυτό του σε πολλούς κόπους για τελειότερη ζωή. Δυστυχώς ο γέροντας του παρά τις πολλές του αρετές δεν τον βοηθά και πολύ στην ευγενική του προσπάθεια. Ήταν άνθρωπος σκληρός και με το «ψύλλου πήδημα» τον απόπαιρνε σε βαθμό αποκαρδιωτικό.


Κάποια μέρα μάλιστα ο γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στον χείμαρρο να φέρει νερό. Επειδή όμως το νερό ήταν μαζεμένο και τα καλάμια και τα ξύλα που ήσαν μπροστά ήταν πολύ πυκνά κι ο νέος ήταν ντυμένος τα ενδύματα του, δεν μπόρεσε να περάσει με το δοχείο του νερού κι επέστρεψε άπρακτος. Ο γέροντας σαν είδε τον νέο χωρίς το νερό θύμωσε και του είπε να βγάλει το ιμάτιο του, να φορέσει μόνο το επανώρασό του και χωρίς να αντείπει υπάκουσε και πήγε. Επειδή όμως αυτός άργησε και στο μεταξύ κτύπησε ο κώδωνας για το τραπέζι, ο γέροντας έκρυψε το ιμάτιο του παιδιού και πήγε στο φαγητό. Όταν ο νέος επέστρεψε και δεν βρήκε ούτε το ιμάτιο του, ούτε τον γέροντα, πήγε στη μονή χωρίς το ζωστικό και κτύπησε την πόρτα. Όταν ο μοναχός που ήρθε να του ανοίξει τον είδε έτσι γυμνό, τον ρώτησε τι του συνέβη. Κι όταν ο νεαρός του εξήγησε, πήγε και του έφερε ένα ιμάτιο, το όποιο εφόρεσε και μπήκε στο μοναστήρι. Τη στιγμή που έμπαινε, ο γέροντας που τον είδε εκεί μπροστά από τους τάφους των αγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οίκτο και με θυμό αδικαιολόγητο του έδωκε ένα δυνατό ράπισμα λέγοντας του:


- Γιατί άργησες;


Την ίδια στιγμή το χέρι τού γέροντα ξηράνθηκε ολόκληρο και δεν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ο αββάς από την τιμωρία που τον βρήκε, έπεσε μπροστά στα πόδια του νεαρού υποτακτικού του και τον παρακαλούσε λέγοντας:


— Παιδί μου, συγχώρεσε με και μη με φανερώσεις. Έφταιξα. Πολύ έφταιξα. Μη με διαπομπεύσεις, αλλά παρακάλεσε τον Θεό να με συγχωρήσει και να με κάμει καλά.

Ο νεαρός μοναχός βαθιά λυπημένος για το πάθημα του γέροντα, του είπε με ταπείνωση και συντριβή:

— Πήγαινε, πάτερ, εκεί στους τάφους των αγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια κι αυτοί θα σε θεραπεύσουν.

Ο γέροντας όμως επέμενε.

Παιδί μου, σε σένα έφταιξα. Σύ παρακάλεσε τον Θεό να με σπλαγχνιστεί και να με συγχωρήσει.


Τότε ο νεαρός, αφού πήρε από το χέρι τον γέροντα, τον οδήγησε εκεί στους τάφους κι αφού έβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν και το θαύμα έγινε. Το χέρι ξαναγύρισε στη φυσική του κατάσταση. Μα κι η ψυχή του γέροντα μαλάκωσε. Ο θυμός παραμέρισε κι η πραότητα μαζί με τη συγκατάβαση στήσανε στην καρδιά του τον θρόνο τους.


Παρά την αποχώρηση του νεαρού μοναχού από τη σκηνή του θαύματος, τούτο έγινε γρήγορα γνωστό σ' όλη την αδελφότητα. Από τη στιγμή εκείνη όλοι οι μοναχοί με ιδιαίτερη εκτίμηση και σεβασμό άρχισαν να περιβάλλουν τον νέο και για το θαύμα του να μιλούν. Κι αυτός από φόβο μήπως πιαστεί στα δίχτυα της υπερηφάνειας, σηκώθηκε μια βραδυά κι εγκατέλειψε το μοναστήρι και τράβηξε στη Λαύρα που βρισκόταν ο αδελφός του. Εκεί με αυστηρή εγκράτεια στόλισε τη ζωή του και με τη νηστεία και τη σκληρή άσκηση νέκρωσε το σώμα του, ώστε οι προσβολές του εχθρού να μη μπορούν να τον επηρεάσουν. Καμιά υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια δεν υπεισερχόταν στις σκέψεις του. Το θέλημα τού Κυρίου σαν φωτεινός φάρος πρόβαλλε πάντα μπροστά του και του φώτιζε τον δρόμο του. Ζούσε όμως σαν ουράνιος άνθρωπος, μα και επίγειος άγγελος. Ζωή «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α', 14) είχε καταντήσει η ζωή του. Πηγή ακένωτη θαυμάτων. Θαυμάτων που προκαλούν στ' αλήθεια κατάπληξη.


Ένα τέτοιο θαύμα ήταν και τούτο. Κάποια μέρα ένας γεωργός από την Ιεριχώ, γνωστός και φίλος των δύο ασκητών, ήρθε στη Λαύρα, με ένα ζεμπίλι από διάφορους καρπούς που εγεωργούσε και κτύπησε τη θύρα του κελιού τους. Ο Γεώργιος πήγε κι άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε να μπει μέσα. Ο επισκέπτης μόλις μπήκε έβαλε μια μετάνοια κι αφού τοποθέτησε το ζεμπίλι με τα δώρα παρακάλεσε θερμά τους αββάδες να ευλογήσουν τους καρπούς οπότε κάτω από αυτούς με μεγάλη έκπληξη τι βλέπουν; Ένα νήπιο νεκρό. Ήταν το νεογέννητο παιδί του επισκέπτη που είχεν αποθάνει κι αυτός το έφερε στους αββάδες με τη γλυκιά ελπίδα πώς αυτοί θα μπορούσαν να το αναστήσουν και να του το ξαναδώσουν ζωντανό. Ο αββάς Ηρακλείδης σαν το είδε με τρόμο και ταραχή είπε στον αδελφό του: «Πήγαινε και κάλεσε τον άνθρωπο να 'ρθει να πάρει το ζεμπίλι με τα πράγματα που έφερε. Μας βάζει, πες του σε μεγάλο πειρασμό, Κύριε, αναφώνησε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς».


Ο αββάς Γεώργιος όμως που ήταν τότε σαράντα περίπου χρόνων, έβαλε στον αδελφό του μετάνοια και με σεβασμό του είπε:


Πάτερ μου, μη στενοχωρείσαι και μη ταράττεσαι. Αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον Πολυεύσπλαγχνο και Πανοικτίρμονα Θεό να κάμει το θαύμα του. Κι αν μας ακούσει η ευσπλαγχνία του κι αναστήσει το παιδί, ευλογημένο ας είναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομα Του. Τότε καλούμε τον πατέρα και του δίνουμε το παιδί του, όπως πίστεψε. Αν όμως η αγαθότητα του Θεού δεν θελήσει, για λόγους που γνωρίζει Εκείνος, να γίνει το θαύμα, τότε πάλι καλούμε τον πατέρα και του εξηγούμε, πώς κι εμείς αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα και δεν έχουμε τέτοια παρρησία, ώστε να επιτύχουμε αυτό που ποθεί τόσο εκείνος, όσο κι εμείς. Στα λόγια του Γεωργίου ο αββάς Ηρακλείδης επείσθηκε. Τότε κι οι δύο οι πατέρες αφού γονάτισαν, με δάκρυα στα μάτια και καρδιά ραγισμένη άρχισαν να προσεύχονται... Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θαύμα έγινε. Ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των παιδιών του που γίνονται με πίστη, άκουσε και των πιστών αββάδων την παράκληση. Το νεκρό παιδί κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια κι αφήκε ένα ελαφρό κλαψούρισμα. Οι ευλαβείς ασκητές με την ψυχή πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη άνοιξαν την πόρτα κι εκάλεσαν μέσα τον πατέρα του παιδιού και του είπαν:


-Αδελφέ μας, η αγάπη του Θεού, κατά την πίστη που έδειξες σ' Αυτόν, σου δίνει το παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το και δόξαζε τον με όλη σου την ψυχή, αλλά και μην αναφέρεις σε κανένα τίποτα από ό,τι έγινε.


Ο ευλαβής πατέρας με δάκρυα χαράς πήρε στην αγκαλιά του το αγαπημένο του παιδί και βγήκε δοξολογώντας από τα βάθη της ψυχής του τον φιλάνθρωπο Θεό. Έφυγε κι αφήκε πίσω τους αββάδες να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Αγώνα κουραστικής σκληραγωγίας του κορμιού, αγώνα συνεχούς προσευχής.


Έτσι περνούσε κάθε μέρα η ζωή τους με ευλάβεια και ειρήνη και ταπείνωση και ζηλευτή γενικά αρετή. Ποτέ τους δεν καταδέχτηκαν να αντιμιλήσουν ο ένας στον άλλο ή να λυπήσουν κανένα. Ο αββάς Ηρακλείδης είχε πολλή πραότητα κι υπομονή και ταπείνωση. Κι αυτές τις αρετές τις κράτησε με παραδειγματικό ζήλο και προσοχή μέχρι της ημέρας που ο μεγάλος Πατέρας τον κάλεσε να αφήσει τούτο τον κόσμο και να μεταπηδήσει στη χώρα του ουρανού και της αιώνιας ευτυχίας και χαράς. Κοιμήθηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια και τάφηκε εκεί στους τάφους των οσίων Πατέρων. Στον ουρανό τώρα πρεσβεύει για όλο τον κόσμο κι ιδιαίτερα για την πατρίδα, τη μαρτυρική Κύπρο μας.


Ύστερα από τον θάνατο του αββά Ηρακλείδη, αδελφού ομογάλακτου, συμμοναστού όμως και συναθλητού του αββά Γεωργίου, τότε κι αυτός εγκατέλειψε τη Λαύρα και ξαναγύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά από το οποίο ξεκίνησε. Και στο περιβάλλον αυτό η ζωή του ταπεινού αββά συνεχίζεται σαν την προηγούμενη του ζωή στη Λαύρα. Κι εδώ η αυστηρή νηστεία, μαζί με την υπερβολική αγρυπνία και θερμή προσευχή αποτελούν την καθημερινή του ενασχόληση. Η νηστεία μάλιστα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του, όπως μας λέει ο μαθητής του ο όσιος Αντώνιος, αυτός που έγραψε και τη βιογραφία του, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αλλά και στη μελέτη και την προσευχή είχε ξεπεράσει όλους εκεί τους συμμοναστές του. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούσε να έλεγε για τη ζωή του. «Ζω δε ούκέτι εγώ• ζει δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. β', 20). Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν τον εθαύμαζαν. Κι οι δαίμονες τον έτρεμαν για την αυταπάρνηση και την υπομονή του.


Όταν οι Πέρσες έφτασαν στη Δαμασκό, ο όσιος που την ήμερα καθόταν έξω απ' το κελί του και ζεσταινόταν στον ήλιο, γιατί από την υπερβολική εγκράτεια είχε καταντήσει πολύ αδύνατος, με θείο όραμα προέβλεψε την καταστροφή της χώρας. Οι αμαρτίες των ανθρώπων της εποχής εκείνης που κατοικούσαν στα μέρη εκείνα της Συρίας και της Παλαιστίνης είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. Όταν μάλιστα οι Πέρσες είχαν προχωρήσει και περικυκλώσει την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, τότε οι αδελφοί του κοινοβίου και πολλοί από αυτούς που έμεναν σε κελλιά έφυγαν για την Αραβία ή πήγαν και κρύβηκαν στα σπήλαια και στον καλαμώνα. Μαζί μ' αυτούς με την επιμονή των πατέρων πήγε κι ο γέροντας Γεώργιος. Εκεί τον βρήκαν οι Πέρσες και τον πήραν κι αυτόν αιχμάλωτο μαζί με άλλους. Πολλούς απ' αυτούς κατέσφαξαν. Μεταξύ αυτών κι ένα γέροντα εκατόν περίπου χρόνων με άγια ζωή, τον αββά Στέφανο τον Σύρο. Τον άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν σαν τον είδαν έτσι αδύνατο και ευλαβή, του έδωκαν μάλιστα κι ένα ζεμπίλι με ψωμιά κι ένα δοχείο με νερό και τον αφήκαν ελεύθερο λέγοντας του: «Όπου θέλεις πήγαινε, γέρο, να σώσεις τον εαυτό σου». Ο άγιος κατέβηκε στον Ιορδάνη τη νύκτα και κρυβόταν εκεί μέχρις ότου έφυγαν οι Πέρσες προς τη Δαμασκό μαζί με τους αιχμαλώτους που πήραν κι από την αγία πόλη των Ιεροσολύμων. Μαζί τους είχαν και τον επίσκοπο Ιεροσολύμων τον Ζαχαρία και τον Τίμιο Σταυρό.

Ο γέροντας αφού περιπλανήθηκε ένα διάστημα σε διάφορα μέρη, στο τέλος γύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά όπου παρέμεινε μέχρι του θανάτου του. Αυτή την περίοδο ο όσιος παρά την ηλικία του ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση. Το «παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου» το έκαμε βίωμα του και σύνθημα ζωής. Καθημερινά έβγαινε από το κελί του και δίδασκε και στήριζε τους αδελφούς και τους πολλούς επισκέπτες. Μαζί με τη διδασκαλία του ο όσιος πρόσφερε και τα πολλά θαύματα του. Πολύ τον χαρίτωσε ο Κύριος τούτο τον καιρό. Πηγή χαριτόβρυτη κι ανεξάντλητη θαυμάτων έμεινε μέχρι της ημέρας που κοιμήθηκε.

Ειρηνικά και ήσυχα ένα πρωινό ο άγιος μας αφήκε το πνεύμα του να πετάξει κοντά στον Κύριο που αγάπησε με όλη την ψυχή του κι έζησε για τη δόξα του. «Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος». Ποικίλες θεραπείες προσφέρει ο όσιος μας και μετά την κοίμηση του σ' εκείνους που με ευλάβεια και πίστη στον Θεό εκζητούν τη μεσιτεία του. Η μνήμη του αθάνατη θα μένει στους αιώνες και το παράδειγμα του ζωντανό θα καλεί τις γενεές των ανθρώπων και μάλιστα της Νήσου των Αγίων, της Κύπρου μας στην αγάπη του Χριστού. Ναι! στην αγάπη του Χριστού, γιατί μόνο η αγάπη του Χριστού κι η προσήλωση μας στο θέλημα του ομορφαίνει τη ζωή μας και της δίνει νόημα και ασφάλεια κι αξία.


Είναι καιρός, όλοι όσοι κατοικούμε τούτο τον τόπο να συνειδητοποιήσουμε πώς το όνομα «χριστιανός» δεν είναι ένα κενό όνομα κι ένας κληρονομικός τίτλος χωρίς ευθύνη. Το όνομα, το τιμημένο όνομα χριστιανός, είναι περισσότερο τρόπος σκέψεως κι ένας κανόνας ζωής. Είναι «αίρεσις βίου». Καθένας από μας είναι υποχρεωμένος την κάθε μέρα να δίνει «την μαρτυρία Ιησού Χριστού». Κι αυτή η μαρτυρία δεν είναι μία πράξη ανώδυνη. Σε πολλές περιστάσεις η μαρτυρία Ιησού Χριστού καταντά διωγμός «ένεκεν δικαιοσύνης». Κι ακόμη μαρτύριο και θάνατος για χάρη του Χριστού και του Ευαγγελίου του. Σήμερα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ο κάθε πιστός πρέπει να είναι αθλητής της πίστεως. Της πίστεως, την οποία πρέπει να είναι έτοιμος να ομολογήσει και να βεβαιώσει με την πολιτεία του. Να βεβαιώσει δηλαδή ότι καμιά δύναμη στον κόσμο δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Μαζί με τον θείο Απόστολο Παύλο καθένας από μας πρέπει να είναι έτοιμος να επαναλάβει το «τίς ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα»; Και με πεποίθηση ακλόνητη στη δύναμη που χαρίζει ο Χριστός, σ' εκείνους που με αληθινή πίστη τον επικαλούνται, να δίνει και την απάντηση, όπως την έδινε η φάλαγγα των αγίων, οσίων, πατέρων και μαρτύρων της εκκλησίας μας, όπως την έδινε ο μεγάλος άγιος μας Γεώργιος ο Χοζεβίτης με τα λόγια και πάλιν του θείου Παύλου:


«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. η', 25, 38, 39).


Άγιε Γεώργιε του Χοζεβά, αγλάϊσμα των Πατέρων, δόξα των οσίων, τρανό υπόδειγμα βαθιάς πίστεως και ευσέβειας, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών. Πρέσβευε, άγιε Πάτερ, και εύχου η πατρίδα σου Κύπρος και πατρίδα μας. να ιδεί μια ώρα γρηγορώτερα την ποθητή ελευθερία και τη λύτρωση από τα ανήκουστα δεινά που περνά. Αμήν.


Απολυτίκιο
 Ήχος πλ. α'.


Τον συνάναρχον Λόγον...

Γεωργήσας τον λόγον, Πάτερ της χάριτος, δικαιοσύνης εδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ως την ένθεον ζωήν αιρετισάμενος• όθεν της δόξης κοινωνός, ανεδείχθης του Χριστού, Γεώργιε Θεοφόρε. Ώ και πρεσβεύεις απαύστως, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών.


Πηγή: http://www.pigizois.net/



† Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Βαπτιστής (07 Ιανουαρίου)

Ο Άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής, επικαλούμενος και Ιωάννης ο Πρόδρομος ήταν προφήτης του Χριστιανισμού και σύγχρονος του Ιησού Χριστού. Με την διδασκαλία του προετοίμασε τον κόσμο να υποδεχθεί τον Μεσσία , εξ ου και ο χαρακτηρισμός "Πρόδρομος". Ήταν ο τελευταίος προφήτης που ανήγγειλε τον ερχομό του Ιησού Χριστού και ο μόνος που αξιώθηκε να τον συναντήσει.

 Ήταν το παιδί του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, η οποία ήταν συγγενής της Θεοτόκου. Αν και η Ελισάβετ ήταν στείρα και σε προχωρημένη ηλικία, ο αρχάγγελος Γαβριήλ διαμήνυσε στον Ζαχαρία ότι τελικά η γυναίκα του είναι έγκυος, θα γεννήσει αγόρι και ότι πρέπει να βαφτιστεί με το όνομα Ιωάννης.

 Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε αυτά τα λόγια και σαν τιμωρία, έμεινε μουγκός ως την ημέρα που θα βαφτιζόταν το παιδί που θα γεννούσε η γυναίκα του. Οκτώ μέρες μετά την γέννηση του Ιωάννη, ζητήθηκε από τον Ζαχαρία να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Εκείνος έγραψε το όνομα «Ιωάννης» σε μία πινακίδα και αμέσως επανήλθε η ομιλία του.

 Η ασκητική ζωή του Ιωάννη

 Ο Άγιος Ιωάννης από πολύ νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο όπου ζούσε εντελώς ασκητικά. Τρεφόταν ελάχιστα με άγριο μέλι και ακρίδες. Φορούσε μάλλινο ένδυμα "από τρίχες καμήλου και ζώνη δερμάτινη περί την οσφύ του". Μετά πολλά χρόνια παραμονής στην έρημο, την εγκαταλείπει και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για τον ερχομό του Κυρίου και παράλληλα βαπτίζει πολλούς πιστούς που φτάνουν ως εκεί για να τον ακούσουν.

 Στον Ιορδάνη ποταμό πήγε και ο Ιησούς Χριστός και του ζήτησε να βαπτιστεί. Ο Άγιος Ιωάννης κατάλαβε αμέσως ποιον έχει μπροστά του και του είπε πως δεν είναι άξιος ούτε τα λουριά από τα παπούτσια Του να λύσει. Ο Ιησούς τότε του είπε πως έτσι πρέπει να γίνει κι ο Άγιος Ιωάννης τον βάφτισε στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

 Μετά από αυτό ο Άγιος δείχνοντας τον Ιησού, λέει ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου. «Ιδέ ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».

 Τόσο η εμφάνιση αυτή όσο και ο ασκητικός βίος του Ιωάννη παράλληλα με τα κηρύγματα και τις βαπτίσεις μετάνοιας που προέβαινε ήταν επόμενο να προκαλέσει πλήθος ακροατών αλλά και πολλών θαυμαστών του απ΄ όλη τη Παλαιστίνη που έσπευδαν να τον ακούσουν και να βαφτιστούν.

 Ο Ηρώδης, η Ηρωδιάδα και η Σαλώμη

 Τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του τετράρχη της Γαλιλαίας και Περαίας Ηρώδη Αντύπα, ο οποίος ζήτησε την φυλάκισή του διότι ο Πρόδρομος τον κατάγγειλε για διάφορες κακές πράξεις που έκανε, αλλά και για την μοιχεία που διέπραττε με την γυναίκα του αδερφού του, την Ηρωδιάδα.

 Σε κάποια γιορτή, ο Ηρώδης ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας την Σαλώμη να χορέψει για εκείνον και της ορκίστηκε να της χαρίσει ό,τι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα που μισούσε τον Ιωάννη βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία κι έπεισε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του Ιωάννη μέσα σε ένα πινάκιο (πιάτο).

 Έτσι ακολούθησε ο αποκεφαλισμός. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βρήκε μαρτυρικό θάνατο και παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο. Το σώμα του ενταφιάστηκε από τους μαθητές του, ενώ η κεφαλή του μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στη Μαχαιρούντα, όπου βρέθηκε από δύο μοναχούς που είδαν τον Άγιο στο όνειρό τους. Η κεφαλή του Αγίου Ιωάννη χάθηκε άλλες δύο φορές και όταν βρέθηκε μεταφέρθηκε οριστικά στην Κωνσταντινούπολη.

 Η εκκλησία μας τιμά τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στις 7 Ιανουαρίου. Αξίζει να σημειωθεί πως στις δεήσεις και στις προσευχές, η εκκλησία αναφέρει πάντα το όνομα του Αγίου μετά την Παναγία.

Την επομένη ημέρα των Θεοφανίων καθιερώθηκε να εορτάζουμε, τη μνήμη του πανίερου προφήτη Ιωάννη Προδρόμου. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζει ασκητική ζωή στην έρημο της Ιουδαίας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην προσευχή, τη μελέτη και την πνευματική και ηθική τελειοποίηση. Το ρούχο του ήταν από τρίχες καμήλας, στη μέση του είχε δερμάτινη ζώνη και την τροφή του αποτελούσαν ακρίδες και άγριο μέλι. Με μορφή ηλιοκαμένη, σοβαρός, αξιοπρεπής και δυναμικός, ο Ιωάννης φανέρωνε αμέσως φυσιογνωμία έκτακτη και υπέροχη. Είχε όλα τα προσόντα μεγάλου και επιβλητικού κήρυκα του θείου λόγου. Έτσι, με μεγάλη χάρη κήρυττε «τα πλήθη». Κατακεραύνωνε και χτυπούσε σκληρά τη φαρισαϊκή αλαζονική έπαρση, που κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της ψευτοαγιότητας έκρυβε τις πιο αηδιαστικές πληγές ψυχικής σκληρότητας και ακαθαρσίας. Γενικά, η διδασκαλία του συνοψίζεται στη χαρακτηριστική φράση του: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών», προετοιμάζοντας, έτσι, το δρόμο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το σωτήριο έργο Του. Όταν ο Χριστός άρχισε τη δημόσια δράση του, ο κόσμος άφηνε σιγά-σιγά τον Ιωάννη και ακολουθούσε Αυτόν. Η αντιστροφή αύτη, βέβαια, θα προκαλούσε μεγάλη πίκρα και θα γεννούσε αγκάθια ζήλειας και φθόνου σ' έναν, εκτός χριστιανικού πνεύματος, διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Ιωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Η γιορτή αυτή του Ιωάννου του Προδρόμου, για τον όποιο ο Κύριος είπε ότι κανείς άνθρωπος δε στάθηκε μεγαλύτερος του, καθιερώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα.

Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς πήγε στην πόλη Σεβαστή, όπου τάφηκε ο Πρόδρομος, παρέλαβε από τον τάφο του το δεξί του χέρι, το μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου χάριτι Θεού επιτελούσε πολλά θαύματα. Από την Αντιόχεια, το Ιερό χέρι, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 957, από τον διάκονο Ιώβ. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάστηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα. Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μετακομιδής της τιμίας Χείρας του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου).

Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το Θαύμα του Προδρόμου στη Χίο κατά των Αγαρηνών.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλάγιος β’.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς ὁ Ἰορδάνης, φόβῳ ἀπεστρέφετο· τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκί βαπτιζόμενον· καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα, καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάριον
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.

Πηγή: http://www.saint.gr/
http://www.pyles.tv/



† Τα Άγια Θεοφάνια (06 Ιανουαρίου)

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΣΤΟΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

Στα Θεοφάνεια (επίσης Θεοφάνια ή Φώτα), που εορτάζονται στις 6 Ιανουαρίου, τιμούμε και θυμόμαστε την Βάπτιση του Ιησού Χριστού. Η λέξη Θεοφάνεια σημαίνει φανέρωση/αποκάλυψη του Θεού και αναφέρεται στην φανέρωσητης Αγίας Τριάδας που έγινε κατά την Βάπτιση του Χριστού.
Η αρχαιότερη αναφορά στη γιορτή των Θεοφανείων που έχειδιασωθεί είναι από τον ΚλήμηΑλεξάνδρειας. ΣτηνΠρωτοχριστιανική Εκκλησία και μέχρι τον τέταρτο αιώνα
μ.Χ. οι Χριστιανοί γιόρταζαν την ίδια μέρα τα
Χριστούγεννα και τα Θεοφάνεια, τιμώντας επίσης την ίδιαμέρα την προσκύνηση του Χριστού από τους Ποιμένες καιτους Τρεις Μάγους. Μετά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ.καθιερώθηκε ξεχωριστή εορτή την 25η Δεκεμβρίου για τηγέννηση του Χριστού και την 6η Ιανουαρίου για τα Θεοφάνεια ή Φώτα.
Ας δούμε τώρα τα γεγονότα που σχετίζονται με την Βάπτισητου Χριστού. Λίγο καιρό πριν ξεκινήσει ο Ιησούς Χριστός
την διδασκαλία του, ο Ιωάννης ο Πρόδρομος εγκαταλείπει
την έρημο και εγκαθίσταται στις όχθες του Ιορδάνη
ποταμού. Εκεί συνεχίζει το κήρυγμα για την έλευση του
Σωτήρα, καλεί τους ανθρώπους προς μετάνοια και συγχρόνως
βαπτίζει πολλούς από αυτούς που έρχονται να τον
ακούσουν. Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός και τότε είπε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής "Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου". Ο Ιησούς Χριστός ζήτησε απ' τον Ιωάννη να Τον βαπτίσει, μα ο Άγιος, αναγνωρίζοντας ποιόν έχει απέναντί του, αρνείται λέγοντας ότι ο ίδιος έχει ανάγκη να τον βαπτίσει ο Ιησούς Χριστός και ότι δεν τολμά αυτός να Τον βαπτίσει. Και τότε ο Ιησούς του λέει έτσι πρέπει να γίνει για να εκπληρώσει κάθε εντολή του Θεού και να πληρωθεί η θεία οικονομία για την σωτηρία του ανθρώπου. Τότε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτισε τον Ιησού Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού. Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος όσους βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνη, τους έβαζε όσο βρισκόντουσαν μέσα στον ποταμό να εξομολογούνται τις αμαρτίες τους. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει ότι ο Ιησούς Χριστός όταν βαπτίστηκε βγήκε αμέσως απ' το νερό του Ιορδάνη, για να μας θυμίσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αναμάρτητος και, σε αντίθεση με τους άλλους που βάπτιζε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Χριστός δεν είχε καμία αμαρτία να εξομολογηθεί και έτσι βγήκε κατευθείαν. Άνοιξαν οι Ουρανοί και κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα με μορφή περιστεράς και ακούστηκε φωνή απ' τους ουρανούς που είπε "Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός" με τον οποίο θα γίνει η σωτηρία των ανθρώπων, φανερώνεται ο Πατήρ και δίνει μαρτυρία για τον Υιό.
Φανερώνονται λοιπόν έτσι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και επιπλέον με την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος πάνω από τον Ιησού, παρατηρεί ο άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, δεν αφήνεται περιθώριο σε κάποιον απ' τους παρευρισκόμενους να θεωρήσει λανθασμένα ότι ο Μεσσίας είναι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και όχι ο Ιησούς Χριστός.
Ακόμη ο άγιος Δαμασκηνός αναφέρει ότι το Άγιο Πνεύμα

εμφανίστηκε με μορφή περιστεράς επειδή όπως περιστέρι
είχε δείξει στον Νώε το τέλος του κατακλυσμού, έτσι τώρα
με την Βάπτιση του Χριστού και την εμφάνιση του Αγίου
Πνεύματος "εν είδει Περιστεράς" μπαίνει τέλος στον
κατακλυσμό των αμαρτιών.
Ένας επιπλέον λοιπόν λόγος για την Βάπτιση του Ιησού
Χριστού ήταν να μάθουν οι πιστοί το μυστήριο του
Βαπτίσματος και της Εξομολόγησης. Σχετικά με το Βάπτισμα
διαβάζουμε επίσης στο κατά Ιωάννη ευαγγέλιο γ:5 "Αμήν
λέγω σοι, εάν μη τις γεννηθή δι' ύδατος και Πνεύματος,
ου μη εισέλθη εις την βασιλείαν των ουρανών" (εάν
κάποιος δεν αναγεννηθή με νερό και Άγιο Πνεύμα δεν
μπορεί να μπει στον Παράδεισο) και στις πράξεις των
Αποστόλων α:5 "ότι Ιωάννης μεν εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Αγίω" (ο Ιωάννης ο Πρόδρομος βάπτιζε με νερό μόνο, εσείς πρέπει να βαπτίζεστε με το Πνεύμα το Άγιο).
Μας λένε ακόμη οι Πατέρες της Εκκλησίας ότι με το Βάπτισμα ο άνθρωπος ντύνεται έναν κατάλευκο χιτώνα. Με τις αμαρτίες που κάνουμε λερώνουμε αυτόν τον χιτώνα, αλλά υπάρχει κι άλλο ένα μυστήριο - η Εξομολόγηση.
Πρέπει λοιπόν με ειλικρινή Εξομολόγηση στον Πνευματικό
μας και με μετάνοια να προσπαθούμε να καθαρίζουμε τον
χιτώνα της ψυχής μας. Ο άγιος Δαμασκηνός Στουδίτης
σημειώνει ότι με τα Θεοφάνεια φωτίζονται οι άνθρωποι κι
όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, η εορτή
λέγεται και Φώτα ή Φώτισμα επειδή "φωτίζει και
λαμπραίνει την ψυχή του ανθρώπου και την γλυτώνει από το
σκοτάδι της αιώνιας κόλασης". Επίσης ανήμερα Θεοφάνεια
βαπτίζονταν και οι κατηχούμενοι, παίρνοντας κι αυτοί το
φως του Χριστού.
Όλοι οι άνθρωποι όταν γεννιούνται βαρύνονται με το Προπατορικό Αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας. Με την Βάπτισή του ο Χριστός, έδειξε στους ανθρώπους πώς να ελευθερώνονται και από αυτήν και απ' τις υπόλοιπες αμαρτίες. Γράφει ο άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης "το
Βάπτισμα είναι κλειδί της Βασιλείας των Ουρανών, το Βάπτισμα είναι φωτισμός της ψυχής του ανθρώπου, το Βάπτισμα είναι αγιασμός και λαμπρότης των ανθρώπων, το Βάπτισμα είναι ζωή και σωτηρία των Χριστιανών ... το Βάπτισμα είναι δεύτερη πλάση των ανθρώπων κι όταν βαπτίζεται ο άνθρωπος γίνεται αναμάρτητος όπως όταν τον είχε πλάσει ο Θεός εξαρχής".
Τέλος με την Βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό
αγιάζονται τα ύδατα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὅτε τῇ ἐπιφανείᾳ σου ἐφώτισας τὰ σύμπαντα, τότε ἡ ἀλμυρὰ τῆς ἀπιστίας θάλασσα ἔφυγε, καὶ Ἰορδάνης κάτω ῥέων ἐστράφη, πρὸς οὐρανὸν ἀνυψῶν ἡμᾶς. Ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου, συντήρησον Χριστὲ ὁ Θεός, πρεσβείες τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’.
Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γάρ Γεννήτορος ἡ φωνή προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱόν ὀνομάζουσα· καί τό Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανείς Χριστέ ὁ Θεός, καί τόν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον.
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τὸ φῶς σου Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνούντάς σε· Ἦλθες, ἐφάνης, τό Φῶς τὸ ἀπρόσιτον.

Μεγαλυνάριον
Ἄφεσιν πηγάζων τοῖς ἐξ Ἀδάμ, ὁ τῆς ἀφθαρσίας, ἀνεξάντλητος ποταμὸς, ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, βαπτίζεται θελήσει· ἀντλήσωμεν οὖν πάντες, ὕδωρ σωτήριον.

Πηγή: http://makrigiannisvoice.blogspot.com/



† Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας (01 Ιανουαρίου)

Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς με δυνατό χριστιανικό φρόνημα, έμελλε να γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος και κορυφαίος θεολόγος και Πατέρας της Εκκλησίας, αφού η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή, παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του έργο.
 
Ο πατέρας του Βασίλειος ήταν καθηγητής ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων. Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Όσιος Ναυκράτιος ασκητής και θαυματουργός, η Οσία Μακρίνα και ο Άγιος Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας. 
Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία, ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Άγίου, και μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
 
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα, προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις σπουδές τους, είχαν  ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν  χριστιανικές συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
 
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του 356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους.  Όταν γύρισε στο Πόντο από το ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας την Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ. τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Ευσεβίου και σε ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού. Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), επικοινωνώντας μέσω επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στον τόπο του ,στην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών. Από τις επιστολές του  φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.
 
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.
 
Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έτσι το όραμά του το έκανε πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και φιλανθρωπικό σύστημα, τη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Ήταν ένα πρότυπο και σε άλλες επισκοπές  και στους πλουσίους ένα μάθημα να διαθέτουν τον πλούτο τους με ένα αληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού η έμπνευση που είχε ο Άγιος Βασίλειος ,τον 4ο αιώνα μ.Χ. να ιδρύσει και να λειτουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα - πρότυπο.
 
Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς ,εναντίον των διαφόρων κακοδοξιών και ειδικά της αιρέσεως του Αρειανισμού, μη διστάζοντας πολλές φορές να αντιταχθεί με την εκάστοτε πολιτική εξουσία, με όπλα του την πίστη και την προσευχή, με τα κηρύγματα και τους λόγους του, με τα πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα, καθώς και την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση, είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου.  Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας.
 
Με σοφία, στο απολυτίκιο του αναφέρεται η φράση «... τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας...». Και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο Βασίλειο, αποδίδει σ' αυτόν, με την ποιητική και βαθιά στοχαστική ματιά του, το χαρακτηρισμό «παιδαγωγός της νεότητος»
 
Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των άλλων θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή  και κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας Λειτουργίας  του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το χρόνο:

την 1η Ιανουαρίου (όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.

Λίγα θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του Αγίου

Ιουλιανός ο Παραβάτης

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης,  ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.

Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.

Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες  να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.

Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη  αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.

Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων Ιουλιανός φονεύθηκε.

Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.


Ουάλης

Μετά τον Ιουλιανό τον παραβάτη, βασίλευσε ο θεοσεβής Ιοβιανός μόνο για ένα χρόνο και κατόπιν τη βασιλεία παρέλαβαν ο Ουαλεντιανός και ο αδελφός του Ουάλης που ήταν αιρετικός, οπαδός του Αρειανισμού και διώκτης των Ορθοδόξων Χριστιανών. Ο Ουάλης αφού πήρε με το μέρος του όλους τους επισκόπους, θέλησε να κάμψει και τον Μέγα Βασίλειο που έμαθε ότι ήταν ανένδοτος. Έστειλε δύο δικούς του ανθρώπους, οι οποίοι με απειλές προσπάθησαν να αποδεχθεί ο Άγιος τις αιρετικές και βλάσφημες δοξασίες του Αρείου. Ο ένας, μάλιστα ο άρχοντας Μόδεστος αφού γύρισε άπραγος στον βασιλιά του είπε ότι, ευκολότερο είναι να μαλακώσει κανείς το σίδηρο παρά την γνώμη του Βασιλείου. Ακούγοντας αυτά ο βασιλιάς Ουάλης θέλησε να πάει ο ίδιος στον Μέγα Βασίλειο. Αυτό και έκανε. Ήταν η μεγάλη εορτή των Θεοφανείων, όταν έφθασε ο βασιλιάς στον Ναό. Εκεί είδε την τάξη και την ησυχία των Χριστιανών που παρακολουθούσαν, τον Άγιο Βασίλειο να τους διδάσκει, σεμνός, απέριττος, με λόγο δυνατό, γεμάτο σοφία και χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο βασιλιάς έδειξε να μετανιώνει κι αφού μίλησε με τον Άγιο, έφυγε.

Οι Αρειανοί Αρχιερείς, όμως και πάλι μετέβαλαν τη γνώμη του βασιλιά και τον έπεισαν να εξορίσει τον Άγιο. Όρισε τότε ο βασιλιάς να συντάξουν ένα κείμενο με την απόφαση της εξορίας του Αγίου. ‘Ομως, βλέποντας ότι το χέρι εκείνου που θα έγραφε την απόφαση της εξορίας, ξεράθηκε και το ίδιο του το παιδί αρρώστησε βαριά, κάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί. Και κείνος μόνο που είδε το παιδί το ίασε. Και τον Μόδεστο, ακόμη γιάτρευσε που και κείνος κινδύνευε  να πεθάνει. Αυτά είδε ο βασιλιάς και γύρισε στο θρόνο του.

Ο βασιλιάς Ουάλης αργότερα, θέλησε να χωρίσει την επαρχία της Καππαδοκίας σε δύο επαρχίες, με έδρα την Καισάρεια στη μία και τα Τύανα στην άλλη. Οι επίσκοποι αιρετικοί όπως ήταν βρήκαν ευκαιρία, γιατί συνέχεια φιλονικούσαν με τον Άγιο Βασίλειο να χωρίσουν και τις Μητροπόλεις σε δύο, ορίζοντας δικό τους Μητροπολίτη στα Τύανα. Τότε ο Άγιος με ταπείνωση τους είπε ότι η Εκκλησία δεν έχει υποχρέωση να ακολουθεί την βασιλεία, αλλά η βασιλεία την Εκκλησία, ούτε είναι πρέπον να χωρίζουν οι Μητροπολίτες, οι μιμητές του Χριστού επειδή χώρισαν οι έπαρχοι. Δεν τον άκουσαν όμως οι επίσκοποι και όρισαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Άνθιμον. Κι όχι μόνο αυτό αλλά έκλεψαν και κάποια κτήματα του Ναού του Αγίου Ορέστου που ήταν στη δικαιοδοσία του Αγίου Βασιλείου. Ο Άγιος ως μιμητής Χριστού, ειρήνευσε και αρκέσθηκε στην επαρχία της Καισαρείας. Βλέποντας ο Θεός την υπομονή του, σύντομα τιμώρησε τον Μητροπολίτη Τυάνων  Άνθιμον και ενώθηκαν και πάλι οι επαρχίες. Τότε είναι καθώς λένε ότι χειροτόνησε ο Άγιος Βασίλειος τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο Επίσκοπο στα Σάσιμα.

Αργότερα πάλι, με περίσσιο θράσος οι Αρειανοί επίσκοποι και με την άδεια του βασιλιά Ουάλη εκδίωξαν τον Ορθόδοξο Αρχιερέα της Νίκαιας και τους Χριστιανούς της πόλης και κατέλαβαν τον Μητροπολιτικό Ναό. Τότε έδρασε γι' άλλη μια φορά ο Μέγας αυτός Άγιος της Εκκλησίας μας και αφού πήρε την άδεια του βασιλιά να διευθετήσει όπως αυτός ήθελε με τον τρόπο του, αρκεί να είναι δίκαιος και για τα δύο μέρη, έφθασε στη Νίκαια και είπε να σφραγίσουν τον Ναό και οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί και αφού προσευχηθούν πρώτα οι οπαδοί του Αρείου, εάν ανοίξουν οι πύλες να πάρουν αυτοί τον Ναό, εάν όμως όχι να προσευχηθούν οι Ορθόδοξοι και εάν ανοίξουν οι πύλες να τους δοθεί και πάλι ο Ναός εάν όχι να πάει στους Αρειανούς. Συμφώνησαν όλοι και περισσότερο οι Αρειανοί αφού πλεονεκτούσαν στη περίπτωση που δεν άνοιγαν οι πύλες. Έτσι κι έγινε. Προσευχήθηκαν πρώτα οι Αρειανοί, για τρεις ημέρες. Πώς να τους ακούσει ο Υιός του Θεού, όταν αυτοί τον υβρίζουν; Οι πύλες και βέβαια έμειναν κλειστές. Μετά προσευχήθηκαν οι Ορθόδοξοι με τον Άγιο Βασίλειο στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Διομήδους, που ήταν κοντά στον Μητροπολιτικό Ναό. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος με όλο το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών πήγαν στο Μητροπολιτικό Ναό και όταν ακούσθηκε  ο Μέγας Βασίλειος να λέει «Ευλογητός ο Θεός των Χριστιανών εις τους αιώνας των αιώνων», έσπασαν οι μοχλοί και οι κλειδαριές και οι πύλες άνοιξαν. Μετά από αυτό το θαύμα ο Ναός επανήλθε στους Ορθοδόξους και πολλοί από τους πιστούς του Αρείου έγιναν Ορθόδοξοι.

 

Οσιος Εφραίμ ο Σύρος

  Μαθαίνοντας ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος, τα θαύματα του Αγίου Βασιλείου, παρακάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει ποιος είναι ο Άγιος. Είδε τότε στήλη πυρός που έφθανε μέχρι τον ουρανό και άκουσε μια φωνή να λέει «Εφραίμ, Εφραίμ, καθώς την πυρίνην ταύτην στήλην, τοιούτος είναι ο Μέγας Βασίλειος». Τότε γρήγορα έφυγε από την έρημο παίρνοντας μαζί του ένα διερμηνέα που να μιλάει την Ελληνική και Συριακή γλώσσα και πήγε να βρει τον Άγιο Βασίλειο. Έφθασε την ημέρα της εορτής των Θεοφανείων, όταν την ώρα εκείνη λειτουργούσε ο Μέγας Βασίλειος και βλέποντας ο Όσιος Εφραίμ τα λαμπρά και πολύτιμα άμφια τα οποία φορούσε ο Άγιος Βασίλειος, θέλησε να φύγει γιατί νόμιζε ότι μάταια πήγε. Τότε έστειλε, ο Άγιος Βασίλειος ένα διάκονο να βρει στη δυτική πύλη τον Όσιο Εφραίμ και να τον φέρει στο ιερό. Ο Όσιος δεν θέλησε να πάει λέγοντας στον διάκονο, ότι μάλλον πλανήθηκε ο Αρχιερέας, γιατί αυτοί είναι ξένοι. Έστειλε πάλι τον διάκονο ο Άγιος Βασίλειος λέγοντας του να του πει «Κύριε Εφραίμ, ελθέ εις το Άγιον Βήμα, διότι σε καλεί ο Αρχιεπίσκοπος». Κατάλαβε έτσι ο Όσιος ότι στήλη πυρός ήταν ο Μέγας Βασίλειος και πήγε στο Άγιο Βήμα και αφού τον ασπάσθηκε συνομίλησε μαζί του για πνευματικά θέματα και θεία νοήματα.

Μια χάρη σου ζητώ, Άγιε Δέσποτα του είπε μέσω του διερμηνέα του ο Όσιος εφραίμ, να προσευχηθείς στον Κύριο μας να μου χαρίσει το Πανάγιο Πνεύμα την δύναμη να μιλήσω Ελληνικά. Προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος μαζί με τον Όσιο Εφραίμ και να το θαύμα. Ο Όσιος πραγματικά μίλησε Ελληνικά. Κατόπιν ο Άγιος Βασίλειος εχειροτόνησε τον Όσιο Εφραίμ Ιερέα και τον διερμηνέα του Διάκονο.

 

Μιμητής Χριστού

Όταν κάποτε παρατήρησε τον τοπικό άρχοντα για μία αδικία που έκανε σε μια χήρα γυναίκα, κι αφού ο άρχοντας δεν συμμορφώθηκε, αναγκάσθηκε ο Άγιος να του πει, ότι όπως έμενε ασυγκίνητος στις εκκλήσεις αυτής της αδικημένης γυναίκας έτσι κάποιοι θα μένουν ασυγκίνητοι όταν αυτός ο ίδιος θα έχει την ανάγκη τους. Έτσι έγινε όταν ο βασιλιάς του έδειξε την οργή του, οδηγώντας τον σιδηροδέσμιο οι στρατιώτες του στις πόλεις για να πληρώσει τις αδικίες που είχε κάνει. Τότε κατάλαβε την πρόρρηση του αγίου και παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και  τον Θεό να τον λυπηθεί. Ο αμνησίκακος Άγιος προσευχόμενος στον Θεό και μόνο με την ευχή του ηρέμησε το βασιλιά και μετά από έξι μέρες αφ' ότου ο δυστυχής άρχοντας παρακάλεσε τον Άγιο Βασίλειο έφθασε γράμμα από το βασιλιά όπου τον ελευθέρωνε. Μ' αυτό τον τρόπο συνετίσθηκε ο άρχοντας κι αναγνώρισε την καλωσύνη του Αγίου τον οποίο κι ευχαρίσθησε. Και στη γυναίκα που είχε αδικήσει έδωσε διπλάσιο το ποσό.

     Προς το τέλος της επίγειας πορείας του, καθώς μετέβαινε στην Εκκλησία, μία αμαρτωλή γυναίκα έπεσε στα πόδια του ρίχνοντας ένα γράμμα στο οποίο έγραψε τις αμαρτίες της, γιατί ντρεπόταν η ίδια να τις ξεστομίσει και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το διαβάσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες της. Ο Άγιος την παρηγόρησε, και είπε ότι μόνο ο Κύριος συγχωρεί τις αμαρτίες μας. Φιλεύσπλαχνος, όπως ήταν, κρατούσε το γράμμα σ' όλη τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Στο τέλος κάλεσε τη γυναίκα και της επέστρεψε το γράμμα. Εκείνη μόλις το άνοιξε δεν βρήκε τίποτε γραμμένο, παρά μόνο ένα σημείο όπου αναφέρει ένα θανάσιμο αμάρτημά της. Κλαίγοντας πάλι τον παρακαλούσε να την λυπηθεί και να προσευχηθεί και πάλι στο Θεό να τη συγχωρήσει. Ο Άγιος Βασίλειος τότε της είπε να πάει αμέσως στην έρημο να βρει τον Όσιο Εφραίμ και να δεηθεί αυτός, στον Θεό για το αμάρτημα της. Η γυναίκα χωρίς να χρονοτριβήσει με την ευχή του Αγίου πήγε αμέσως στην έρημο. Εκεί βρήκε τον Όσιο Εφραίμ κι αφού του διηγήθηκε την ιστορία της, τον παρακάλεσε θερμά.
     Ο Όσιος όμως της αρνήθηκε, λέγοντας της να πάει στον Άγιο Βασίλειο όπου οι δικές του δεήσεις έσβησαν τις αμαρτίες της έτσι αυτός πάλι μπορεί να δεηθεί στον Κύριο και για τη μία αμαρτία που έμεινε. Να το κάνει σύντομα όμως γιατί ο Άγιος σε λίγο πεθαίνει. Εκείνη μόλις το άκουσε έφυγε τρέχοντας να προλάβει ζωντανό τον Άγιο. Όταν έφθασε, όμως η δύστυχη βρήκε το φέρετρο του και πλήθος κόσμου πάνω του. Έκλαιγε και φώναζε, ρίχνοντας το γράμμα στα πόδια του Αγίου είπε σε όλους την ιστορία. Κλαίγοντας έλεγε ότι ο Άγιος μπορούσε να δεηθεί και γι' αυτή την αμαρτία αλλά την έστειλε σε άλλον. Ένας Ιερέας τότε θέλησε να δει στο γράμμα για ποια αμαρτία μιλούσε η γυναίκα. Και τότε να το θαύμα. Δεν υπήρχε στο γράμμα τίποτε γραμμένο.
     Κατά την τελευταία μέρα πάλι της ζωής του ο Άγιος και Μέγας Βασίλειος έκανε Χριστιανό τον Εβραίο γιατρό και φίλο του Ιωσήφ καθώς και όλη του την οικογένεια  με θαυμαστό τρόπο. Αφού ο γιατρός τον επισκέφθηκε, ρώτησε ο Άγιος να του πει πόσες ώρες του μένουν. Αυτός πιάνοντας τον σφυγμό του, του είπε ότι μένουν λίγες ώρες, κι ότι στη δύση του ηλίου θα πεθάνει. Ο Άγιος τότε του είπε ότι αν ζήσει μέχρι την επόμενη ημέρα τι θα κάνει. Ο Ιωσήφ του είπε ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο να πεθάνει ο ίδιος. Καλά το λες του είπε ο Άγιος να πεθάνεις την αμαρτία και να ζήσεις εν Χριστώ. Δέχθηκε ο Ιωσήφ γιατί ήταν αδύνατο με τους φυσικούς νόμους να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Όταν έφυγε ο Εβραίος, προσευχήθηκε ο Άγιος Βασίλειος στον Θεό να του παρατείνει τη ζωή και για να δώσει την πραγματική ζωή στο φίλο του Ιωσήφ και στην οικογένεια του και για να προλάβει να έρθει εκείνη η δυστυχισμένη γυναίκα, που έστειλε στην έρημο στον Όσιο Εφραίμ. Ο Θεός άκουσε τη δέηση του αγαπημένου δούλου του. Την επόμενη ημέρα το πρωΐ ζήτησε να του φέρουν τον Εβραίο γιατρό. Εκείνος αμέσως πήγε στο σπίτι του Αγίου νομίζοντας ότι θα τον βρει νεκρό. Βλέποντας όμως ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ζωντανός χωρίς καν σφυγμό και ζωή στις φλέβες του έπεσε στα πόδια του κι αναγνώρισε τον αληθινό Θεό και Σωτήρα Ιησού Χριστό. Σε λίγο ο ίδιος ο Άγιος βάπτισε τον Ιωσήφ με το όνομα Ιωάννη και όλη του την οικογένεια.
     Γύρω στις δέκα ρώτησε πάλι ο Άγιος τον φίλο του «Κύριε Ιωάννη πότε θα πεθάνω;» κι εκείνος του απάντησε «όταν ορίσεις εσύ Δέσποτα»


Η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου

Κατανοώντας ο Άγιος Βασίλειος τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί και στον κλήρο και στο λαό, να παρακολουθήσουν την μακρά Θεία Λειτουργία και τις ευχές προς τον Θεό, στην όλη ακολουθία του Αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου, παρακάλεσε τον Κύριο με νηστεία και προσευχή να του φανερώσει τον τρόπο να βοηθήσει τους πιστούς. Ο τρόπος, θαυμαστός, όπως μόνο σε έναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα και Άγιο της Εκκλησίας θα ταίριαζε. Σε οπτασία, λοιπόν, είδε ο Άγιος, ο σοφότατος  Βασίλειος, τον Κύριο με τους Αποστόλους, να τελεί την Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τις ευχές όχι όπως ακριβώς είναι γραμμένες στη Θεία λειτουργία του αδελφοθέου Ιακώβου, αλλά συντετμημένες με τέτοιο τρόπο, όπως τις συνέθεσε κατόπιν ο Άγιος στη Θεία Λειτουργία του.


Απολυτίκιο. Ήχος α'.
Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου,
ως δεξαμένην τον λόγον σου
δι' ου θεοπρεπώς εδογμάτισας,
την φύσιν των όντων ετράνωσας,
τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας,
Βασίλειον ιεράτευμα, Πάτερ όσιε,
Χριστόν τον Θεόν ικέτευε,
δωρήσθαι ημίν το μέγα έλεος. 

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/