Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος αδελφός Ιωάννου του Θεολόγου (30 Απριλίου)


Ὡς ἀμνὸς Ἰάκωβος ἀχθεὶς ἐσφάγη, Τῆς εὐσεβείας μηρυκίζων τοὺς λόγους. Κτεῖνε, μάχαιρα φόνου, Ἰάκωβον ἑνὶ τριακοστῇ.

Βιογραφία Ο Απόστολος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και πρεσβύτερος αδελφός του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Καταγόταν κι αυτός από την Βησθαϊδά της Γαλιλαίας. Ασχολούνταν με την αλιεία μαζί με τον Ιωάννη, έχοντας και οι δύο μαζί τους και τον πατέρα τους, καθώς και πολλούς εργάτες. Είχαν δικό τους πλοίο και συνεργάτης τους ήταν και ο Απόστολος Πέτρος. Παρ' όλα αυτά όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ» ( Μαρκ. 1, 20). Ο Ιάκωβος μαζί με τον Ιωάννη επέδειξαν μεγάλο ζήλο ως Μαθητές του Κυρίου. Γι' αυτό και εκλήθησαν υιοί βροντής και έγιναν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα εβίωσαν οι άλλοι Απόστολοι. Έγιναν αποκλειστικοί μάρτυρες της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της θυγατέρας του αρχισυνάγωγου Ιάρειου και είχαν την ευλογία να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της προσευχής και της αγωνίας Του στο κήπο της Γεσθημανή. Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους από τον Κύριο πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία. Οι δύο Μαθητές εζητούσαν από τον Χριστό δόξα με ανθρώπινα κριτήρια, έχοντας κατά νου ότι η Βασιλεία Του είναι αισθητή. Ο Χριστός όμως, διορθώνοντας την εσφαλμένη δοξασία τους, υποδεικνύει την πραγματική και αιώνια δόξα, η οποία διέρχεται μέσα από το «ποτήριον», που είναι τα Πάθη και ο Σταυρός. Γι' αυτό τους λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;». Μετά την Πεντηκοστή ο Απόστολος Ιάκωβος εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρεφόταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Ιακώβου. Αυτό εθορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το έτος 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’.

Ἀπόστολε ἅγιε Ἰάκωβε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον

Ἦχος β’. Τά ἄνω ζητῶν.

Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετά καί τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ᾽ οὗ καὶ ἠξιώθης ἰδεῖν, Κυρίου τήν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Κάθισμα

Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.

Χριστῷ μαθητευθείς, καὶ πιὼν τὸ ἐκείνου, ποτήριον σοφέ, ὥσπερ ἔφη σοι μάκαρ, μαχαίρᾳ Ἰάκωβε, ἀπεκτάνθης Ἀπόστολε· ὅθεν ἅπασα, ἡ Ἐκκλησία χορεύει, ἑορτάζουσα, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἐν ᾗ εὐφημοῦμέν σε.

Ὁ Οἶκος

Ὡς ἁλιεὺς λογικῶν ἰχθύων, τῷ δικτύῳ Τρισμάκαρ τῶν σεπτῶν εὐχῶν βυθοῦ πταισμάτων ἀνάγαγε τὴν ταπεινήν μου ψυχήν, τὴν πάλαι ὑφ' ἡδονῶν θηρευθεῖσαν τῶν τοῦ βίου ἵνα ἀκλινῶς διελθὼν τὸν ὑπόλοιπον χρόνον μου, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, καὶ δοξάσω τὸν βίον τὸν ἄμεμπτον, ὃν ἐκτελέσας ἐπὶ τῆς γῆς, ἠξιώθης ἐπ' ὄρους θεάσασθαι, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.

Μεγαλυνάριον

Ἡ τῶν ἀπορρήτων θεία βροντή, ὁ ἐν Θαβωρίῳ, ἐπακούσας φωνῆς Πατρός, καὶ βροντοφωνήσας, ἡμῖν τὴν σωτηρίαν, Ἰάκωβος ὁ μύστης, Χριστοῦ ὑμνείσθω μοι.

Πηγή: http://www.saint.gr/

† Οι Άγιοι Εννέα Μάρτυρες εν Κυζίκω (28 Απριλίου)


Οι Άγιοι εννέα Μάρτυρες της Κυζίκου ήταν: ο Θεόγνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδουλος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμονας, όπου κατάγονταν από διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν όλοι μαζί στη Κύζικο την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον τοπικό άρχοντα με μεγάλο θάρρος και θαυμαστή γενναιότητα υπερασπίστηκαν την πίστη τους στο Χριστό. Για το λόγο αυτό και για να καμφθεί το ηθικό τους ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί χωρίς νερό και ψωμί προσεύχονταν και δοξολογούσαν τον Κύριό τους Ο Οποίος τους αξίωσε να υποφέρουν για Εκείνον και ο ένας έδινε θάρρος στον άλλο. Όταν ο άρχοντας καθώς αυτοί βρίσκονταν στη φυλακή τους ρώτησε για τελευταία φορά αν ακόμα πιστεύουν στο Χριστό όλοι «εν ενί στόματι και μία καρδία» του απάντησαν ότι προτιμούν το μαρτύριο από το να αρνηθούν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Οργησμένος ο άρχοντας διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό τους. Έτσι και οι εννέα Άγιοι, παρέδωσαν Μαρτυρικά τη ψυχή τους στον Κύριο.

Απολυτίκιο: Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Θείας πίστεως, τὴ συμφωνία, ἐννεάριθμος, Μαρτύρων δῆμος, ἐν Κυζίκῳ ἱερῶς ἠνδραγάθησε, τὸν γὰρ Ὑπέρθεον Λόγον κηρύξαντες, ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς ἀμνοὶ σφαγιάζονται, ὅθεν ἄφεσιν, αἰτοῦνται ἠμὶν καὶ ἔλεος, τοὶς μέλπουσιν αὐτῶν τὴν θείαν ἄθλησιν.

Πηγή: http://www.agioritikovima.gr/

† Η Αγία Ελισάβετ η Θαυματουργή (24 Απριλίου)


Ἐλισάβετ, λιποῦσα γῆν, Θεοῦ Λόγε, Καλὴ καλὸν βλέπει σε νύμφη νυμφίον. Εἰκάδι καί γε τετάρτῃ ἀπῆρε πόλονδε Ἐλισαβέτεια.

Βιογραφία Η Οσία Ελισάβετ καταγόταν από την Ηράκλεια της Θράκης και έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Οι γονείς της, Ευνομιανός και Ευφημία, ήταν ξακουστοί και ονομαστοί, φημισμένοι για τα πλούτη τους και περίφημοι για την αρετή τους. Κατοικούσαν κοντά στην Ηράκλεια, στον τόπο που από παλιά ονομαζόταν Θρακοκρήνη και αργότερα Αβυδηνοί. Ζούσαν με ευσέβεια έχοντας ως πρότυπο τον Ιώβ. Ποθώντας δε με πάθος να μιμηθούν την φιλοξενία του Αβραάμ, απλόχερα βοηθούσαν όλους, όσοι είχαν ανάγκες υλικές.
Όμως είχαν περάσει δεκαέξι χρόνια από τότε που νυμφεύθηκαν και ήταν ακόμη άτεκνοι. Γι' αυτό παρακαλούσαν αδιάκοπα τον Θεό να τους χαρίσει ένα παιδί, διάδοχο του γένους τους και κληρονόμο του πλούτου τους. Ο Κύριος, που ικανοποιεί τα αιτήματα των πιστών Του, άκουσε με ευμένεια τη δέησή τους και δεν παρέβλεψε την προσευχή τους.
Υπήρχε στον τόπο εκείνο ένα παλαιό έθιμο να συγκεντρώνονται οι Χριστιανοί στην μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (τιμάται 13 Μαΐου) και να εορτάζουν μια ολόκληρη εβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν εκεί μαζί με τους άλλους Χριστιανούς και οι γονείς της Οσίας. Έκαναν λιτανείες και ολονύκτιες δοξολογίες και επισκέπτονταν τους ναούς της πόλεως, που σε αυτούς φυλάσσονταν τα ιερά λείψανα των σαράντα Αγίων Γυναικών, του διακόνου Αμώς (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου) και πολλών άλλων Αγίων. Λιτάνευαν τότε και την πολυσέβαστη κάρα της Αγίας Γλυκερίας. Όμως κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, την οποία τελούσε ο Επίσκοπος της πόλεως Λέων, ο πατέρας της Ελισάβετ, Ευνομιανός, έβλεπε την αγία κάρα πότε να χαμογελά και πότε να λυπάται. Αυτό το θεώρησε ως σημείο της πίστεώς του στη Μάρτυρα και η ψυχή του γέμισε με χαρά και λύπη μαζί. Μαζί με την σύζυγό του ικέτευσαν την αθληφόρο Αγία, να λύσει τα δεσμά της στειρώσεώς τους και να τους χαρίσει ένα παιδί. Έτσι, όταν τους πήρε για λίγο ο ύπνος, ο Ευνομιανός είδε σε όνειρο την Αγία Γλυκερία, η οποία του είπε: «Γι' αυτό μου δημιουργείς κόπους, άνθρωπέ μου, και μου ζητάς αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να σου δώσει; Όμως, εάν στ' αλήθεια δίνεις τον λόγο σου πως θ' αποκτήσετε καρδιά και πνεύμα ταπεινό και πως ποτέ δεν θα καυχιέσαι σε βάρος των άλλων, ευχή κάνω να σου δώσει με τις πρεσβείες μου ο μεγαλόδωρος Κύριος, το γρηγορότερο, ένα κορίτσι. Αυτό θα το ονομάσεις Ελισάβετ, γιατί θα αναδειχθεί όμοια στην ψυχή με την μητέρα του Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτισθού».
Ο πατέρας της Οσίας συμφώνησε ότι θα κάνε αυτό που ζήτησε η Αγία Γλυκερία. Τότε εκείνη τον σφράγισε με το σημείο του Σταυρού και έφυγε. Η γυναίκα του συνέλαβε αμέσως και μετά από τη συμπλήρωση εννέα μηνών γέννησε κορίτσι.
Όταν η Ελισάβετ έγινε δώδεκα ετών, η μητέρα της έφυγε από την πρόσκαιρη ζωή. Μετά από τρία χρόνια έφυγε από την ζωή και ο πατέρας της. Η μακαρία Ελισάβετ απέμεινε ορφανή. Όμως αμέσως εμπιστεύθηκε τον εαυτό της στον Θεό και διακρίθηκε στη διακονία των φτωχών και των ελαχίστων αδελφών της. Χάρισε την περιουσία της στους φτωχούς και έτσι με τα χέρια τους την κατέθεσε στον Θεό, ενώ στους δούλους χάρισε την ελευθερία τους.
Έπειτα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Έφθασε στη μονή του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που είχε το όνομα «Μικρός Λόφος» και που ηγουμένη εκεί ήταν κάποια θεία από τον πατέρα της. Στη μονή αυτή απαρνήθηκε τα εγκόσμια και τις βιοτικές μέριμνες και εκάρη μοναχή. Ζούσε με σκληραγωγία, νηστεία και άσκηση και περπατούσε ανυπόδητη. Το σώμα της ποτέ δεν δέχθηκε να το πλύνει με νερό. Το διατηρούσε όμως καθαρό λούζοντάς το καθημερινά με τις αστείρευτες πηγές των δακρύων της. Έτσι έφθασε στα ύψη της αγιότητας και ο Άγιος Θεός την αξίωσε του προορατικού χαρίσματος και αυτού της θαυματουργίας.
Δύο χρόνια αργότερα η ηγουμένη της μονής έφυγε από την παρούσα ζωή, αφού όρισε διάδοχό της την Οσία Ελισάβετ, την οποία εγκατέστησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος Α' (458 - 471 μ.Χ.).
Η Οσία γέμιζε με φως αυτούς που με πίστη την πλησίαζαν. Κάποτε, την ώρα που ετελείτο η Θεία Λειτουργία στο ναό, είδε να αστράφτει ένα απερίγραπτο φως και το Πανάγιο Πνεύμα να κατέρχεται μετά τον Χερουβικό ύμνο μέσα στο Θυσιαστήριο και να καλύπτει τον ιερέα που στεκόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Η Οσία πλημμύρισε από θάμβος και έκπληξη. Όμως αυτό δεν το είπε σε κανένα, μέχρι που έφθασε ο καιρός της εκδημίας της στον Θεό. Όσο πλησίαζε η ώρα της, ο πόθος της - όπως έλεγε - να δει την πατρίδα της, περίσσευε. Ήλθε λοιπόν στην Ηράκλεια και προσκύνησε τους εκεί σεπτούς ναούς των Αγίων. Και εκεί, στο ναό της Θεοτόκου, είδε σε όραμα την Παναγία, που την υποδέχθηκε. Το πρόσωπο της Θεοτόκου το αναγνώρισε σε εικόνα, όταν έφθασε στο ναό του Ιερομάρτυρα Ρωμανού. Η φωνή της Παναχράντου την κάλεσε να επιστρέψει στο μοναστήρι της, γιατί ο καιρός της κοιμήσεώς της ήταν κοντά. Έτσι η Οσία Ελισάβετ, αφού επέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε με ειρήνη. Το ιερό λείψανό της ενταφιάσθηκε στο ναό του Αγίου Γεωργίου, μένοντας ακέραιο και ανέπαφο.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ἐλισάβετ τό πνεῦμά σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Πηγή: http://www.saint.gr/

† Ο Άγιος Ευψύχιος που μαρτύρησε στην Καισαρεία (09 Απριλίου)


Ο Άγιος Ευψύχιος έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Αν και νιόπαντρος, αυτό δεν τον εμπόδισε να δείξει έμπρακτα τη μεγάλη αγάπη του στο Χριστό.
Στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, ο Ιουλιανός είχε κτίσει ένα είδωλο της θεάς Τύχης, που προσκυνούσαν κάθε μέρα επιδεικτικά οι ειδωλολάτρες. ο Ευψύχιος, αφού
πήρε μαζί του και μερικούς άλλους τολμηρούς νέους, πήγε και γκρέμισε το είδωλο. Όταν συνελήφθη, είπε στον αξιωματούχο ότι ο Ιουλιανός δεν έχει κανένα
δικαίωμα να ενεργεί ειδωλολατρικά πράγματα στη χριστιανική Καισαρεία. Βέβαια, ο Ευψύχιος εκ των προτέρων γνώριζε ότι η απόφαση θα ήταν καταδικαστική.
Πράγματι, οι συνεργάτες του καταδικάστηκαν σε βασανισμούς και εξορία. Ενώ ο ίδιος, σαν αρχηγός της πράξης, καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Έτσι,
ο Ευψύχιος κατατάχθηκε σ' εκείνη τη μερίδα των ανθρώπων, για την οποία ο Κύριος είπε: «Ο απολέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ευαγγέλιο
Ματθαίου, ι΄ 39). Εκείνος, δηλαδή, που θα χάσει τη ζωή του για την πίστη του σε εμένα, θα κερδίσει τη μακάρια και υψηλότερη ζωή.

Στίχος
Ἐκεῖ μετῆλθεν Εὐψύχιον τὸ ξίφος, Οὗ Χριστὸς ἦλθε, Καισαρείας εἰς μέρη. Φάσγανον ἀμφ' ἐνάτην Εὐψυχίου ἔκταμε λαιμόν.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Εὐψύχως ἤνυσας, δρόμον τὸν ἔνθεον, καὶ καταβέβληκας, ἐχθρὸν τὸν δόλιον, τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, παμμάκαρ ἐνδεδυμένος ὅθεν συνηρίθμησαι, τῶν Μαρτύρων
ταὶς τάξεσι, δόξαν αἰωνίζουσαν, κεκτημένος Εὐψύχιε. Ἀλλὰ μὴ διαλείπῃς πρεσβεύων, σώσαι ἠμᾶς τοὺς σὲ τιμώντας.

Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου
Ὡς εὐσεβείας θεόδμητον ἄγαλμα, τῆς ἀσεβείας καθεῖλες τὸ ἳδρυμα, καὶ εὒψυχος ὤφθης πρὸς ἄθλησιν, ἐν εὐψυχίᾳ τμηθείς τὸν αὐχένα σου· διό σε ὑμνοῦμεν Εὐψύχιε.

Μεγαλυνάριον
Ναὸν τῶν ἀψύχων Μάρτυς θεῶν, καθελὼν εὐψύχως, ὡς Τριάδος ἔμπνους ναός, πρὸς ναὸν τὸν ἄνω, μαρτυρικαῖς βαθμῖσιν, Εὐψύχιε ἀνῆλθες, ὡς Μάρτυς ἔνθεος.

Πηγή: http://xristianos.gr/

† Ο Άγιος Καλλιόπιος (07 Απριλίου)


Καλλιόπιος ἔμπαλιν παγεὶς ξύλῳ,
Τὸν ὀρθίως παγέντα δοξάζει Λόγον.
Ζωὴν Καλλιόπιος ἀγήρω ἑβδόμῃ εὗρεν.

Βιογραφία
Ο Άγιος Καλλιόπιος καταγόταν από την Πέργη της Παμφυλίας και έζησε στο χρόνια του μεγάλου διώκτου της Ορθοδοξίας Διοκλητιανού. Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα η ενάρετη όμως μητέρα του Θεόκλεια τον μεγάλωσε και τον γαλούχησε με τα αθάνατα ρήματα της χριστιανικής πίστης. Έτσι στην περίοδο των διωγμών ο νεαρός Καλλιόπιος όχι μόνο δε φοβήθηκε αλλά αντιθέτως εμψύχωνε και παρηγορούσε τους ολιγόψυχους. Όταν έφθασε στην περιοχή ο έπαρχος Μάξιμος και άρχισε να βασανίζει και να σκοτώνει πολλούς χριστιανούς ο Καλλιόπιος χωρίς κανένα δισταγμό αλλά με την τόλμη και παρρησία που τον διέκριναν παρουσιάσθηκε αυτοβούλως στον έπαρχο να τον προειδοποιήσει ότι θα λογοδοτήσει στο Θεό για τα εγκλήματά τα οποία διαπράττει εναντίον πιστών ανθρώπων. Έξαλλος ο έπαρχος διέταξε να τον συλλάβουν, να τον βασανίσουν και να τον κλείσουν στη φυλακή. Όταν μετά από λίγες ημέρες τον οδήγησαν και πάλι μπροστά στον έπαρχο και ο Καλλιόπιος παρά τις κακουχίες και τα βασανιστήρια με στεντόρεια φωνή ομολόγησε με θάρρος την πίστη του ο έπαρχος διέταξε την θανάτωσή του. Μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο κατά σύμπτωση την Μεγάλη Παρασκευή και έλαβε κατ' αυτό το τρόπο το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Η δε μητέρα του Θεόκλεια - κατά την παράδοση - αφού αγκάλιασε το σώμα του γιου της, επί τόπου ξεψύχησε και αυτή.

Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ρόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τὴ εὐπνοία τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου, οὐ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Ο Άγιος Ευτύχιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (06 Απριλίου)

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας. Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἡσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι ὁ Ἡσύχιος εἶχε τὸ ὀφφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.

Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.

Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἡγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς.

Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους. Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη.

Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἦλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων». Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσίτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» – καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς  διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστήρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.

Μετὰ ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγώνας του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγῳ τῶν δοξασιῶν του περὶ ἀναστάσεως σαρκός.

Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπίδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων.
Σώζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’ . Τὴν ὡραιότητα.
Βίον οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, λόγῳ καὶ πράξει βεβαιῶν, τὴν θείαν σοι χορηγίαν· ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως τῷ Κτίσαντι, ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράϊσμα, ἣν φύλαττε ταῖς σαῖς προστασίαις, πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐκληρίας χάριτας θεοδωρήτου, ἱερὲ Εὐτύχιε, ἀναβλυστάνεις δαψιλῶς, τοῖς ἐν αἰνέσει κραυγάζουσι· χαίροις Πατέρων φαιδρὸν ἀγαλλίαμα.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης εὐτυχίας πνευματικῆς, ἀμάραντον δένδρον, Ἱεράρχα καρποδοτοῦν, ἀμοιβῶν τὴν χάριν, ὥσπερ Ἀγγέλων βρῶσιν, Εὐτύχιε τρισμάκαρ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/

† Ο Άγιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος (03 Απριλίου)

Καταγωγή
Ο Όσιος Ιωσήφ, ο οποίος ονομάζεται και Υμνογράφος έζησε στα χρόνια του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου (829 - 842) και των διαδόχων αυτού Μιχαήλ Γ΄ (842 - 867) και
Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνος (867 - 886). Η καταγωγή του ήταν από την Σικελία, στην οποίαν γεννήθηκε το έτος 816. Το όνομα του μεν πατέρα του ήταν Πλωτίνος της δε μητέρας
του, Αγάθη.

Από μικρός στην άσκηση
Ήταν ο μακάριος, από τα μικρά του χρόνια, πολύ ευσεβής και πράος και ασχολιόταν με επιμέλεια στην μελέτη των θείων Γραφών. Επειδή όμως οι Αγαρηνοί οι οποίοι
αποβιβάσθηκαν στην Σικελία κατά το έτος 827 συν τω χρόνω κατελάμβαναν ολόκληρο το νησί, αυτό ο Όσιος, δεκαπενταετής τότε, κατέφυγε με την μητέρα του και τους αδελφούς
του στην Πελοπόννησο και από εκεί στην Θεσσαλονίκη όπου και έγινε Μοναχός και επιδόθηκε στους πνευματικούς αγώνες της ασκήσεως. Για κρεβάτι είχε την γη στρωμένη με
ένα δέρμα, τα δε ρούχα του ήταν πολύ πτωχικά. Η τροφή του ήταν λίγος άρτος και για ποτό το απλό νερό. Έκανε ολονύκτιες αγρυπνίες και πολλές ώρες έκανε γονατιστός
προσευχή. Είχε στο στόμα του συνεχώς ύμνους προς τον Θεό. Για εργόχειρο είχε την καλλιγραφία και διάβαζε τις θειες Γραφές. Εξαιτίας αυτών των κόπων έγινε ο αοίδιμος
πράος, σεμνός, μέτριος, απλός, άκακος. Έτσι, για τις αρετές του αυτές χειροτονήθηκε Ιερεύς.

Στη Κωνσταντινούπολη
Μετά από λίγο συνάντησε τον Άγιο Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη και ταξίδεψε με αυτόν στην Κωνσταντινούπολη, όπου για ένα διάστημα παρέμειναν και οι δύο έγκλειστοι στον Ναό
του Αγίου Ιερομάρτυρα Αντύπα. Εκεί ο Ιωσήφ παρέμεινε αγωνιζόμενος με σκληραγωγίες και άλλες κακουχίες του σώματος. Επειδή δε βλάστησε η χριστομάχος αίρεση των
εικονομάχων, γι αυτό παρακινηθείς από μερικούς ευσεβείς αναχώρησε κατά το έτος 841 για την Ρώμη.
Ενώ δε ταξίδευε προς την Ρώμη, τον απάντησαν πειρατικά πλοιάρια Κρητών, οι οποίοι οδήγησαν τον Όσιο αιχμάλωτο στην Κρήτη, όπου τον έριξαν στην φυλακή. Εκεί πάντοτε
δίδασκε αυτούς που τον επεσκέπτοντο, καθοδηγώντας τους στην οδό της σωτηρίας και της αρετής και με τους ψυχοφελείς του λόγους πολλούς γλύτωσε από τα χέρια του
διαβόλου.

Του φανερώνεται ο Άγιος Νικόλαος
Εκεί ευρισκόμενος του φανερώθηκε κάποιος ιεροπρεπής και σεβάσμιος άνδρας, ο οποίος ήταν ο Άγιος Νικόλαος και του λέγει: «Ἐγώ εἶμαι ἀπό τά Μύρα τῆς Λυκίας, ἦλθον δέ
πρός σέ διά νά σού δώσω τήν κεφαλίδα ταύτην (εἴδους χάρτου). Ὅθεν λάβε αὐτήν καί ἀναγνωθι». Αφού δε το πήρε ο Άγιος αμέσως διάβασε το έγγραφο και έψαλλε συγχρόνως
αυτά. «Τάχυνον ὁ οἰκτίρμων καί σπεῦσον ὡς ἐλεήμων εἰς τήν βοήθειαν ἠμῶν, ὅτι δύνασαι βουλόμενος». Αυτό δε που εννοούσε το άσμα αυτό, ω του θαύματος, αμέσως το
πρωί έγινε πραγματικότης, διότι αφού απέθανε τότε ο αρχηγός της εικονομαχίας Θεόφιλος, επανήλθε πάλι η του Χριστού Εκκλησία στον στολισμό και στην μεγαλοπρέπεια των
σεπτών και αγίων Εικόνων, αυτοί δε οι Πατέρες, που ήσαν εξόριστοι, ανεκλήθηκαν από την εξορία και επέστρεψαν στις Μονές τους. Τότε λοιπόν και ο Όσιος Ιωσήφ, αφού
ελευθερώθηκε από την φυλακή στην Κρήτη, επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη κατά το έτος 842.

Το θείον χάρισμα
Επειδή δε ο Άγιος έλαβε από κάποιον Χριστιανό μέρος του τιμίου Λειψάνου του μεγάλου Αποστόλου Βαρθολομαίου και έκτισε μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη Ναό στο
όνομα του Αγίου τούτου Αποστόλου, γι αυτό φρόντισε πολύ να τιμήσει την πανήγυρι του Αποστόλου με ιερά άσματα και τροπάρια. Έτσι παρακαλούσε με δάκρυα και στεναγμούς
τον Απόστολο του Κυρίου να του δώσει την χάρι της συνθέσεώς τους, και πράγματι αυτό που ποθούσε το επέτυχε. Διότι είδε σε οπτασία έναν φοβερό άνδρα με σχήμα
Αποστολικό, ο οποίος, αφού πήρε από την Αγία Τράπεζα το Άγιο Ευαγγέλιο, το τοποθέτησε στο στήθος του Οσίου και έπειτα τον ευλόγησε. Αυτό ήταν η αρχή του θείου
χαρίσματος που επιθυμούσε. Διότι από τότε τόσο εύκολα και χωρίς κόπο συνέθετε τις ιερές μελωδίες και τους ασματικούς κανόνες και τα τροπάρια και τα έδινε σε αυτούς που
το του ζητούσαν, ώστε νόμιζαν μερικοί ότι δεν τα συνέθετε ο ίδιος, αλλά ότι τα εδανείζετο από άλλους και αφού τα απεστήθιζε τα αντέγραφε και τους τα έδινε. Όμως δεν ήσαν
έτσι τα πράγματα, όπως απατώμενοι εκείνοι νόμιζαν, αλλά τα άσματα αυτά τα συνέθετε ο Όσιος εμπνεόμενος από θείον Χάρισμα. Για αυτό και από όλους εφημίζετο και σε
όλους ήταν συμπαθής και αγαπητός, όχι μόνον στους ιδιώτες και στους άρχοντες, αλλά και σε αυτούς ακόμη τους βασιλείς.

Εξορίζεται από τον Βάρδα
Παρ’ όλα αυτά όμως ο καίσαρας Βάρδας, ο θειος του βασιλέως Μιχαήλ, ο οποίος κυβερνούσε τότε την Αυτοκρατορία, επειδή ελέγχθηκε από τον Όσιο (διότι άφησε την σύζυγο
του και είχε σχέσεις με την νύφη του, την σύζυγο του υιού του), τον κατηγόρησε ως φίλο του Πατριάρχου Αγίου Ιγνατίου, (η μνήμη του τελείται στις 23 Οκτωβρίου) επειδή και
αυτός ο Άγιος τον ήλεγχε συνεχώς. Για τον λόγο αυτόν ο Βάρδας κατέβασε από τον θρόνο του τον Πατριάρχη Ιγνάτιο μετά από ένδεκα χρόνια Πατριαρχείας (846-858) και τον
έστειλε εξορία. Για τον ίδιο λόγο εξόρισε και τον Όσιο Ιωσήφ.
Μετά από λίγο όμως ανακλήθηκε ο Ιωσήφ από την εξορία του, κατά την δευτέρα δε Πατριαρχεία του θείου Ιγνατίου (867 - 877), έγινε σκευοφύλαξ των ιερών σκευών της
Μεγάλης Εκκλησίας, την θέση του δε αυτή διετήρησε και επί της δευτέρας Πατριαρχείας του θείου Φωτίου (877 - 886). Διότι ο θειος Φώτιος (6 Φεβρουαρίου), ο οποίος
διαδέχθηκε για δεύτερη φορά τον Άγιο Ιγνάτιο, αγαπούσε πολύ αυτόν τον Όσιο και πολύ επαινούσε τις αρετές του.

Το τέλος του Αγίου
Έτσι λοιπόν αφού έζησε θεάρεστα μέχρι το τέλος του ο τρισμακάριος Ιωσήφ και αφού εγκωμίασε πολλούς Αγίους με διαφόρους κανόνες και τροπάρια, απήλθε προς Κύριο
ευρισκόμενος στην Κωνσταντινούπολη το έτος 886, το δε τίμιο Λείψανο του ενταφιάσθηκε στο Μοναστήρι του.
Ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός, θέλοντας να αποκαλύψει στους ανθρώπους την τιμή, την οποίαν έλαβε ο Άγιος αυτός Ιωσήφ στους ουρανούς, οικονόμησε το έξης:
Κατά την ημέρα εκείνη, κατά την οποίαν εκοιμήθη ο Άγιος, συνέβη να εξαφανισθή κάποιος καλός δούλος. Ο Κύριος αυτού του δούλου πήγε στον Ναό του Αγίου Θεοδώρου του

Τήρωνος, που ονομάζεται Φανερωτής και παρακαλούσε τον Μάρτυρα να του φανερώσει, που ευρίσκετο ο δούλος του. Παρέμεινε δε στον Ναό επί τρία ημερόνυκτα και αφού
δεν έμαθε τίποτα για τον δούλο του, ελυπείτο και εσκέπτετο να αναχωρήσει. Αλλά ενώ εψάλλετο ο Όρθρος και εδιάβαζαν στην Εκκλησία λόγο ψυχωφελή, κοιμήθηκε ο άνθρωπος
εκείνος και βλέπει στον ύπνο του τον Μάρτυρα, ο οποίος του έλεγε: «Διατί λυπεῖσαι, ὤ ἄνθρωπε; Γνώριζε ὅτι ὁ Ποιητής Ἰωσήφ ἐκοιμήθη τήν νύκτα ταύτην καί ἔγινε ὀψίκιον
(προϋπάντησις), εἰς αὐτόν ὑφ’ ὅλων ἠμῶν τῶν Ἁγίων, διότι ἡ ἁγία ἐκείνου ψυχή ἐτίμησεν ἠμᾶς μέ Κανόνας καί Τροπάρια ἐγκωμιαστικά. Τούτου ἕνεκα δέν ἤμην ἐδῶ καί ἦλθον
τώρα. Ὕπαγε λοιπόν εἰς τόν δείνα τόπον, ὅπου θέλεις εὕρει τόν δοῦλον τόν ὁποῖον ζητεῖς».

Για τον Όσιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει, ότι υπήρξε ο άριστος και πολυγραφότατος μελωδός της Αγίας Εκκλησίας του Χριστού. Διότι έκτος από
ολίγους ασματικούς Κανόνες, τους οποίους συνέθεσαν οι άλλοι ποιητές, οι οποίοι περιέχονται στα Μηναία, όλους τους άλλους συνέθεσε ο μελωδικός του Αγίου τούτου κάλαμος.
Οι Κανόνες του έχουν τυπωθεί στα Μηναία και φέρουν το όνομά του στην ενάτη ωδή κατά την ακροστιχίδα. Και δεν αρκέσθηκε ο ιερός αυτός Υμνωδός μέχρι εδώ, αλλά και
οκτωήχους Κανόνες συνέθεσε για να τιμήσει την Θεοτόκο, τον Άγιο Νικόλαο, τον Θεολόγο Ιωάννη, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον Άγιο Στέφανο τον Πρωτομάρτυρα, τον Άγιο
Γεώργιο, τον Άγιο Παντελεήμονα και πολλούς άλλους Αγίους, οι οποίοι και σώζονται στο Άγιο Όρος σε χειρόγραφα. Αλλά και η καθημερινά στην Εκκλησία ψαλλομένη κατανυκτική
Οκτώηχος, η οποία κοινώς λέγεται «Παρακλητική» είτε διότι αυτή παρηγορεί τις ψυχές αυτών που την αναγιγνώσκουν, είτε διότι αυτή παρακινεί τους αμαρτωλούς σε μετάνοια και
αυτή του ιδίου είναι έργο, έκτος μόνον από τα τροπάρια των αποστοίχων του Σαββάτου τα οποία αναφέρονται στους κεκοιμημένους, και είναι έργο του Αγίου Θεοφάνους του
μελωδού και Γραπτού. Αυτά βέβαια περί του Όσιου Ιωσήφ σημειώνει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, νεώτεροι όμως ερευνητές λέγουν, ότι αρκετοί Κανόνες που ευρίσκονται
στην Παρακλητική, στο Τριώδιο και στο Πεντηκοστάριο, που υπογράφονται του Ιωσήφ δεν είναι ποιήματα αυτού του Ιωσήφ, αλλά του Ιωσήφ του Στουδίτου.

Στίχος
Ζῶντος Θεοῦ σὺ θεῖος ὑμνητὴς Πάτερ, Ἐγὼ δὲ σοῦ θανόντος ὑμνητὴς νέος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα
Τὸ δωδεκάχορδον, τοῦ Λόγου ὄργανον, τὴν παναρμόνιον, λύραν τῆς χάριτος, τὸν Ὑμνογράφον Ἰωσήφ, τιμήσωμεν ἐπαξίως· οὗτος γὰρ ἀνύμνησε, μελιχροῖς
μελῳδήμασι, Πνεύματι κινούμενος, τῶν Ἁγίων πᾶν σύστημα. Μεθ’ ὧν καὶ ἱκετεύει ἀπαύστως, δοῦναι ἡμῖν πταισμάτων λύσιν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον
Ἡ θεόπνους γλῶσσά σου, δαβιτικῶς ἀνεδείχθη, ὀξυγράφου κάλαμος, τῇ θεϊκῇ ἐπιπνοίᾳ, ἄθλους μέν, τοὺς τῶν Ἁγίων ὑμνολογοῦσα, χάριν δέ, τὴν ἐξ ἀγώνων
καλλιγραφοῦσα, Ἰωσὴφ τοῖς ἐκβοῶσι· χαίροις κιθάρα ὑπερκοσμίων ᾠδών.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας θεῖος αὐλός, ἡδύφωνος σάλπιγξ, καλλικέλαδος ἀηδών· χαίροις τῶν Ἁγίων, ὁ ἔνθους ὑμνήπολος, ὦ Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, στόμα θεόληπτον.

Πηγή: http://xristianos.gr/



† Η Αγία Μαρία η Αιγυπτία (01 Απριλίου)

Ἀπῆρε πνεῦμα, σάρξ ἀπερρύη πάλαι.
Τὸν ὅστινον γῆ κρύπτε νεκρὸν Μαρίας.
Πρώτῃ Ἀπριλίου Μαρίη θάνεν εὖχος ἐρήμου.
 
Βιογραφία
Τον βίο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας συνέγραψε ο Άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου), ο οποίος συνέγραψε διάφορα ασκητικά και υμνογραφικά κείμενα που διαποτίζονται από το πνεύμα της Ορθοδόξου θεολογίας και της ασκητικής παραδόσεως.

Η Οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.). Από τα δώδεκα χρόνια της πέρασε στην Αίγυπτο μια ζωή ασωτίας, αφού από την μικρή αυτή ηλικία διέφθειρε την παρθενία της και είχε ασυγκράτητο και αχόρταγο το πάθος της σαρκικής μείξεως. Ζώντας αυτήν την ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, αλλά απλώς ικανοποιούσε το πάθος της. Η ίδια ξαγορεύθηκε στον Αββά Ζωσιμά ότι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεως τινός, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδή το έργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Και όπως του απεκάλυψε, είχε ακόρεστη επιθυμία και ακατάσχετο έρωτα να κυλιέται στο βόρβορο που ήταν η ζωή της και σκεπτόταν έτσι ντροπιάζοντας την ανθρώπινη φύση.

Λόγω της άσωτης ζωής και της σαρκικής επιθυμίας που είχε, κάποια φορά ακολούθησε τους προσκυνητές που πήγαιναν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Και αυτό το έκανε, όχι για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό, αλλά για να έχει πολλούς εραστές που θα ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν το πάθος της. Περιγράφει δε και η ίδια ρεαλιστικά και τον τρόπο που επιβιβάστηκε στο πλοιάριο. Και, όπως η ίδια αποκάλυψε, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της δεν υπήρχε είδος ασέλγειας από όσα λέγονται και δεν λέγονται, του οποίου δεν έγινε διδάσκαλος σε εκείνους τους ταλαίπωρους ταξιδιώτες. Και η ίδια εξέφρασε την απορία της για το πώς η θάλασσα υπέφερε τις ασωτίες της και γιατί η γη δεν άνοιξε το στόμα της και δεν την κατέβασε στον άδη, επειδή είχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού αυτού δεν αρκέστηκε στο ότι διέφθειρε τους νέους, αλλά διέφθειρε και πολλούς άλλους από τους κατοίκους της πόλεως και τους ξένους επισκέπτες. Και στα Ιεροσόλυμα που πήγε κατά την εορτή του Τιμίου Σταυρού, περιφερόταν στους δρόμους «ψυχᾶς νέων ἀγρεύουσα».

Αισθάνθηκε όμως, βαθιά μετάνοια από ένα θαυματουργικό γεγονός. Ενώ εισερχόταν στο ναό για να προσκυνήσει το Ξύλο του Τιμίου Σταυρού, κάποια δύναμη την εμπόδισε να προχωρήσει. Στην συνέχεια στάθηκε μπροστά σε μία εικόνα της Παναγίας, έδειξε μεγάλη μετάνοια και ζήτησε την καθοδήγηση και βοήθεια της Παναγίας. Με την βοήθεια της Θεοτόκου εισήλθε ανεμπόδιστα αυτή την φορά στον ιερό ναό και προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό. Στην συνέχεια, αφού ευχαρίστησε την Παναγία, άκουσε φωνή που την προέτρεπε να πορευθεί στην έρημο, πέραν του Ιορδάνου. Αμέσως ζήτησε την συνδρομή και την προστασία της Θεοτόκου και ήρε τον δρόμο της προς την έρημο, αφού προηγουμένως πέρασε από την ιερά μονή του Βαπτιστού στον Ιορδάνη ποταμό και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Στην έρημο έζησε σαράντα επτά χρόνια, χωρίς ποτέ να συναντήσει άνθρωπο.

Κατά τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια στην έρημο, πάλεψε πολύ σκληρά για να νικήσει τους λογισμούς και τις επιθυμίες της, ουσιαστικά για να νικήσει τον διάβολο που την πολεμούσε με τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής.

Η Οσία ζούσε δεκαεπτά χρόνια στην έρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταὶς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Είχε πολλές επιθυμίες φαγητών, ποτών και «πορνικῶν ᾀσμάτων» και πολλούς λογισμούς που την ωθούσαν προς την πορνεία. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοὶ ἐδίωξεν». Συνεχώς προσευχόταν στην Παναγία, την οποία είχε εγγυήτρια της ζωής της μετανοίας που έκανε. Το ιμάτιό της σχίσθηκε και καταστράφηκε και έκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν από τον καύσωνα και έτρεμε από τον παγετό και «ὡς πολλάκις μὲ χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μείναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ύστερα από σκληρό αγώνα, με τη Χάρη του Θεού και την συνεχή προστασία της Παναγίας, ελευθερώθηκε από τους λογισμούς και τις επιθυμίες, οπότε μεταμορφώθηκε το λογιστικό και παθητικό μέρος της ψυχής της, καθώς επίσης εθεώθηκε και το σώμα της.

Λόγω της μεγάλης πνευματικής της καταστάσεως στην οποία έφθασε η Οσία Μαρία, έλαβε από τον Θεό το διορατικό χάρισμα.

Ήταν γυμνή αλλά το σώμα της υπερέβη τις ανάγκες της φύσεως. Λέγει η ίδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Το σώμα τρεφόταν με τη Χάρη του Θεού: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ρήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στη περίπτωσή της, όπως και σε άλλες περιπτώσεις Αγίων, παρατηρούμε ότι αναστέλλονται οι ενέργειες του σώματος. Αυτή η αναστολή των σωματικών ενεργειών οφειλόταν στο ότι η ψυχή της δεχόταν την ενέργεια του Τριαδικού Θεού και αυτή η θεία ενέργεια διαπορθμευόταν και στο σώμα της: «Ἀρκεὶν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεὶν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Εκείνη την περίοδο ασκήτευε σε ένα μοναστήρι ο Ιερομόναχος Αββάς Ζωσιμάς (τιμάται 4 Απριλίου), που ήταν κεκοσμημένος με αγιότητα βίου. Έβλεπε θεία οράματα, καθώς του είχε δοθεί το χάρισμα των θείων ελλάμψεων, λόγω του ότι ζούσε μέχρι τα πενήντα τρία του χρόνια με μεγάλη άσκηση και ήταν φημισμένος στην περιοχή του. Τότε, όμως, εισήλθε μέσα του ένας λογισμός κάποιας πνευματικής υπεροψίας, για το αν δηλαδή υπήρχε άλλος μοναχός που θα μπορούσε να τον ωφελήσει ή να του διδάξει κάποιο καινούργιο είδος ασκήσεως. Ο Θεός, για να τον διδάξει και να τον διορθώσει, του αποκάλυψε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φθάσει στην τελειότητα. Και στην συνέχεια του υπέδειξε να πορευθεί σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν κοντά στον Ιορδάνη ποταμό.

Ο Αββάς Ζωσιμάς υπάκουσε στην φωνή του Θεού και πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, που του υποδείχθηκε. Εκεί συνάντησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς, και διέκρινε ότι ακτινοβολούσαν τη Χάρη και την αγάπη του Θεού, ζώντας έντονη μοναχική ζωή με ακτημοσύνη, με μεγάλη άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή.

Στο μοναστήρι αυτό υπήρχε ένας κανόνας. Σύμφωνα με αυτόν, την Κυριακή της Τυρινής προ της ενάρξεως της Μεγάλης Σαρακοστής, αφού οι μοναχοί κοινωνούσαν των Αχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν και ασπάζονταν μεταξύ τους, και έπειτα ελάμβαναν ο καθένας τους μερικές τροφές και έφευγαν στην έρημο πέραν του Ιορδάνου, για να αγωνισθούν κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής τον αγώνα της ασκήσεως. Επέστρεφαν δε στο μοναστήρι την Κυριακή των Βαΐων, για να εορτάσουν τα Πάθη, τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είχαν ως κανόνα να μην συναντά κανείς τον άλλο αδελφό στην έρημο και να μην τον ερωτά, όταν επέστρεφαν, για το είδος της ασκήσεως που έκανε την περίοδο αυτή.

Αυτόν τον κανόνα εφάρμοσε και ο Αββάς Ζωσιμάς. Αφού έλαβε ελάχιστες τροφές, βγήκε από το μοναστήρι και πορεύθηκε στην έρημο, έχοντας την επιθυμία να εισέλθει όσο μπορούσε πιο βαθειά σε αυτή, με την ελπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ασκητή που θα τον βοηθούσε να φθάσει σε αυτό που ποθούσε. Πορευόταν προσευχόμενος και τρώγοντας ελάχιστα. Κοιμόταν δε όπου ευρισκόταν.

Είχε περπατήσει μία πορεία είκοσι ημερών όταν, κάποια στιγμή που κάθισε να ξεκουραστεί και έψελνε, είδε στο βάθος μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Στην αρχή θεώρησε ότι ήταν δαιμονικό φάντασμα, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ήταν άνθρωπος. Αυτό το ον που έβλεπε ήταν γυμνό, είχε μαύρο σώμα - το σώμα αυτό προερχόταν από τις ηλιακές ακτίνες - και είχε στο κεφάλι του λίγες άσπρες τρίχες, που δεν έφθαναν πιο κάτω από τον λαιμό. Ο Αββάς Ζωσιμάς έβλεπε την Οσία Μαρία, την ώρα που προσευχόταν. Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία ασκούσε την αδιάλειπτη προσευχή και μάλιστα ο Αββάς Ζωσιμάς την είδε όταν εκείνη ύψωσε τα μάτια της στον ουρανό και άπλωσε τα χέρια της και «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίσουσα, φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Και σε κάποια στιγμή, ενώ εκείνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθείσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ο Αββάς Ζωσιμάς προσπάθησε να πλησιάσει, για να διαπιστώσει τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το ανθρώπινο εκείνο ον απομακρυνόταν. Έτρεχε ο Αββάς Ζωσιμάς, έτρεχε και εκείνο. Και ο Αββάς κραύγαζε με δάκρυα προς αυτό ώστε να σταματήσει, για να λάβει την ευλογία του. Εκείνο όμως δεν ανταποκρινόταν. Μόλις έφθασε ο Αββάς σε κάποιο χείμαρρο και απόκαμε, εκείνο το ανθρώπινο ον αφού τον αποκάλεσε με το μικρό του όνομα, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στον Αββά, του είπε ότι δεν μπορεί να γυρίσει και να τον δει κατά πρόσωπο, γιατί είναι γυναίκα γυμνή και έχει ακάλυπτα τα μέλη του σώματός της. Τον παρακάλεσε, αν θέλει, να της δώσει την ευχή του και να της ρίξει ένα κουρέλι από τα ρούχα του, για να καλύψει το γυμνό σώμα της. Ο Αββάς έκανε ότι του είπε και τότε εκείνη στράφηκε προς αυτόν. Ο Αββάς αμέσως γονάτισε για να λάβει την ευχή της, ενώ το ίδιο έκανε και εκείνη. Και παρέμειναν και οι δύο γονατιστοί «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Επειδή ο Αββάς αναρωτιόταν μήπως έβλεπε μπροστά του κάποιο άυλο πνεύμα, εκείνη διακρίνοντας τους λογισμούς του, του είπε ότι είναι αμαρτωλή, που έχει περιτειχισθεί από το άγιο Βάπτισμα και είναι χώμα και στάχτη και όχι άυλο πνεύμα.

Η Οσία Μαρία κατά την συνάντηση αυτή, αφού αποκάλυψε όλη την ζωή της, ζήτησε από τον Αββά Ζωσιμά να έλθει κατά την Μεγάλη Πέμπτη της επόμενης χρονιάς, σε έναν ορισμένο τόπο στην όχθη του Ιορδάνη ποταμού, κοντά σε μια κατοικημένη περιοχή, για να την κοινωνήσει, ύστερα από πολλά χρόνια μεγάλης μετάνοιας που μεταμόρφωσε την ύπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτω τῷ ἔρωτι», του είπε, δηλαδή είχε ακατάσχετο έρωτα να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.

Ο Αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε στο μοναστήρι χωρίς να πει σε κανένα τι ακριβώς συνάντησε, σύμφωνα άλλωστε και με τον κανόνα που υπήρχε σε εκείνη την ιερά μονή. Όμως, συνεχώς παρακαλούσε τον Θεό να τον αξιώσει να δει και πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» την επόμενη χρονιά και μάλιστα ήταν στεναχωρημένος γιατί δεν περνούσε ο χρόνος, καθώς ήθελε όλος αυτός ο χρόνος να ήταν μία ημέρα.

Το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς από κάποια αρρώστια δεν μπόρεσε να βγει από το μοναστήρι στην έρημο, όπως έκαναν οι άλλοι πατέρες στην αρχή της Σαρακοστής και έτσι παρέμεινε στο μοναστήρι. Και την Κυριακή των Βαΐων, όταν είχαν επιστρέψει οι άλλοι πατέρες της Μονής, εκείνος ετοιμάσθηκε να πορευθεί στον τόπο που του είχε υποδείξει η Οσία, για να την κοινωνήσει.

Την Μεγάλη Πέμπτη πήρε μαζί του σε ένα μικρό ποτήρι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πήρε μερικά σύκα και χουρμάδες και λίγη βρεγμένη φακή και βγήκε από το μοναστήρι για να συναντήσει την Οσία Μαρία. Επειδή όμως εκείνη αργοπορούσε να έλθει στον καθορισμένο τόπο, ο Αββάς προσευχόταν στον Θεό με δάκρυα να μην του στερήσει λόγω των αμαρτιών του την ευκαιρία να τη δει εκ νέου.

Μετά την θερμή προσευχή την είδε από την άλλη πλευρά του Ιορδάνη ποταμού, να κάνει το σημείο του Σταυρού, να πατά πάνω στο νερό του ποταμού «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στην συνέχεια η Οσία τον παρακάλεσε να πει το Σύμβολο της Πίστεως και το «Πάτερ ἠμῶν». Ακολούθως ασπάσθηκε τον Αββά Ζωσιμά και κοινώνησε των ζωοποιών Μυστηρίων. Έπειτα ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα και είπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλη σου, ὢ Δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στην συνέχεια, αφού τον παρακάλεσε να έλθει και το επόμενο έτος στο χείμαρρο που την είχε συναντήσει την πρώτη φορά, ζήτησε την προσευχή του. Ο Αββάς άγγιξε τα πόδια της Οσίας, ζήτησε και αυτός την προσευχή της και την άφησε να φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμούσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Εκείνη έφυγε κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήλθε, πατώντας δηλαδή πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.

Το επόμενο έτος, σύμφωνα και με την παράκληση της Οσίας, ο Αββάς βιαζόταν να φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Αφού βάδισε πολλές ημέρες και έφθασε στον τόπο εκείνο, έψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» να δει «τὸ γλυκύτατο θήραμα», την Οσία του Θεού. Όμως δεν την έβλεπε πουθενά. Τότε άρχισε να προσεύχεται στον Θεό κατανυκτικά: «Δεῖξον μοί, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῆδε τὴ ἐρήμω κατέκρυψας, δεῖξον μοί, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὐ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Για τον Αββά Ζωσιμά η Οσία Μαρία ήταν άθικτος θησαυρός, άγγελος μέσα σε σώμα, που ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον έχει. Και προσευχόμενος με τα λόγια αυτά είδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τᾶς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολᾶς ὄρασαν κειμένην τὸ σχήματι». Βρήκε δε και δική της γραφή που έλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τὸ τόπω τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τὴ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Την βρήκε δηλαδή νεκρή, κείμενη στην γη, με τα χέρια σταυρωμένα και βλέποντας προς την ανατολή. Συγχρόνως βρήκε και γραφή που τον παρακαλούσε να την ενταφιάσει.

Η Οσία κοιμήθηκε την ίδια ημέρα που κοινώνησε, αφού είχε διασχίσει σε μία ώρα απόσταση την οποία διήνυσε το επόμενο έτος ο Αββάς Ζωσιμάς σε είκοσι ημέρες. Γράφει ο Άγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Το σώμα της είχε αποκτήσει άλλες ιδιότητες, είχε μεταμορφωθεί.

Στην συνέχεια ο Αββάς Ζωσιμάς, αφού έκλαψε πολύ και είπε ψαλμούς κατάλληλους για την περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Και μετά με μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοὶς δακρύσι» επιμελήθηκε τα της ταφής. Επειδή, όμως, η γη ήταν σκληρή και ο ίδιος ήταν προχωρημένης ηλικίας, γι' αυτό δεν μπορούσε να την σκάψει και βρισκόταν σε απορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστώτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδή είδε ένα λιοντάρι να στέκεται δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλείφει τα ίχνη της. Ο Αββάς τρόμαξε, αλλά το ίδιο το λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοὶς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδή το ίδιο το λιοντάρι καλόπιανε τον Αββά και τον παρακινούσε και με τις κινήσεις του και με τις προθέσεις του, να προχωρήσει στον ενταφιασμό της. Λαμβάνοντας ο Αββάς θάρρος από το ήμερο του λιονταριού, το παρακάλεσε να σκάψει αυτό το ίδιο τον λάκκο, για να ενταφιασθεί το ιερό λείψανο της Οσίας Μαρίας, επειδή εκείνος αδυνατούσε. Το λιοντάρι υπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδή με τα μπροστινά του πόδια άσκαψε το λάκκο, όσο έπρεπε, για να ενταφιασθεί το σκήνωμα της Οσίας Μαρίας.

Ο ενταφιασμός της Οσίας έγινε προσευχομένου του Αββά Ζωσιμά και του λιονταριού «παρεστῶτος». Μετά τον ενταφιασμό έφυγαν και οι δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἠμῶν».

Και ο Άγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων, καταλήγει ότι έγραψε αυτό το βίο «κατὰ δύναμιν» και «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ο βίος της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, δείχνει πως μία πόρνη μπορεί να γίνει κατά Χάριν θεός, πως ο άνθρωπος μπορεί να γίνει άγγελος εν σώματι και πως η κατά Χριστόν ελπίδα μπορεί να αντικαταστήσει την υπό του διαβόλου προερχόμενη απόγνωση. Στο πρόσωπο της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας βλέπουμε τον άνθρωπο που αναζητά την ηδονή και κυνηγά τους ανθρώπους για την ικανοποίησή τους, αλλά όμως με τη Χάρη του Θεού μπορεί να εξαγιασθεί τόσο πολύ, ώστε να φθάσει στο σημείο να την κυνηγούν οι Άγιοι για να λάβουν την ευλογία της και να ασπασθούν το τετιμημένο της σώμα, καθώς επίσης να τη σέβονται και τα άγρια ζώα.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία με την μετάνοιά της, την βαθιά της ταπείνωση, την υπέρβαση εν Χάριτι του θνητού και παθητού σώματός της, αφ' ενός μεν προσφέρει μια παρηγοριά σε όλους τους ανθρώπους, αφ' ετέρου δε ταπεινώνει εκείνους που υπερηφανεύονται για τα ασκητικά τους κατορθώματα. Δεν ημέρωσε μόνο τα άγρια θηρία που υπήρχαν μέσα της, δηλαδή τα άλογα πάθη, αλλά υπερέβη όλα τα όρια της ανθρώπινη φύσεως και ημέρωσε ακόμη και τα άγρια θηρία της κτίσεως.

Αυτός είναι ο σκοπός και ο πλούτος της ενανθρωπίσεως του Χριστού, που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία. Με την αποκαλυπτική θεολογία και την εν Χριστώ ζωή ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί ολοκληρωτικά.

Η Εκκλησία τιμά την μνήμη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας και την Ε' Κυριακή των Νηστειών.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοί Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τό κατ᾽ εἰκόνα· λαβοῦσα γάρ τόν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καί πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾷν μέν σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελεῖσθαι δέ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ· διό καί μετά Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Μαρία τό πνεῦμά σου.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φωτισθεῖσα ἐνθέως Σταυροῦ τὴ χάριτι, τῆς μετανοίας ἐδείχθης φωτοφανῆς λαμπηδών, τῶν παθῶν τὸν σκοτασμὸν λιποῦσα πάνσεμνε, ὅθεν ὡς ἄγγελος Θεοῦ, Ζωσιμᾶ τῷ ἱερῷ, ὠράθης ἐν τὴ ἐρήμω, Μαρία «Ὅσιε Μῆτερ» μεθ' οὐ δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ πορνείαις πρότερον, μεμεστωμένη παντοίαις, Χριστοῦ νύμφη σήμερον, τῇ μετανοίᾳ ἐδείχθης, Ἀγγέλων τήν πολιτείαν ἐπιποθοῦσα, δαίμονας, Σταυροῦ τῷ ὄπλῳ καταπατοῦσα, διά τοῦτο βασιλείας, ἐφάνης νύμφη Μαρία πάνσεμνε.
 
Πηγή: http://www.saint.gr/