Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Ο Άγιος Στέφανος ο Πρωτομάρτυρας και Αρχιδιάκονος (27 Δεκεμβρίου)

Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που εξέλεξαν οι πρώτοι χριστιανοί για να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη και τους χειροτόνησαν οι Άγιοι Απόστολοι.

Αν και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς παρ' όλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως και δυνάμεως εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ».(Πραξ.Αποστόλων, στ΄8-15, ζ΄1-60). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.

Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για τη προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και το φθόνο τους.

Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στο λαό, που διέδιδαν ότι άκουσαν το Στέφανο να βλαστημεί το Μωϋσή και το Θεό.

Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος το Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.

Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια- κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος.

Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.

Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην». Κύριε μη λογαριάσεις σ' αυτούς την αμαρτία αυτή.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφή, ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Μαρτύρων Πρωτόαθλε· σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων, ἀπελέγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτῆρα, τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὖν ἐκδυσώπει ἀεί, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Πηγή: http://orthodox-world.pblogs.gr/



† Η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου Ιησού Χριστού (25 Δεκεμβρίου)


Θεὸς τὸ τεχθέν, ἡ δὲ Μήτηρ Παρθένος.
Τὶ μεῖζον ἄλλο καινὸν εἶδεν ἡ κτίσις;
Παρθενικὴ Μαρίη Θεὸν εἰκάδι γείνατο πέμπτη.

Βιογραφία
Στις 25 Δεκεμβρίου η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει το μεγάλο και ανερμήνευτο γεγονός της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από την Υπεραγία Θεοτόκο.

Μετά τον Ευαγγελισμό της Παρθένου Μαρίας από τον αρχάγγελο Γαβριήλ και ενώ πλησίαζε ο καιρός να τελειώσουν οι εννιά μήνες από την υπερφυσική σύλληψη του Χριστού στην παρθενική της μήτρα, ο Καίσαρ Αύγουστος διέταξε απογραφή του πληθυσμού του ρωμαϊκού κράτους. Τότε ο Ιωσήφ μαζί με τη Θεοτόκο, ξεκίνησαν για τη Βηθλεέμ, για να απογραφούν εκεί. Έτσι ξεκίνησαν από την Ναζαρέτ και ύστερα από κοπιαστικό ταξίδι έφτασαν στην Βηθλεέμ, όπου επειδή είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου δεν κατάφεραν να βρουν κατάλυμα, παρά μόνο ένα φτωχικό σπήλαιο. Εκεί η Θεοτόκος γέννησε τον Κύριο Ιησού Χριστό και σπαργάνωσε σαν βρέφος τον Κτίστη των απάντων. Έπειτα Τον έβαλε επάνω στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι «ἔμελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Από τότε, όλοι οι πιστοί χριστιανοί με χαρά ψάλλουν τον ύμνο των αγγέλων εκείνης της νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (βλ. Ευαγγέλιο Λουκά, Β' 1-20). Δόξα δηλαδή, ας είναι στο θεό, που βρίσκεται στα ύψιστα μέρη του ουρανού και στη γη ολόκληρη, που είναι ταραγμένη από την αμαρτία ας βασιλεύσει η θεία ειρήνη, διότι ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στους ανθρώπους με την ενανθρώπηση του Υιού Του.

Να σημειώσουμε εδώ, ότι η γιορτή των Χριστουγέννων καθιερώθηκε για πρώτη φορά την 25η Δεκεμβρίου του 397 μ.Χ. επί πατριαρχείας Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Κατ' άλλους ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιουβενάλιος, χώρισε τις δύο γιορτές των Φώτων και των Χριστουγέννων, οι οποίες παλιότερα γίνονταν την ίδια μέρα, δηλαδή την 6η Ιανουαρίου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ, τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γὰρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, σὲ προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καὶ σὲ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε δόξα σοι.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Αὐτόμελον.
Ποίημα Ῥωμανοὺ τοῦ Μελῳδοῦ
Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει, καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετὰ Ποιμένων δοξολογοῦσι· Μάγοι δὲ, μετὰ ἀστέρος ὁδοιποροῦσι· δι᾽ ἡμᾶς γὰρ ἐγεννήθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Ὁ Οἶκος
Τὴν Ἐδὲμ Βηθλεὲμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν· τὴν τρυφὴν ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν, τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου. Ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν· ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν Δαυῒδ πρὶν ἐπεθύμησεν· ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τὴν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς, τὴν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τοῦ Δαυΐδ· διὰ τοῦτο πρὸς τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός.

Πηγή: http://www.saint.gr/

† Αγία Ευγενία η Οσιοπαρθενομάρτυς (24 Δεκεμβρίου)

Η ΑΓΙΑ ΕΥΓΕΝΙΑ η Οσιοπαρθενομάρτυς & ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
(Νηστεία εκ πάντων)
Έζησε στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ.

Καταγόταν από τη Ρώμη και οι γονείς της ονομάζονταν Φίλιππος και Κλαυδία. Επίσης, είχε και δύο άλλα αδέλφια, τον Αβίτα και το Σέργιο. Ο πατέρας της διορίστηκε έπαρχος στην Αλεξάνδρεια και πήγε εκεί με όλη του την οικογένεια. Εκεί η Ευγενία σπούδασε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο και έμαθε άριστα την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία. Όταν τελείωσε τις σπουδές της, ψάχνοντας για περισσότερη γνώση πήρε στα χέρια της από μια χριστιανή κόρη τις επιστολές του Απ. Παύλου.

Όταν τις διάβασε, εντυπωσιάσθηκε πολύ.

Εκεί μέσα δεν υπήρχαν θεωρίες και φιλοσοφικές δοξασίες. Οι γραμμές τους ενέπνεαν ζωή και ελπίδα.

Εκείνη την περίοδο, οι γονείς της ήθελαν να τη δώσουν σύζυγο σε κάποιο Ρωμαίο αξιωματούχο, τον Ακυλίνα.

Τότε η Ευγενία, αρνούμενη να δεχθεί αυτή την πρόταση των γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ανδρικά και έφυγε σε άλλη πόλη.

Εκεί κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανή και έλαβε συγχρόνως το μοναχικό σχήμα.

Μετά από χρόνια, επέστρεψε στο σπίτι της και η αναγνώριση από τους γονείς της έγινε μέσα σε δάκρυα και ανέκφραστη χαρά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και όλοι στο σπίτι της Ευγενίας δέχθηκαν το χριστιανισμό.

Από μίσος τότε οι ειδωλολάτρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον πατέρα της.

Και όταν η Ευγενία επέστρεψε στη Ρώμη, επειδή δε θυσίαζε στα είδωλα, την αποκεφάλισαν, τερματίζοντας έτσι ένδοξα "τον καλόν αγώνα της πίστεως". Α' προς Τιμόθεον, στ' 12.,

μαζί με την επίγεια ζωή της.
 

Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείου πνεύματος, τη υμνωδία, φως προσέλαβες θεογνωσίας, Ευγενία Χριστού καλλιπάρθενε· και εν οσίων χορεία εκλάμψασα, αθλητικώς τον εχθρόν εθριάμβευσας. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Πηγή: http://www.pigizois.net/



† Ο Άγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (23 Δεκεμβρίου)

Σας προτείνουμε να διαβάσετε και την περίφημη προφητεία του αγίου Νήφωνος όπως την δημοσιεύσαμε στις 11 Αυγούστου στο ιστολόγιό μας.

Γιος εύπορου αξιωματούχου της Αμιροπόλεως της Αιγύπτου, ο άγιος Νήφων εστάλη σε ηλικία οκτώ ετών στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει. Πράος, ευλαβής, με ζήλο για την μελέτη και τα του Θεού, αφέθηκε παρ’ όλα αυτά να παρασυρθεί από κακές παρέες και βυθίσθηκε σε βίο φιλήδονο και έκλυτο, όπως συνήθιζαν οι νεαροί αριστοκράτες της Βασιλεύουσας. Παρά τις τύψεις της συνειδήσεως και τις επιπλήξεις των χριστιανών φίλων του, που προσπαθούσαν να τον ξαναφέρουν στον ίσιο δρόμο υπενθυμίζοντάς του την πάλαι ποτέ αρετή του, η δύναμη της συνήθειας ήταν πιο ισχυρή και ο Νήφων παρέμενε στην αμαρτία. Μια νύχτα ωστόσο, αποφάσισε να σηκωθεί και να προσευχηθεί στον Θεό, αλλά προς μεγάλη του σύγχυση εμφανίστηκε μπροστά του ένα μαύρο σύννεφο που τού έκλεινε τον ορίζοντα. Μη μπορώντας πλέον να κοιμηθεί, μόλις χάραξε, πήγε σε μια εκκλησία και πλήρης συντριβής δεήθηκε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου, η οποία φάνηκε να κοιτάζει τον νέο με στοργή και έδωσε στην καρδιά του την διαβεβαίωση ότι δεν είχαν χαθεί όλα και ότι ήταν δυνατή η μετάνοια. Από τότε, κάθε φορά που έπεφτε στην αμαρτία, έτρεχε με εμπιστοσύνη στην εκκλησία, εξομολογούταν το αμάρτημά του μπροστά στην εικόνα, η οποία στην αρχή φαινόταν αυστηρή, αλλά μετά έδειχνε να τού χαμογελάει, και έφευγε γεμάτος ελπίδα. Όσο πιο συχνά πήγαινε στην εκκλησία, τόσο περισσότερο επέμενε στον ανελέητο αγώνα ενάντια στα πάθη του που τού είχαν γίνει δεύτερη φύση, με την νηστεία, την αγρυπνία, την αδιάκοπη αυτομεμψία. Στις πονηρές μηχανεύσεις των δαιμόνων απαντούσε με περιφρόνηση επικαλούμενος το Όνομα του Χριστού. Όταν οι επιθέσεις των δαιμόνων γίνονταν πιο επίμονες, έδερνε με ραβδί το σώμα του, ώστε να μην λησμονεί τις πολύ χειρότερες τιμωρίες που τον περίμεναν στην κόλαση. Στα τεχνάσματα των δαιμόνων αντιπαρέθετε τα δικά του. Έτσι, έτρωγε κάποιες φορές μέχρι κορεσμού, αλλά αμέσως σηκωνόταν νωρίτερα απ’ ό,τι τις άλλες ημέρες για να προσευχηθεί, χλευάζοντας τους δαίμονες και δείχνοντάς τους ότι δεν ήταν πλέον δούλος τους ούτε δούλος κάποιου κανόνα, αλλά ελεύθερος και μαθητής του Χριστού και τίποτε δεν μπορούσε να τον εμποδίσει να προσεύχεται στον Θεό.

Σε μια από τις ολονύκτιες δεήσεις του, το Άγιο Πνεύμα τού φανέρωσε ποια όπλα έπρεπε να προσθέσει στην αποκοπή του σαρκικού φρονήματος, για να μπορεί με ασφάλεια να αγωνίζεται: ταπείνωση, ελεημοσύνη, αυτομεμψία και αποφυγή της κατακρίσεως… Μια ημέρα παρουσιάσθηκε Άγγελος Κυρίου και, σε αναγνώριση των άθλων του, τού έδωσε μια νέα καρδιά, την “συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδία” για την οποία μιλά ο ψαλμωδός (Ψαλμ. 50,19). Έκτοτε, ο Νήφων μπόρεσε να προχωρήσει απρόσκοπτα προς τον ουρανό, θεωρώντας τον εαυτό του τον μεγαλύτερο των αμαρτωλών. Αδιάκοπα επαναλάμβανε: “Αλοίμονό μου, τον αμαρτωλό!” και όταν πήγαινε με σκυφτό το κεφάλι σε μια εκκλησία της πόλεως, οι μαύροι δαίμονες που προσπαθούσαν να τού φράξουν τον δρόμο έπεφταν καταγής όταν πλησίαζε. Θεωρούσε ότι ήταν ελαχιστότερος και από την σκόνη που οι αδελφοί τινάζουν από τα πόδια τους μπαίνοντας στο ναό· και όταν κάποιος γονάτιζε μπροστά του ζητώντας την ευλογία του, οι λογισμοί του κατέρχονταν μέχρι τα βάθη της κολάσεως. “Βάλε τον εαυτό σου κάτω από τους άλλους”, έλεγε, “και θα ζεις με τον Χριστό”. Όταν έδινε ελεημοσύνη σε κάποιον πτωχό, επαναλάμβανε τα λόγια της θείας Λειτουργίας: “Τα Σα εκ των Σων, Σοι προσφέρωμεν κατά πάντα και δια πάντα”, αποδίδοντας στον Θεό κάθε ενάρετη πράξη του. Γιατί όλοι του οι αγώνες και οι προσευχές δεν ήσαν παρά η “προσκομιδή”, η εκούσια προσφορά της συνειδήσεώς του και όλου του είναι του, με την ελπίδα ότι ο Θεός θα τον δεχθεί όπως έγινε δεκτός ο μετανοημένος άσωτος υιός από τον πατέρα του (βλ. Λουκ. 15,11 κ.ε.). Και πράγματι ο Θεός δεν έμεινε αναίσθητος. Μια ημέρα εκεί που θρηνούσε για τις αμαρτίες του, ο Νήφων περιβλήθηκε ξαφνικά από ουράνιο φως, δυο πελώρια χέρια ήλθαν από οτον ουρανό για να τον εναγκαλισθούν και άκουσε την φωνή του Θεού να επαναλαμβάνει τα λόγια του πατέρα του ασώτου: “ενέγκαντες τον μόσχον τον σιτευτόν, θύσατε, και φαγόντες ευφρανθώμεν, ότι ούτος ο υιός μου νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη” (Λουκ. 15,23-24). Άγγελος Κυρίου ήλθε τότε και περιέλουσε τον άγιο, του οποίο το πρόσωπο ήταν κάθυγρο από ακτινοβολούντα δάκρυα, με άρωμα ανείπωτης ευωδίας. Είχε αποκτήσει την χάρη της μετανοίας.

Ήταν ήδη επαρκώς έμπειρος, και ο Θεός έκρινε ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την “μεγάλη δοκιμασία”, οπότε επέτρεψε στον διάβολο να επιτεθεί στον άγιο με τα πιο φοβερά του όπλα. Μετά την εμφάνιση του διαβόλου, επί τέσερα χρόνια, η ψυχή του αγίου ήταν βαθιά αναστατωμένη: ο νους του καλύφθηκε από βαθύ γνόφο, σε βαθμό που τού ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στην προσευχή· το σώμα του και όλες οι δυνάμεις του είχαν παραλύσει από την ακηδία, και ο δαίμων ακατάπαυστα τον παρακινούσε να αρνηθεί την ύπαρξη του Θεού. Γαντζωμένος στην άγκυρα της πίστεως, και αποφασισμένος να επιμείνει μέχρι θανάτου, ακόμη κι αν υπέπιπτε στα πιο βαριά αμαρτήματα, ο άγιος προσευχόταν πρωί βράδυ, με δυσκολία συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να κάνει το σημείο του Σταυρού, και απαντούσε στον δαίμονα λέγοντας απλά: “Ναι, ο Θεός υπάρχει!’”. Έφθασε μέχρι τα όρια της απελπισίας και τέλος λυτρώθηκε μέσω ενός λαμπρού οράματος του προσώπου του Χριστού, που έδιωξε δια παντός τον διάβολο, και θριαμβευτής στον αγώνα ο Νήφων ευχαριστούσε τον Θεό με τα λόγια της Υπεραγίας Θεοτόκου: “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον, και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου…” (Λουκ. 1,47). Λίγο αργότερα ο άγιος αξιώθηκε να λάβει παρά Θεού το χάρισμα της απαθείας, κορωνίδα και επιστέγασμα των αγώνων της αρετής, και να δει σε όραμα τον θρόνο του Θεού στην κορυφή πύρινου στύλου που αναδυόταν από τα νερά της θάλασσας.

Έκτοτε, λαμβάνοντας Χάριν επί χάριτος, ο άγιος Νήφων έζησε ως άγγελος επί γης. Η Χάρις του Θεού μεταμόρφωνε την σάρκα και τις αισθήσεις του, τόσο που όταν προσευχόταν ανυψωνόταν από το έδαφος και το πρόσωπό του ακτινοβολούσε απαστράπτον φως. Για τους κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κάτι σαν νέος προφήτης· μάρτυς μεγαλειωδών οραμάτων και φοβερών αποκαλύψεων για την Ημέρα της Κρίσεως και την εξέταση στην οποία θα υποβληθούν οι ψυχές μετά τον θάνατο. Στους πολλούς επισκέπτες του δίδασκε την ουράνια διδαχή του, επιτιμούσε τους διαβόητους αμαρτωλούς και προσευχόταν με ζήλο για την μεταστροφή των Εβραίων και των εθνικών, ενώ δεόταν ιδιαιτέρως για τους ψυχορραγούντες. Οι τιμές και οι δόξα των ανθρώπων τού ήταν πιο απεχθείς και από την αμαρτία και πιο φοβερές και από τους πιο φρικτούς δαίμονες· για τον λόγο αυτό, μετά ένα ενύπνιο που τού ανήγγειλε ότι σύντομα θα χειροτονούνταν επίσκοπος, αποφάσισε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη και να πάει στην Αλεξάνδρεια. Όπως όμως και ο προφήτης Ιωνάς, έτσι και ο Νήφων εφάρμοσε την βούληση του Θεού στην προσπάθειά του να την αποφύγει. Μόλις έφθασε στην Αλεξάνδρεια, αναγνωρίσθηκε αμέσως από τον αρχιεπίσκοπο άγιος Αλέξανδρο (313-326), που είχε δει σχετικό όραμα, και αφού ανήλθε διαδοχικά όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, διορίσθηκε επίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντιανής. Την ημέρα της χειροτονίας του σε επίσκοπο, ο άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, διάκονος τότε, είδε τον άγιο Νήφωνα ενδεδυμένο φως και περιστοιχισμένο από πλήθος Αγγέλων. Τρεις ημέρες αργότερα έφθασε στην επισκοπική έδρα με την συνοδεία του και έγινε δεκτός με αγαλλίαση από το ποίμνιό του, που καυχόταν ότι απέκτησε τέτοιο ποιμενάρχη. Κατόπιν, απεδείχθη ισάξιος των πλέον οσίων ιεραρχών: κήρυττε ακατάπαυστα τον λόγο του Θεού, παρότρυνε “ευκαίρως ακαίρως” (Β΄ Τιμ. 4,2) με ακατάλυτη υπομονή και μέριμνα να σωθεί και η παραμικρότερη από τις ψυχές που τού εμπιστεύθηκαν. Όταν δεν βρισκόταν στην εκκλησία, πήγαινε να παρηγορήσει τις χήρες και τα ορφανά ή αποσυρόταν στην ησυχία για να συντάξει πνευματικές διδαχές και σχόλια στην Αγία Γραφή· είτε κατ’ ιδίαν, όμως, είτε δημοσίως, ποτέ δεν διέκοπτε την κρυφή και σιωπηλή του συνομιλία με τον αληθινό Ποιμένα, τον Χριστό.

Τρεις ημέρες πριν την εκδημία του, παρουσιάσθηκε στον όσιο Νήφωνα ο Αρχάγγελος Μιχαήλ για να τού αναγγείλει την ημέρα της μετάστασής του στους ουρανούς και να τού υποσχεθεί ότι πολύ σύντομα θα συμμετείχε στην δόξα των Αγγέλων. Ο άγιος Αθανάσιος, ο οποίος στο μεταξύ είχε γίνει πατριάρχης Αλεξανδρείας, ειδοποιήθηκε επίσης σε όραμα και έφθασε δίχως καθυστέρηση στο προσκέφαλο του οσίου ιεράρχη. Μετά μια τελευταία συνομιλία, γεμάτοι συγκίνηση αποχαιρετήθηκαν: ο Αθανάσιος ζήτησε από τον Νήφωνα να τον θυμηθεί ενώπιον του θρόνου του Θεού και ο Νήφων είπε στον αρχιερέα να μην παραλείψει να τον μνημονεύει κατά την θεία Λειτουργία. Κατόπιν, μετά μια τελευταία δέηση υπέρ σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, με πρόσωπο που ακτινοβολούσε παρά τον πυρετό, ο άγιος Νήφων είδε τον Χριστό να έρχεται προς το μέρος του, περιστοιχισμένος από τους Αποστόλους, του Μάρτυρες και τους Προφήτες, λέγοντας: “Ελθέ προς με, ο ενδυσάμενος την εμήν ταπείνωσιν!”. Αμέσως μετά εκοιμήθη.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως. 

Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσέβειας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος, ἀσκητικῶς δοξασθεῖς γὰρ ἐν Ἄθωνι, Πατριαρχῶν καλλονὴ ἐχρημάτισας. Νήφων ἔνδοξε, θείων χαρίτων ἔμπλησον, τοὺς πίστει καὶ πόθω σὲ μεγαλώνοντας. 

Κοντάκιον 

Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ. 

Τῆς Ἐκκλησίας λύχνος ὤφθης παμφαέστατος, τῇ καθαρότητι σοφὲ τῆς πολιτείας σου, τὰς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεις καταπλουτήσας. Ἀλλ’ ὡς σκεῦος ἀρετῶν καὶ ὑποτύπωσις, καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα, τοὺς βοῶντάς σοι: Χαίροις Νήφων Πατὴρ ἡμῶν. 

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/



† Η Αγία Αναστασία η Μεγαλομάρτυς η Φαρμακολύτρια (22 Δεκεμβρίου)

1. Καταγωγή καί δράση της Αγίας Αναστασίας

Γεννήθηκε καί μεγάλωσε στή Ρώμη στό τέλος του 3ου μ.Χ αιώνος. Ήταν κόρη αρχοντικής καί πλούσιας οικογένειας. Παρά τήν σκληρή επαγρύπνηση του ειδωλολάτρη πατέρα της Πραιτεξτάτου, η Χριστιανή μητέρα της Φαύστα τήν οδήγησε στόν Χριστιανό διδάσκαλο Χρυσόγονο πού της δίδαξε τό Χριστιανισμό καί άναψε τόν έρωτα καί τήν αγάπη της πρός τόν Χριστό. Αποφασισμένη νά ζήσει μοναχική ζωή διά βίου, εν αγνεία καί παρθενία, υποχρεώθηκε εν τούτοις πιεζόμενη από τόν πατέρα της, νά παντρευτεί τόν ειδωλολάτρη αξιωματούχο του αυτοκράτορος Διοκλητιανού Πούπλιο, τήν πρός τόν οποίο όμως σαρκική συνάφεια απέφευγε, όπως λέγει τό συναξάριο, διά τήν απιστίαν αυτού, προφασιζόμενη ότι ήταν ασθενής· «νοσείν αεί προφασιζομένη». Ο αιφνίδιος καί θεόσταλτος θάνατος του συζύγου της ελευθέρωσε όλες τίς δυνατότητες της Αναστασίας, πού διέθεσε στό εξής, η περικαλλέστατη αυτή καί αρχοντική νεαρή γυναίκα, όλα της τά πλούτη, τό χρόνο, τή δράση καί τήν αγάπη της στό νά επισκέπτεται στίς φυλακές τούς φυλακισμένους Χριστιανούς, νά τούς ενισχύει καί νά τούς ενθαρρύνει, ώστε νά μήν δειλιάσουν μπροστά στό μαρτύριο. Έγινε «αλείπτρια», προπονήτρια πολλών μαρτύρων πού οφείλουν τό ένδοξο μαρτυρικό τους τέλος στήν ενθάρρυνση της Αναστασίας.

2. Ενισχύει στή Θεσσαλονίκη τίς αδελφές οσιομάρτυρες, Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη

Γιά τό έργο της αυτό δέν περιορίστηκε στή Ρώμη, αλλά άπλωσε τήν αγάπη της μέχρι τήν Ανατολή, μέχρι τή Νικομήδεια, αφού διέτρεξε τό Ιλλυρικό καί τή Μακεδονία, όπου έδρασε ιδιαίτερα στήν πόλη της Θεσσαλονίκης. Οι τρεις γνωστές αδελφές Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη πού μαρτύρησαν επί Διοκλητιανού στή Θεσσαλονίκη, πρίν από τό μαρτυρικό τους θάνατο γνώρισαν τήν φροντίδα καί τήν αγάπη της Αγίας Αναστασίας, η οποία γιά τό λόγο αυτό φυλακίσθηκε καί βασανίσθηκε σέ φυλακή της Θεσσαλονίκης. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό ότι τό όρος στό οποίο τοξεύθηκε από στρατιώτη η τρίτη από τίς αδελφές, η αγία Ειρήνη, είναι τό όρος όπου σήμερα είναι η Μονή της Αγίας Αναστασίας, η οποία φρόντισε καί ενεταφίασε τά τίμια σώματα των τριών αδελφών παρθενομαρτύρων, των οποίων τή μνήμη η Εκκλησία γιορτάζει στίς 16 Απριλίου.

3. Χρυσόγονος καί Ζωΐλος

Δέν είναι όμως μόνον οι τρεις παρθενομάρτυρες της Θεσσαλονίκης μέ τίς οποίες συνδέθηκε η Αγία Αναστασία. Αναφερθήκαμε προηγουμένως στόν διδάσκαλό της Χρυσόγονο, ο οποίος υπέστη μαρτυρικό θάνατο στήν Νικομήδεια της Μικράς Ασίας κατά τόν συναξαριστή, κατ’ άλλους δέ στήν Ακυϊλία της Ιλλυρίας. Σώζεται αλληλογραφία μεταξύ της Αγίας Αναστασίας, τόν καιρό πού τήν είχε φυλακίσει ο άνδρας της, γιά νά εμποδίσει τήν φιλάνθρωπη δράση της, καί του Χρυσογόνου, πού τόν είχαν φυλακίσει, γιατί δίδασκε μέ παρρησία καί πολλή επιτυχία τό Χριστιανισμό. Τόν Χρυσόγονο ακολούθησε η Αναστασία στήν μαρτυρική του πορεία από τή Ρώμη στή Νικομήδεια, αφού εν τώ μεταξύ αποφυλακίσθηκε μετά τό θάνατο του συζύγου της. Του συμπαρεστάθη καί τον ενεδυνάμωσε, η τολμηρή αυτή μαθήτρια τόν πρεσβύτη δάσκαλο. Μετά τόν δι’ αποκεφαλισμού μαρτυρικό του θάνατο, ο Χρυσόγονος εμφανίσθηκε σέ όραμα στόν ιερέα Ζωΐλο, του υπέδειξε τόν τόπο πού βρισκόταν τό άγιό του λείψανο καί του απεκάλυψε ότι ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός έδωσε εντολή νά βασανιστούν οι τρεις αδελφές Αγάπη, Χιονία καί Ειρήνη, τίς οποίες όμως θά ερχόταν νά ενθαρρύνει η Αναστασία, όπως καί έγινε. Τό ίδιο όραμα είδε συγχρόνως καί η Αναστασία, πού ανέλαβε πράγματι νά συμπαρασταθεί στίς τρεις μέλλουσες μάρτυρες. Ο ιερεύς Ζωΐλος, πλησίον του οποίου έμεναν οι τρεις αδελφές, δέχτηκε σέ λίγες μέρες τήν προαναγγελθείσα επίσκεψη της Αναστασίας, η οποία προσκύνησε τό άγιο λείψανο του διδασκάλου της καί ανέλαβε τίς τρεις αδελφές, οι οποίες όπως είπαμε, μαρτύρησαν στή Θεσσαλονίκη. Ο Ζωΐλος εντός ολίγου απέθανεν εν Κυρίω, όπως του είχε προαναγγείλει ο Χρυσόγονος, μαζί μέ τόν οποίο εορτάζεται στίς 22 Δεκεμβρίου, ημέρα του μαρτυρίου καί της μνήμης της Αγίας Αναστασίας. Στόν συναξαριστή ο Ζωΐλος παρουσιάζεται ως μάρτυς. Χρυσόγονος, Ζωΐλος, Αγάπη, Χιονία, Ειρήνη αποτελούν τήν πρώτη ομάδα αγίων, μέ τήν οποία συνδέθηκε η Αγία μας, ακολουθούν όμως καί άλλες.

4. Η Θεοδότη καί τά παιδιά της

Κατά τήν παραμονή της στή Νικομήδεια, όπου είχε φθάσει συνοδεύοντας τόν διδάσκαλό της Χρυσόγονο, η Αναστασία έγινε γνωστή γιά τίς αγαθοεργίες καί τήν χριστιανική της δράση. Στήν πόλη αυτή ζούσε εν χηρεία, μετά τό θάνατο του συζύγου της, η Θεοδότη μέ τά τρία παιδιά της. Προσκολλήθηκε στήν Αναστασία, ως συνεργάτης καί βοηθός στίς ατέλειωτες επισκέψεις των φυλακισμένων καί διωκομένων Χριστιανών. Επειδή αρνήθηκε νά υπανδρευθεί τόν άρχοντα Λευκάδιο, πού τήν θαύμαζε γιά τήν ομορφιά της, η Θεοδότη οδηγήθηκε σέ δίκη, κατά τήν οποία προτίμησε νά μαρτυρήσουν αυτή καί τά τρία παιδιά της μέσα σέ καμίνι φωτιάς, παρά νά αρνηθούν τόν Χριστό· η μητρότητα στίς ωραιότερες στιγμές της, αφού θέτει σέ δεύτερη μοίρα τή ζωή τή σαρκική των παιδιών της, προκειμένου νά κερδίσουν τήν αιώνια καί αγέραστη ζωή της βασιλείας του Θεού. Αλλη μία ομάδα μαρτύρων από τόν κύκλο της Αγίας Αναστασίας, πού γιορτάζουν επίσης μαζί της στίς 22 Δεκεμβρίου.

5. Οι εκατόν είκοσι κατάδικοι

Εφθασε όμως καί ο καιρός καί του δικού της μαρτυρίου, πρίν από τό οποίο έγινε αιτία νά πλουτίσει η Εκκλησία μας μέ εκατόν είκοσι ακόμη μάρτυρες. Μετά από επίμονες προσπάθειες οι άρχοντες, άλλοτε μέ υποσχέσεις καί γλυκόλογα καί άλλοτε μέ φρικτά βασανιστήρια, δέν κατόρθωσαν νά πείσουν τήν Αναστασία νά αρνηθεί τή χριστιανική της πίστη. Η Θεοδότη εμφανιζόταν στόν ύπνο της, μήνυμα από τόν ουρανό, γιά νά τήν ενισχύσει, ανταποδίδοντας έτσι όσα είχε κάνει η Αναστασία γι αυτήν. Κατά θαυματουργικό τρόπο η Αναστασία, αντί νά βγαίνει ταλαιπωρημένη καί εξουθενωμένη από τίς φυλακές καί τά βασανιστήρια, εμφανιζόταν ακμαία καί χαρούμενη. Στήν απόγνωσή του ο ειδωλολάτρης άρχοντας διατάσσει νά βάλουν τήν Αναστασία μαζί μέ άλλους εκατόν είκοσι ειδωλολάτρες καταδίκους καί ένα Χριστιανό, τόν Ευτυχιανό, μέσα σέ μεγάλη βάρκα, νά ανοιχθούν στή θάλασσα καί, αφού ανοίξουν οπές στή βάρκα, νά τούς αφήσουν νά πνιγούν, όπως καί έγινε. Ο Θεός όμως δέν επέτρεψε νά ευοδωθούν τά σχέδια του άρχοντα, γιατί τό δικό του σχέδιο προέβλεπε τή σωτηρία καί άλλων ανθρώπων. Ξαφνικά εμφανίζεται στό τιμόνι της βάρκας η Θεοδότη καί τήν οδηγεί μέ ασφάλεια στή στεριά. Εκθαμβοι οι εκατόν είκοσι κατάδικοι από τό θαύμα πού έζησαν, πίστεψαν στόν Χριστό, ομολόγησαν καί αυτοί μέ παρρησία τήν πίστη τους ενώπιον του άρχοντος, μέ συνέπεια νά αποκεφαλισθούν καί νά κερδίσουν τόσο γρήγορα τήν αιωνιότητα.

6. Τό μαρτύριο της Αγίας

Η άκαμπτη καί ανυποχώρητη Αναστασία τελικά δέθηκε σέ πασσάλους καί, δεμένη όπως ήταν, παραδόθηκε στή φωτιά, στίς 22 Δεκεμβρίου, πού η Εκκλησία γιορτάζει τή μνήμη της. Τό λείψανο της Αγίας τό πήρε μία γυναίκα αρχόντισσα, πού λεγόταν Απολλωνία, αφού χρησιμοποίησε τή γνωριμία της μέ τή σύζυγο του επάρχου. Ενεταφίασε τό σώμα στόν κήπο της, όπου αργότερα έκτισε καί νάο πρός τιμήν της. Ποιός ακριβώς ήταν ο τόπος αυτός του μαρτυρίου καί του ενταφιασμού της δέν γνωρίζουμε. Τό μαρτύριό της έγινε τό 303 ή 304 κατά τό Διωγμό του Διοκλητιανού, κατά πολλούς στή Θεσσαλονίκη, κατά άλλους στό Σίρμιο, ενώ υπάρχουν καί μερικοί πού πιστεύουν ότι εμαρτύρησε στή Ρώμη.

7. Τά λείψανα της Αγίας

Είναι πάντως ιστορικά εξακριβωμένο ότι τό λείψανό της βρέθηκε στό Σίρμιο, απ όπου μεταφέρηθκε στήν Κωνσταντινούπολη επί πατριάρχου Γενναδίου (457-471) καί αυτοκράτορος Λέοντος Α´ (457-474). Τοποθετήθηκε κατ αρχήν στόν επ ονόματί της ναό πού βρισκόταν στόν Ιππόδρομο, τόν μοναδικό πού είχε απομείνει στούς Ορθοδόξους κατά τήν εποχή του Αρειανισμού. Στόν μικρό αυτό ναό έδωσε τή μεγάλη μάχη του εναντίον αυτής της αιρέσεως ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος καί επανέφερε τήν Ορθοδοξία στήν Κωνσταντινούπολη μέ τούς περίφημους Θεολογικούς Λόγους πού εξεφώνησε εκεί.

Σήμερα, μέρη των ιερών λειψάνων της Αγίας, η αγία κάρα της καί μέρος από τό δεξιό της πόδι βρίσκονται στήν Ιερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στήν Μακεδονία.

8. Γιατί ονομάζεται «Φαρμακολύτρια»

α) Δίδει φάρμακα καί θεραπεύει σωματικές καί ψυχικές ασθένειες

Τό επίθετο «Φαρμακολύτρια» της Αγίας έχει δύο έννοιες, μία γενική καί μία ειδική. Κατά τήν ευρύτερη, τήν γενική έννοια, η Αγία ονομάζεται έτσι, διότι όπως λέει ο Τρύφων Ευαγγελίδης στό βιβλίο του Βίοι Αγίων (σελ. 994) «είχεν άνωθεν παρά Θεού τήν δύναμιν νά λύη καί καταστρέφη των φαρμάκων καί των δηλητηρίων τά κακά αποτελέσματα καί τάς ενεργείας» ή διότι παρέχει η ίδια αφθόνως φάρμακα, «εκλύει» φάρμακα γιά τήν θεραπεία των σωματικών καί ψυχικών ασθενειών, όπως λέγει τό Μεγαλυνάριο μιάς ακολουθίας της: «Φάρμακα προχέουσα μυστικά ψυχών καί σωμάτων θεραπεύεις πάθη δεινά, ω Αναστασία, τη θεία ενεργεία· διό τάς χάριτάς σου πάντες κηρύττομεν».

β) Διότι λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια

Κατά τήν ειδική έννοια η Αγία ονομάζεται «Φαρμακολύτρια», διότι ανάμεσα στίς πολλές άλλες ιάσεις καί θεραπείες πού επιτελεί έλαβε από τόν Θεό τή Χάρη καί τή δύναμη νά γλυτώνει όσους έπεσαν στά δίχτυα των φαρμακών καί των φαρμακευτριών, δηλαδή των μάγων καί των μαγισσών. Λύνει τίς φαρμακείες, δηλαδή τά μάγια, καί γι αυτό ονομάζεται φαρμακολύτρια.

Παραθέτουμε ένα από τά παλαιά θαύματα της Αγίας πού αναφέρεται σέ θεραπεία μαγεμένης κοπέλλας καί έχει σχέση μέ τό μοναστήρι πού ήταν τότε ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, όπως τό διηγείται ο πατήρ Χαράλαμπος Βασιλόπουλος (Βίοι Αγίων 89, Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια, σελ. 34 ε.):

Μιά κοπέλλα ευγενής καί ωραία, πού καταγόταν από τήν Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη. Επειτα μετάνοιωσε η νέα καί δέν τόν ήθελε τόν μνηστήρα. Αλλά γιά νά μήν τήν ενοχλεί εκείνος, έφυγε καί πήγε στό Μοναστήρι, πού ήταν Ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί εκεί εμόνασεν.

Ο μνηστήρας της δέν μπορούσε μέ κανέναν τρόπο νά τήν βγάλη από τό Μοναστήρι. Ηταν μεθυσμένος από τόν έρωτα. Γι αυτό βρήκε ένα μεγάλο μάγο καί του έταξε πολλά χρήματα, αν θά μπορούσε νά καταφέρη τήν νέα μέ τά μάγια του, νά εγκαταλείψη τό Μοναστήρι καί νά γίνη γυναίκα του.

Ο μάγος εκεί στήν Καππαδοκία έκανε τά μάγια του καί η γυναίκα βγήκε από τίς φρένες της. Γύριζε όλο τό Μοναστήρι καί φώναζε τόν μνηστήρα μέ τό όνομά του. Ωρκιζόταν δέ, ότι εάν δέν της ανοίξουν τήν πόρτα νά πάη νά τόν βρή θά πνιγόταν. Η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η Ηγουμένη, τήν έβλεπε σ αυτήν τήν κατάσταση, έκλαιγε καί έλεγε:·

- Αλλοίμονο σέ μένα τήν αθλία, διότι διά τήν αμέλειαν των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τά πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δέν θά σέ αφήση νά καταπιής τήν αμνάδα μου.

Τότε συγκέντρωσε όλη τήν αδελφότητα καί τίς δίδαξε νά φυλάγωνται από τίς πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν νά νηστέψουν όλες όλη τήν εβδομάδα καί νά προσεύχωνται. Νά κάμνουν δέ διά τήν πάσχουσαν αδελφήν, κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Ετσι προσευχόταν η κάθε μία στό κελλί της.

Τήν τρίτη νύχτα βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί πού προσευχόταν, τά μεσάνυχτα, μπροστά της τόν Μέγαν Βασίλειον, πού της είπε:

-Γιατί μάς ονειδίζεις Ειρήνη, ότι αφήνομε καί γίνονται στήν πατρίδα μας τά φοβερά καί ανόσια μάγια; ῞Οταν ξημερώση, πάρε τήν άρρωστη μαθήτριά σου καί νά τήν πάς εις τάς Βλαχέρνας. Εκεί θά έλθη νά τήν θεραπεύση η Μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, πού έχει τή δύναμη.

Ο ῞Αγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε τήν πάσχουσα καί δύο αδελφές, τίς εναρετώτερες, καί πήγε στόν Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη τήν ημέρα μέ δάκρυα. Τό μεσονύκτιον όμως από τόν κόπον αποκοιμήθηκαν.

Τότε βλέπει στόν ύπνο της η Αγία πολύ λαό, πού ετοίμαζαν τούς δρόμους. Ηταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι καί ραντίζανε μέ ευωδέστατα άνθη καί εθυμίαζαν. Η Αγία τούς ρώτησε, γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν:

- Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου καί σύ ν αξιωθής νά τήν προσκυνήσης.

Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Τήν ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραπηφόρων, τό δέ θείο καί σεβάσμιο πρόσωπό της έχυνε τόση λάμψη, πού δέν μπορούσε νά τό βλέπη άνθρωπος. ῞Οταν είδε όλους τούς εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε καί στήν άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η Ηγουμένη πέφτει στά πόδια της Παναγίας φοβισμένη καί έντρομη. Ακουσε όμως ότι η Θετόκος φώναξε τό Μέγαν Βασίλειον καί τόν ερώτησεν γιά τήν Ειρήνη, τί χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσεν όλη τήν υπόθεση της νέας.

- Καλέστε τήν Αναστασία, είπεν η Παναγία.

Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος της είπε:

- Πηγαίνετε στήν Καισάρεια μέ τόν Βασίλειο, εξετάστε μέ επιμέλεια καί νά θεραπεύσετε αυτήν τήν κόρη της, διότι σέ σένα ο Υιός καί Θεός μου χάρισε αυτήν τήν χάριν.

Κατόπιν προσκύνησαν τήν Παναγία η Αγ. Αναστασία καί ο Μέγας Βασίλειος καί ανεχώρησαν εσπευμένως νά εκτελέσουν τήν εντολή. Ακουσε δέ καί η Οσία Ηγουμένη μιά φωνή, πού της έλεγε·:

- Πήγαινε στό Μοναστήρι σου, εκεί θά θεραπευθή.

Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε καί στίς άλλες μοναχές τό όραμα καί ανεχώρησαν χαρούμενες. Ηταν Παρασκευή καί τήν ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στό Ναό. Η οσία τούς διηγήθηκε τήν οπτασία καί τίς διέταξε νά σηκώσουν μάτια καί χέρια στόν Ουρανό καί νά λέγουν από τήν καρδιά τους τό «Κύριε ελέησον».

Επειτα από πολλή ώρα προσευχής μέ δάκρυα, φάνηκαν στόν αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια καί ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:

- ῞Απλωσε, Ειρήνη, τά χέρια σου. Δέξου αυτά καί μή μάς ονειδίζεις άδικα.

Αυτό της τό είπε, διότι η Οσία Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στήν εικόνα του καί του έλεγε νά διώξη τούς Μάγους από τήν Καισάρεια. Άπλωσε τότε τά χέρια της καί πήρε ένα δέμα, πού ερχόταν από τόν αέρα καί τό οποίον εζύγιζε τρεις λίτρες.

῞Οταν όμως τό έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά· σπάγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα καί γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Τό ένα ήτο του ανδρός τό ομοίωμα καί τό άλλο της μοναχής. Οι μοναχές εθαύμασαν καί όλη τήν νύχτα ευχαριστούσαν τήν Θεοτόκον.

Τό πρωί έστειλε η Ηγουμένη στίς Βλαχέρνες δύο μοναχές καί τήν πάσχουσαν. Εδωσε συγχρόνως εις αυτές καί τά προαναφερθέντα μαγικά, καθώς καί λάδι μέ πρόσφορον, γιά νά λειτουργήση ο Προσμονάριος.

Αυτός μετά τήν θείαν Λειτουργίαν έχρισε τήν άρρωστη από τό λάδι της κανδήλας. Επειτα έβαλε τά μαγικά επάνω στά αναμμένα κάρβουνα. Τήν ώρα δέ πού καιγόταν εκείνα, λύνονταν καί τά αόρατα δεσμά της μοναχής. Ηλθε τότε στό μυαλό της καί δόξαζε τόν Θεόν, πού τήν απάλλαξε.

῞Οταν όμως διαλύθηκαν τελείως τά μολυβένια αγάλματα, έβγαιναν φωνές μεγάλες από τά κάρβουνα, όπως κάνουν οι χοίροι, όταν τούς σφάζουν.

῞Οσοι ήσαν παρόντες καί έβλεπαν καί άκουγαν αυτά, φύγανε έντρομοι, δοξάζοντες τόν Θεόν, πού κάμνει τέτοια θαυμάσια. Κατόπιν επέστρεψαν οι μοναχές στό Μοναστήρι καί διηγόνταν στίς άλλες τά συμβάντα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Tῶν μαρτύρων ταῖς χρείαις διακονήσασα, μαρτυρικῶς ἐμιμήσω τὰς ἀριστείας αὐτῶν, δι' ἀθλήσεως ἐχθρὸν καταπαλαίσασα· ὅθεν βλαστάνεις δαψιλῶς χάριν ἄφθονον ἀεί, θέοφρων Ἀναστασία, τοῖς προσιοῦσιν ἐκ πόθου τῇ ἀρωγῇ τῆς προστασίας σου.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Οἱ ἐν πειρασμοῖς, καὶ θλίψεσιν ὑπάρχοντες, πρὸς τὸν σὸν ναόν, προστρέχοντες λαμβάνουσι, τὰ σεπτὰ δωρήματα, τῆς ἔν σοὶ ἐνοικούσης θείας χάριτος Ἀναστασία· σὺ γὰρ ἀεί, τῷ κόσμῳ πηγάζεις τὰ ἰάματα.

Αποσπάσματα από τό βιβλίο

«ΙΕΡΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΜΟΝΗ

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ

ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΔΙΣΤΟΣ ΤΟΠΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ»

τού ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΙΛΗΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

Πηγή: http://www.imkby.gr/greek/ordodox/anastasia.htm
http://vatopaidi.wordpress.com/



† Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και Ιερομάρτυρας (20 Δεκεμβρίου)

Ο χρόνος γέννησης και η εθνικότητα του Άγιου Ιγνατίου είναι ασαφή.

Στο θρόνο της Αντιόχειας ο Ιγνάτιος ανέβηκε μεταξύ 68-70 μ.Χ.

Ποίμανε σαν αποστολικός διδάσκαλος και στάθηκε φρουρός των ψυχών του ποιμνίου του.

Όταν ο Τραϊανός διέταξε διωγμό κατά των Χριστιανών, θαρραλέα ο Ιγνάτιος, ενώ ο βασιλιάς περνούσε από την Αντιόχεια, παρουσιάστηκε μπροστά του και υπεράσπισε τα δίκαια της Εκκλησίας και την αλήθεια της χριστιανικής πίστης.

Τότε ο Τραϊανός, διέταξε τη σύλληψη του Ιγνατίου και τη μεταφορά του στη Ρώμη.

Οι χριστιανοί της Ρώμης σκόπευαν να τον απαλλάξουν από το μαρτύριο, αλλά ο Ιγνάτιος, με φλογερή δίψα προς το μαρτύριο, έγραψε σ' αυτούς να αφήσουν να γίνει το θέλημα του Θεού.

Έτσι, την 20ή Δεκεμβρίου του έτους 107 μ.Χ., τον έριξαν στο αμφιθέατρο, όπου πεινασμένα θηρία τον κατασπάραξαν.

Διασώθηκαν μόνο τα μεγαλύτερα από τα οστά του, που μεταφέρθηκαν και τάφηκαν με τιμές στην Αντιόχεια.

Αργότερα μετακομίσθηκαν στη Ρώμη (β' ανακομιδή το 540 μ.Χ. και εναποτέθησαν στον Ιερό Ναό του Αγίου Κλήμεντος).

Έτσι, ο Ιγνάτιος έμεινε μέχρι τέλους πιστός στη διδαχή του Χριστού, και

"ο μένων εν τη διδαχή του Χριστού, ούτος και τον πατέρα και τον υίόν έχει". Β' επιστολή Ιωάννου, 9..

Εκείνος δηλαδή, που μένει στη διδαχή του Χριστού, αυτός και τον Πατέρα και τον Υιό έχει, διότι αυτός έγινε ναός του Θεού και επομένως φέρει μέσα του το Θεό.

Γι' αυτό και ο Ιγνάτιος επονομάσθηκε Θεοφόρος.

Απολυτίκιο. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θείω έρωτι επτερωμένος, του σε ψαύσαντος, χερσίν αχράντοις, Θεοφόρος ανεδείχθης Ιγνάτιε' και εν τη Δύσει τελέσας τον δρόμον σου, προς την ανέσπερον λήξιν εσκήνωσας. Πάτερ Όσιε Χριστόν τον Θεόν Ικέτευε, δωρήσασθαι  ημίν το μέγα έλεος.

Πηγή: http://www.pigizois.net/



† Ο Προφήτης Δανιήλ και οι Άγιοι Τρεις Παίδες Ανανίας, Αζαρίας και Μισαήλ (17 Δεκεμβρίου)


Eις τον Δανιήλ.
Ὕπαρ, Θεέ, βλέπει σε νῦν ἐπὶ θρόνου,
Τμηθεὶς Δανιήλ, οὐκ ὄναρ καθὼς πάλαι.

Eις τους τρεις Παίδας.
Εἰ μὴ θανεῖν τρεῖς Παῖδες ἤρων ἐκτόπως,
Ὡς τοῦ πυρὸς πρίν, ἦρχον ἂν καὶ τοῦ ξίφους.

Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Δανιὴλ τάμον, ὃς βλέπει μέλλον.

Βιογραφία
Ο προφήτης Δανιήλ είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους προφήτες και έζησε στα τέλη του 7ου με τις αρχές 6ου π.Χ. αιώνα. Ανήκε στη φυλή του Ιούδα, ήταν από βασιλικό γένος και γεννήθηκε στην Άνω Βηθαρά.

Νήπιο ακόμα, οδηγήθηκε μαζί με τους γονείς του αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα. Με την πρόνοια του Ναβουχοδονόσορα, ο Δανιήλ (που ο αυτοκράτορας μετονόμασε Βαλτάσαρ) με τους τρεις Εβραίους νεαρούς, Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ, σπούδασαν στην αυτοκρατορική αυλή. Επειδή η απόδοσή τους στις σπουδές ήταν άριστη, όταν ενηλικιώθηκαν ο βασιλιάς τους έδωσε μεγάλη θέση στο κράτος. Μάλιστα ο Δανιήλ είχε το χάρισα να ερμηνεύει όνειρα και αργότερα προφήτευσε και τον ερχομό του Υιού του ανθρώπου.

Κάποτε όμως ο Ναβουχοδονόσωρ, έκανε δική του χρυσή εικόνα και απαίτησε απ' όλους τους αξιωματούχους και το λαό να την προσκυνήσουν. Ο Δανιήλ έλειπε σε αποστολή. Ήταν όμως οι τρεις παίδες, που δεν προσκύνησαν την εικόνα. Αμέσως καταγγέλθηκαν στο βασιλιά. Αυτός τους είπε ότι, αν πράγματι δεν προσκύνησαν, τους περιμένει το καμίνι της φωτιάς. Τότε οι τρεις παίδες απάντησαν: «Άκου βασιλιά, ο ουράνιος Θεός, τον οποίο εμείς λατρεύουμε, είναι τόσο δυνατός, που μπορεί να μας βγάλει σώους και αβλαβείς από το καμίνι της φωτιάς και να μας σώσει από τα χέρια σου. Αλλά και αν ακόμα δεν το κάνει, να ξέρεις ότι τους θεούς σου δε λατρεύουμε και την εικόνα σου δεν προσκυνάμε».

Πράγματι, όταν τους έριξαν στη φωτιά, οι τρεις παίδες βγήκαν σώοι και αβλαβείς. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με το Δανιήλ, όταν ο Δαρείος τον έριξε στο λάκκο των λεόντων, επειδή έκανε την προσευχή του, ενώ ο βασιλιάς είχε διατάξει για 30 μέρες να μη κάνει κανείς ιδιαίτερη προσευχή.

Βλέποντας το θαύμα ο Δαρείος, κράτησε το Δανιήλ στην αυλή του, όπου παρέμεινε και πέθανε σε βαθιά γεράματα, πιθανότατα, στα Σούσα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Μεγάλα τὰ τῆς πίστεως κατορθώματα! ἐν τῇ πηγῇ τῆς φλογός, ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως, οἱ ἅγιοι τρεῖς παῖδες ἠγάλλοντο· καὶ ὁ Προφήτης Δανιήλ, λεόντωv ποιμήv, ὡς προβάτων ἐδείκνυτο. Ταῖς αὐτῶν ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’ . Αὐτόμελον.
Χειρόγραφον εἰκόνα μὴ σεβασθέντες, ἀλλ᾽ ἀγράφῳ οὐσίᾳ θωρακισθέvτες, τρισμακάριοι ἐν τῷ σκάμματι, τοῦ πυρὸς ἐδοξάσθητε· ἐν μέσῳ δὲ φλογός, ἀvυποστάτου ἱστάμεvοι, Θεὸν ἐπεκαλεῖσθε· Τάχυνοv ὦ οἰκτίρμωv, καὶ σπεῦσον ὡς ἐλεήμωv, εἰς τὴv βοήθειαν ἡμῶv, ὅτι δύνασαι βουλόμενος.

Πηγή: http://www.saint.gr/

† Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου, Αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (17 Δεκεμβρίου)

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου είναι άγιος της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έζησε και έδρασε στη Ζάκυνθο από τα μέσα του 16ου αιώνα ως και τις αρχές του 17ου, ενώ διετέλεσε και επίσκοπος Αιγίνης. Σήμερα αποτελεί ένα από τους λαοφιλέστερους σύγχρονους αγίους και είναι πολιούχος της πόλης της Ζακύνθου.

Ο βίος του

Παιδική ηλικία και μόρφωση

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος. Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό αξίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.

Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του τού παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρό Δραγωνίγο τόσο γνώσεις για τη θύραθεν παιδεία, όσο και για τα «εκκλησιαστικά γράμματα». Δεν γνωρίζουμε εν συνεχεία ποιοί διετέλεσαν δάσκαλοί του, όμως οπωσδήποτε απέκτησε σημαντική μόρφωση, αφού πέραν των ελληνικών και ιταλικών είχε εξαιρετικό χειρισμό της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας, ενώ μια διασωθείσα επιστολή με υπομνηματισμούς πάνω στον Γρηγόριο το Θεολόγο, αναδεικνύει την ευρεία θεολογική μόρφωση που είχε ήδη αποκτήσει.

Ο μοναχικός βίος

Σε ηλικία 20 ετών και μετά το τέλος της ζωής των γονιών του, όπως αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του, αποφασίζει να πάρει το μοναχικό σχήμα. Η κλίση ήδη είχε φανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην Ορθόδοξη πατερική θεολογία. Παρότι πλούσιος αποφάσισε να γίνει μοναχός και εκάρη στη μονή Στροφάδων, νότια της πόλης της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών και διήγαγε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής.

Ιεροσύνη και επισκοπή

Ένα έτος αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει να στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνωρ όμως εντυπωσιαστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χηρεία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητος του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συνέναισε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από πνευματικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.

Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές ακατάπαυστο έργο, κατεπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να στείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.

Η φυγάδευση του δολοφόνου του αδελφού του

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης.

Το τέλος της ζωής του και το άφθαρτο σκήνωμα
Ο ναός του αγίου ΔΙονυσίου στη Ζάκυνθο.

Ο Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά εκοιμήθη σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, όπου και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του στην ανακομιδή παρεδόθη ακέραιο όπως και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸv γόνον καὶ Αἰγίvης τὸν πρόεδρον, τὸv φρουρὸν μονῆς τὼv Στροφάδωv, Διοvύσιοv ἅπαντες, τιμήσωμεv συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικριvῶς· Tαῖς λιταῖς τοὺς τὴv σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας σῶσον καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι· δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖv, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Πηγή: http://el.wikipedia.org/



† Ο Άγιος Ελευθέριος και η Αγία Ανθία (15 Δεκεμβρίου)

Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τον 2ο αι. από πλούσιους γονείς. Ο πατέρας του ήταν ύπατος της Ρώμης. Η μητέρα του Ανθία ( της Ευανθίας γόνος, στιχηρό Εσπερινού) έγινε χριστιανή ακούοντας το κήρυγμα από μαθητές του Απ. Παύλου. Αυτή ανέλαβε και το βάρος της ανατροφής του μικρού Ελευθέριου μετά το θάνατο του πατέρα που συνέβη λίγο καιρό μετά τη γέννηση του.
Η Ανθία του έδωσε χριστιανική ανατροφή και τον συνέδεσε με τον επίσκοπο της Ρώμης Ανίκητο (155-166). Ο επίσκοπος βλέποντας την θερμουργό πίστη και την ενάρετη ζωή του εφήβου Ελευθέριου τον χειροτόνησε διάκονο στα 15 του χρόνια. Στη ηλικία των 17 ετών χειροτόνησε σε πρεσβύτερο τον αφοσιωμένο στην αποστολή του Ελευθέριο και στην ηλικία των 20 ετών του ανέθεσε τον επισκοπικό θρόνο της περιοχής του Ιλλυρικού, σημερινής Αλβανίας με έδρα την Αυλώνα.
Μα χειροτονήθηκε τόσο μικρός; Στο ερώτημα δίνει απάντηση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης… Γράφει σε υποσημείωση του Συναξαριστού του. « Ας μη θαυμάζει κανείς ότι αυτός ο άγιος χειροτονήθηκε σε ηλικία αντίθετη με τους ιερούς κανόνες της 6ης Οικ. Συνόδου και της τοπικής Συνόδου της Νεοκαισαρείας, οι οποίοι ορίζουν ότι ο διάκονος χειροτονείται στη ηλικία των 25 χρόνων, ο πρεσβύτερος στα 30 και ο επίσκοπος πάνω από 30. Αυτό έγινε γιατί ο άγιος Ελευθέριος έζησε πριν ακόμη γίνουν οι παραπάνω κανόνες, οι οποίοι έγιναν αργότερα».
Η χειροτονία του αγίου Ελευθερίου, όπως γράφει κάποιος βιογράφος του, έγινε « κατ’ οικονομίαν» Θεού, λόγω των μεγάλων αρετών και της σοφίας του με την οποία προσείλκυε στον Χριστό τους ειδωλολάτρες. Η γλυκύτητα του λόγου του, που επιβεβαιωνόταν με τα πολλά θαύματα του, έκανε αυτούς που βρίσκονταν στην πλάνη να ασπαστούν την χριστιανική αλήθεια.
Ο εχθρός όμως της σωτηρίας μας διάβολος άρχισε τον πόλεμο εναντίον του. Τότε ο διώκτης αυτοκράτορας Αδριανός έμαθε τη δράση του αγίου στην Ιλλυρία και έστειλε ένα στρατηγό του, τον Φήλικα, να τον συλλάβει. Αυτός ξεκίνησε με άγριες διαθέσεις. Έφτασε στην Αυλώνα, περικύκλωσε το ναό που βρισκόταν ο άγιος και μπήκε με απόφαση να τον σύρει έξω με τη βία. Γοητεύτηκε όμως από τη διδασκαλία του αγίου. Το άγριο βλέμμα του ημέρεψε. Ο λύκος έγινε πρόβατο. Ο διώκτης έγινε μαθητής. Πίστεψε στον Χριστό και βαπτίστηκε. Ο στρατηγός Φήλικας ξεχνά την εντολή του αυτοκράτορα. Ο άγιος όμως Ελευθέριος αφού τον προετοίμασε τον διέταξε να εκτελέσει τη διαταγή του αυτοκράτορα για να μή « ζημιωθεί του μαρτυρίου τον στέφανον».
Μετά από λίγες μέρες έφτασαν στη Ρώμη και ο άγιος παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα. Κατά τη συνήθειά του ο διώκτης στη αρχή κολάκευσε τον άγιο, του υποσχέθηκε πλούτο, δόξα και τιμές και μετά τον απείλησε με τα φοβερά μαρτύρια που θα ακολουθούσαν αν δεν θυσίαζε στος Θεούς. Όπως ήταν φυσικό ο άγιος παρέμεινε ακλόνητος στην πίστη και παρουσίασε την ανοησία της ειδωλολατρικής θρησκείας.
Ο Αδριανός τον υπέβαλε στα παρακάτω βασανιστήρια.

α. Τον έβαλε σε πυρακτωμένο κρεβάτι για να ψηθεί. Ο Θεός όμως έστειλε δροσία στον γενναίο ομολογητή και ανακούφισε τους πόνους του. Όταν διέταξε ο αυτοκράτορας να πάρουν τον άγιο από το κρεβάτι, νομίζοντας τον νεκρό, ο ίδιος σηκώθηκε και έψαλλε το « Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου και ευλογήσω το όνομα σου…». Ανέφερε δε στον τύραννο ότι η σωτηρία του έγινε από τον μόνο αληθινό Θεό και όχι από τους δικούς του ψεύτικους Θεούς.
β. Τον τοποθέτησε σε ειδικό μεγάλο τηγάνι που είχαν για τον βασανισμό των χριστιανών. Αφού έκαψε το λάδι έβαλαν τον άγιο μέσα σ’ αυτό. Πάλι όμως θαυματούργησε ο Θεός. Έσβησε τη φωτιά και κρύωσε το λάδι δροσίζοντας με τη θεία Χάρη του τον άγιο.
γ. Μεγάλος λέβητας (καζάνι) με λίπος, κερί και πίσσα. Αφού με δυνατή φωτιά κόχλαζαν τα υλικά έριξαν μέσα τον μάρτυρα του Χριστού, ο οποίος έμεινε εντελώς ανέπαφος ελέγχοντας τον αυτοκράτορα ότι είναι σάν τους λύκους της Αραβίας που καταδιώκουν τα ήμερα πρόβατα του Χριστού.
Τότε πλησίασε τον αυτοκράτορα ο έπαρχος της Ρώμης Κορέμων, άνθρωπος σκληρόκαρδος, πολυμήχανος και ευφάνταστος στο να βρίσκει βασανιστήρια και του είπε ότι θα πείσει τον Ελευθέριο να αρνηθεί την πίστη του. Κατασκεύασε μια κάμινο με μυτερά σουβλιά για να ρίξει μέσα τον προσευχόμενο αθλητή του Χριστού που παρακαλούσε να αξιώσει τους διώκτες του να αφήσουν το ψέμα της ειδωλολατρίας και να γνωρίσουν την αλήθεια. Και ο Θεός άκουσε τη δέησή του. Συνέβη και πάλι το θαύμα του Χριστού όπως προηγουμένως στον Φίληκα.
Ο Κορέμων φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Πλησίασε τον αυτοκράτορα και του είπε: Τί κακό έκανε ο Ελευθέριος και τον καταδίκασες σε τόσο σκληρό θάνατο; Ο αυτοκράτορας έμεινε έκπληκτος και οργισμένος διέταξε να βάλουν μέσα στο καμίνι με τα καρφιά τον Κορέμωνα, ο οποίος φώναξε στον άγιο να τον βοηθήσει με την προσευχή του. Ο Κορέμων μπήκε και βγήκε μέσα στον κλίβανο χωρίς να πάθει τίποτε. Ο αυτοκράτορας βλέποντας την ήττα των θεών του διέταξε αμέσως τον αποκεφαλισμό του. Έτσι με λίγο κόπο και σε μια στιγμή ο έπαρχος της Ρώμης κέρδισε την αιώνια ζωή με το βάπτισμα του μαρτυρίου.
Μετά μπήκε στον πυρακτωμένο κλίβανο ο ιερομάρτυρας Ελευθέριος. Πάλι η χάρη και η δύναμη του Θεού θαυματούργησε. Η φωτιά έσβησε και τα σουβλερά καρφιά λύγισαν ώστε να μη βλάψουν το σώμα του. Ο λαός που παρακολουθούσε φώναζε δυνατά: «μέγας ο Θεός των χριστιανών» ο αυτοκράτορας όμως έμεινε ψυχικά τυφλός.
δ. Ο άγιος στη φυλακή. Ο αυτοκράτορας διέταξε να φυλακιστεί ο άγιος στις σκοτεινές φυλακές της Ρώμης για να πεθάνει από την πείνα. Εκεί ο Θεός έστελλε τροφή στο άγιο με ένα περιστέρι.
ε. Δεμένος σε ατίθασσα άλογα. Αφού δεν πέθανε στη φυλακή από πείνα, όπως περίμενε ο αυτοκράτορας, έδωσε εντολή να τον δέσουν σε δυό ατίθασσα άλογα και να τα κεντρίσουν να τρέχουν δυνατά ώστε να κατακοπούν οι σάρκες του αγίου και να πεθάνει. Άγγελος Κυρίου ημέρεψε τα άλογα, έλυσε τον άγιο από τα δεσμά και τον οδήγησε σε ένα βουνό στο οποίο έμεινε προσευχόμενος. Κάθε φορά που ο άγιος έψαλλε δοξολογώντας και υμνώντας τον Κύριο μαζεύονταν τα αγρίμια του δάσους και έμενα ακίνητα και σιωπηλά σκύβοντας το κεφάλι τους δείχνοντας το σεβασμό τους.
Στ. Το μαρτυρικό τέλος του. Μερικοί κυνηγοί που είδαν τον άγιο στο βουνό το ανέφεραν στον αυτοκράτορα που έστειλε ένα στρατιωτικό απόσπασμα να τον συλλάβει. Τα άγρια θηρία όρμησαν εναντίον των στρατιωτών. Ό άγιος τα διέταξε να ηρεμήσουν και να γυρίσουν στις φωλιές τους. Ακολούθησε τους στρατιώτες διδάσκοντάς τους να αρνηθούν την πλάνη τους. Μερικοί πίστεψαν.
Όταν έφτασαν στη Ρώμη ο αυτοκράτορας είχε αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του μάρτυρα. Ήθελε όμως να δώσει και θέαμα στους Ρωμαίους. «Άρτος και θεάματα» ήταν η προσφιλής τακτική της τότε εποχής. Το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα; Στη αρένα της τηλεόρασης βλέπουμε να ρίχνονται στα σαρκοβόρα θηρία που βρυχόνται με μανία και διψούν για ανθρώπινο αίμα και να καταδικάζονται με κατασκευασμένα στοιχεία αθώοι άνθρωποι γιατί πρέπει να προσφερθεί «θέαμα». Τον «άρτον», τις παχυλές δηλ. αμοιβές, τις απολαμβάνει όχι ο λαός, αλλά οι διάφοροι «δαιμόνιοι» ( κατάλληλη λέξη! Κατεχόμενοι απο δαιμονικό πνεύμα) δημοσιογράφοι, οι οποίοι φυσικά εκφράζουν τη φωνή και τα συμφέροντα του κυρίου τους.
Οδήγησαν τον άγιο Ελευθέριο μέσα στήν αρένα (στάδιο) και άφησαν στην αρχή μια πεινασμένη και άγρια λέαινα και μετά ένα λιοντάρι να τον κατασπαράξουν. Τα θηρία πλησίασαν σαν ήμερα ζώα τον άγιο και του φιλούσαν τα πόδια δείχνοντας την αγάπη και την συμπάθεια τους ( έφραξας στόματα λεόντων, εις ημερότητα αυτών μεταποιήσας την αγριότητα). Βλέποντας ο αυτοκράτορας τη συμπεριφορά των λιονταριών και ακούοντας την ιαχή του πλήθους «μέγας ο Θεός των χριστιανών» διέταξε τον αποκεφαλισμό του ομολογητή της πίστεως μέσα στην αρένα. Με την αποκοπή της κεφαλής έβαψε ο άγιος την αρχιερατική του στολή με το αίμα του μαρτυρίου. «Της ιεραρχίας την στολήν εφοίνιξας (έκανες κόκκινη) ταις ροαίς των αιμάτων σου» όπως ψάλλουμε στο δοξαστικό του Εσπερινού. Ο σοφός Ελευθέριος κοσμημένος με το ιερατικό ένδυμα (ιερέων ποδήρει κατακοσμούμενος) που έσταζε από το ποτάμι των αιμάτων του ( και αιμάτων τοις ρείθροις επισταζόμενος) έτρεξε ευτυχισμένος στον Δεσπότη Χριστό (τω Δεσπότη σου Χριστώ μάκαρ ανέδραμες). Ο Ελευθέριος ως αδούλωτος στο νου, ενώ έβλεπε τα σπαθιά δεν υποδουλωνόταν στην πλάνη ( Ελευθέριος, ως αδουλόνους φύσει, σπάθας θεωρών, ουκ εδουλούτο πλάνη) όπως λέει το δίστιχο του συναξαρίου.
Τη σκηνή του μαρτυρίου παρακολουθούσε η μητέρα του Ανθία. Έτρεξε τότε και αγκάλιασε το άψυχο σώμα του μάρτυρα και το καταφιλούσε, «ησπάζετο το γλυκύ τέκνον, η καλώς γεννησαμένη και θρεψαμένη». Εκείνη τη στιγμή οι άσπλαχνοι δήμιοι την αποκεφάλισαν και έτσι την οδήγησαν « εις ουρανίους θαλάμους» μαζί με τον υιό της.
Στη Ελλάδα ο άγιος Ελευθέριος θεωρείται βοηθός των εγκύων γυναικών. Τους δίνει «καλή λευτεριά». Πολλές γυναίκες επικαλούνται τη βοήθεια του και ακουμπούν το εικονισματάκι του αγίου πάνω τους. Η αντίληψη αυτή αναφέρεται και σ’ ένα προσόμοιο στιχηρό της εορτής. « Των επιτόκων γυναίων Πάτερ κηδόμενος, ελευθερίαν δίδως, τω ναώ σου φοιτώσαις…» Δηλ. Φροντίζεις Πάτερ τις έγκυες γυναίκες που καταφεύγουν στο ναό σου δίνοντας του ελευθερία…
Σήμερα μαζί με τον άγιο Ελευθέριο γιορτάζουν και η μητέρα του Ανθία, ο άγιος Κορέμων αλλά και οι δύο δήμιοι που τον αποκεφάλισαν και αποκεφαλίστηκαν γιατί πίστεψαν στον Χριστό.

Ταις των σων αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α'. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἱερέων ποδήρει κατακοσμούμενος,
καὶ αἱμάτων τοὶς ῥείθροις ἐπισταζόμενος,
τῶ Δεσπότη σου Χριστῷ μάκαρ ἀνέδραμες,
Ἐλευθέριε σοφέ, καθαιρέτα τοῦ Σατάν,
διὸ μὴ παύση πρεσβεύων,
ὑπὲρ τῶν πίστει τιμώντων,
τὴν μακαρίαν σου ἄθλησιν.

Πηγή: http://orthodoxbooks.blogspot.com/



† Η Αγία Λουκία η παρθένος (13 Δεκεμβρίου)


Η μεγάλη της πίστη έκανε θαύματα, αλλά και η ίδια βραβεύτηκε ανάλογα.

Η Λούκια έζησε στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα και γεννήθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας.

Ήταν μοναχοκόρη, που είχε χάσει νωρίς τον πατέρα της και η ευσεβής μητέρα της έπασχε από αιμόρροια. Η βοήθεια των γιατρών δεν στάθηκε ικανή να την γιατρέψει, γι' αυτό και περίμενε τη γιατρειά της μόνο από τη θεία βοήθεια.

Στην Κατάνη βρισκόταν το λείψανο της αγίας Αγαθής και μητέρα μαζί με την κόρη πήγαν να το προσκυνήσουν. Τη νύχτα που έφτασαν, η Λουκία προσευχήθηκε με όλη της τη δύναμη, που έβγαινε από τη μεγάλη πίστη που φώλευε στην καρδιά της, για τη θεραπεία της μητέρας της. Κατόπιν κοιμήθηκε και στον ύπνο της είδε την αγία Αγαθή, που της είπε ότι η μητέρα της θα θεραπευόταν και η ίδια θα πέθαινε μαρτυρικά για το Χριστό.

Την επομένη μέρα, πράγματι η μητέρα της θεραπεύτηκε και οι δύο μαζί τότε ευχαρίστησαν το Θεό και την Αγία.

Όταν επέστρεψαν στις Συρακούσες, η Λούκια έπεισε τη μητέρα της και διαμοίρασαν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Έπειτα η ίδια η Λουκία κατέβαλλε κάθε προσπάθεια, για να μεταδίδει το φως του Ευαγγελίου και σ' άλλες κοπέλες, που βρίσκονταν στο σκοτάδι της πλάνης.

Καταγγέλθηκε όμως γι' αυτό, επί του διώκτου βασιλιά Δεκίου και δικάστηκε.

Αφού απέρριψε με γενναιότητα όλες τις προτροπές για ν' αρνηθεί τον Χριστό, καταδικάστηκε σε θάνατο.

Και έτσι η νεαρή αλλά γενναία παρθένος, αποκεφαλίστηκε για την πίστη της.

Απολυτίκιο. Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Παρθενίας φορούσα χλαίναν υπέρλαμπρον, παρθενικώς εμνηστεύθης τω Ζωοδότη Χριστώ, και αγάπην γεηρού μνηστήρας έλιπες' όθεν ως δώρα νυμφικά, προσενήνοχας αυτώ, τα ρείθρα των σων αιμάτων, Λούκια Παρθενομάρτυς· Ώ και πρεσβεύεις υπέρ πάντων ημών.

Πηγή: http://www.pigizois.net/

† Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης (13 Δεκεμβρίου)

Μαρτύρησαν κατά το σκληρό διωγμό των χριστιανών επί Διοκλητιανού.

Ο Ευστράτιος, που ήταν ανώτερος αξιωματικός, συνελήφθη από το Δούκα Λυσία.

Αυτός, αφού τον βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, έπειτα τον έστειλε στον έπαρχο Αγρικόλα. Φημισμένος αυτός για την ωμότητα του απέναντι στους χριστιανούς, έβαλε τον Ευστράτιο να βαδίσει με σιδερένια παπούτσια, που είχαν μέσα μυτερά καρφιά. Κατόπιν τον αποτελείωσε, αφού τον έριξε μέσα στη φωτιά.

Τον Αυξέντιο, που ήταν Ιερέας και συμπολίτης του Ευστρατίου, ο ηγεμόνας τον πίεσε να αλλαξοπιστήσει με πολλές δελεαστικές υποσχέσεις.

Αλλά ο άξιος λειτουργός του Χριστού απάντησε:

"Δεν είναι ανάγκη να λέω πολλά λόγια Λυσία. Στη ζωή αυτή είμαι του Χριστού και θα είμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Και αν αναρίθμητους δαρμούς και πληγές μου δώσεις, και αν με φωτιά και σίδερο με λιώσεις, ο Χριστός μου είναι παντοδύναμος και ο Σταυρός Του ακαταμάχητος. Αυτός καθ' εαυτόν ο Αυξέντιος είναι αδύνατος. Αλλά του χριστιανού Αυξεντίου το φρόνημα δε θα κάμψεις ποτέ".

Εξαγριωμένος ο ηγεμόνας από την απάντηση, αμέσως τον αποκεφάλισε.

Το Μαρδάριο, αφού τρύπησαν τους αστραγάλους του τον κρέμασαν με το κεφάλι προς τα κάτω και τον έκαψαν.

Ο αξιωματικός Ευγένιος, αφού του έκοψαν τη γλώσσα και τα χέρια και του έσπασαν τα πόδια, εξέπνευσε.

Τον δε στρατιώτη Ορέστη τον θανάτωσαν, αφού τον ξάπλωσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ό υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Η πενταυγής των Αθλοφόρων χορεία, τη των αγώνων νοητή δαδουχία, την οικουμένην άπασαν αυγάζει νοητώς, ο σοφός Ευστράτιος, Αυξεντίω τω θείω, Ορέστης και Μαρδάριος, και Ευγένιος άμα· ους ευφημούντες είπωμεν πιστοί· χαίροις Μαρτύρων, πεντάριθμε σύλλογε.

Πηγή: http://www.pigizois.net/



† Ο Άγιος Σπυρίδων ο θαυματουργός (12 Δεκεμβρίου)

Προσωπικότητα φωτεινή, μορφή οδηγητική, αληθινός κολοσσός αρετής και φυσιογνωμία παγκόσμια είναι της Τριμυθούντος ο επίσκοπος, ο άγιος Σπυρίδων. Η εξηγιασμένη ζωή του πολλά μπορεί να δώσει και να διδάξει και σήμερα στον καθένα, που απροκατάληπτα θα θελήσει να σκύψει και να μελετήσει τη θαυμαστή ζωή του.

Γι' αυτόν κι οι γραμμές που ακολουθούν.

Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.

Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. κι έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306-337) και του γιου του Κωνστάντιου (337-361).

Γενέθλια πατρίδα του ο άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσιά, αλλά τη γειτονική της κωμόπολη Άσσια.

Αυτό μας λέγει ο άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ούν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.

Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου, Και τέτοιος πραγματικά ήταν ο άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι' αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει κι ο θείος Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα κι η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».

Μόρφωση και ζωή

Γράμματα ο άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του θεού, ήταν ο καθημερινός κι αχώριστος σύντροφος του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του κι όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. Μέσα στο σακκίδιό του, τη γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιο του. Πόσο συγκινητική, μα κι άξιομίμητη αλήθεια ήταν τούτη η συνήθεια του! Να την εξάρουμε; Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:

Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ' ευφροσύνη τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή κι αγάπη παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, κι αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που περνούσε, ο ζήλος του για τη σωτηρία των γύρω του, μα κι η αγάπη κι η ταπείνωση του τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν για τις δύσκολες ήμερες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στόν διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια στους χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308-313) συνελήφθη κι ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός κι υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ' ένα απ' αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του κι είχε βλαβεί και το ένα του μάτι.

Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς». (Ρωμ. η', 18), έλεγε κι επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.

Ο άγιος δημιουργεί οικογένεια

Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωση του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεως Του στον Χριστό έμεινε αμείωτη κι η αγάπη του πάντα υποδειγματική.

Είπα στις ήμερες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά τη χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλατο. Ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας» (Ιώβ α', 21). Παρηγοριά στή θλίψη του βρήκε πάλι στά λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στη σωτηρία.

Η πανθομολογούμενη από όλους ευσέβεια κι αρετή του κατέστησε τον άγιο σεβαστό κι αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ' αυτόν έβρισκαν καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ' αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στό πρόσωπο του ήταν βέβαιοι πώς θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.

Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών

Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ' ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον άγιο πρώτο επίσκοπο της Τριμυθούντος. Και τη θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία» (Ματθ. ία' 29) ήταν γι' αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.

Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλωσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. Τα λόγια του θείου Παύλου «την φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι' αυτόν τρόπος ζωής. Ο άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθήσει να ξεκουρασθεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σέ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητα του υπήρξε θαυμαστή. Γι' αυτό κι ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του θαυματουργού. Μερικά από τα θαύματα θα αναφερθούν κι εδώ. Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα κι ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.

Θαύματα

1. Κάποτε η Κύπρος υπέφερε από ανομβρία. Πείνα μεγάλη κι αρρώστιες πολλές μάστιζαν κυριολεκτικά τον δυστυχισμένο τόπο. Πολλοί πέθαιναν κάθε μέρα. Η κατάσταση ήταν τραγική. Ένας Ηλίας ή κάποιος άλλος όμοιος του χρειαζόταν τις στιγμές εκείνες, για να ανοίξει τους καταρράκτες του ουρανού. Και σαν τέτοιος βρέθηκε ο άγιος μας. Ο πόνος του λαού του τον έσπρωξε σε θαθιά και κατανυκτική προσευχή. Το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Βροχές πολλές κι ευεργετικές άρχισαν να πέφτουν σ' όλο τον τόπο. Κι όταν αυτές συνεχιζόντουσαν με κίνδυνο το κακό να γίνει μεγαλύτερο παρά την ανομβρία, τότε και πάλι οι προσευχές του αγίου τις σταμάτησαν. Το πονεμένο νησί ανέπνευσε. Γεννήματα όλων των ειδών πλημμύρισαν τους κάμπους. Κι οι άνθρωποι δόξασαν τον Μεγάλο Πατέρα, που τόσο γρήγορα και με τόση σπουδή τους λύτρωσε από τα δεινά.


Ιδιαίτερα η αγάπη του αγίου εκδηλωνόταν για τους πτωχούς και τους δυστυχισμένους. Σ' αυτούς ήταν αδύνατο ο φιλάνθρωπος επίσκοπος να αρνηθεί τη βοήθεια και την προστασία του.

2. Κάποτε πάλι μεγάλη ακαρπία και δυστυχία κτύπησε το πολύπαθο νησί. Οι πλούσιοι κι όσοι είχαν γεννήματα στις αποθήκες έτριβαν τα χέρια από χαρά. Ευκαιρία έλεγαν να αυξήσουμε τα πλούτη μας. Ένας φτωχός με πολυμελή οικογένεια κατέφυγε σ' ένα τέτοιο πλούσιο και με δάκρυα τον παρακαλούσε να του δανείσει ολίγο σιτάρι για να θρέψει την οικογένεια του και να του το επιστρέψει ή να του το πληρώσει μόλις μπορέσει. Ο σκληρός πλούσιος στα δάκρυα και τις παρακλήσεις του πτωχού έμεινε ασυγκίνητος. Καμιά συμπάθεια, καμιά συμπόνια δεν έδειξε η πέτρινη καρδιά του. Συντετριμμένος ο φτωχός σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στο σπίτι του αγίου. Με πόνο ψυχής του ανέφερε το πρόβλημα του και του διηγήθηκε τη στάση του πλουσίου απέναντι του. Ο άγιος, αφού τον ήκουσε, τον ενίσχυσε και του είπε να κάνει υπομονή μέχρι την επομένη ήμερα. «Αύριο, του είπε προφητικά, αυτός που αρνήθηκε προ ολίγου να σε βοηθήσει, θα σε παρακαλεί ο ίδιος να σου δώσει όσο σιτάρι θέλεις. Και το σπίτι σου θα γεμίσει από γεννήματα».

Με τούτα τα λόγια του προανήγγελλε ο άγιος αυτά, που θα γινόντουσαν τη νύκτα. Τα μεσάνυκτα βροχή καταρρακτώδης άρχισε να πέφτει σε όλη την περιοχή. Οι αποθήκες του πλουσίου γκρεμίστηκαν και τα γεννήματα του πλημμύρισαν τους δρόμους. Κλαίοντας ο πλούσιος έτρεχε και παρακαλούσε τους πτωχούς να πάρουν όσα θέλουν.

— «Πάρτε, αδελφοί μου, τους έλεγε. Πάρτε να περάσετε. Δεν θέλω χρήματα».
Τα λόγια του αγίου επαλήθευσαν. Οι πτωχοί πήραν και δόξασαν τον Θεό για την ευσπλαγχνία του. Πήρε κι ο πτωχός μας και ευχαρίστησε κι αυτός τον Μεγάλο Πατέρα που κανένα δεν εγκαταλείπει, αλλά για όλους μεριμνά. Η χαρά ξαναγύρισε στις πονεμένες καρδιές. Οι μορφές άλλαξαν. Μόνον των πλουσίων η καρδιά έμεινε η ίδια' σκληρή και ανάλγητη. Και να.

3. Μια μέρα, ένας άλλος πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό; Στόν πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σάν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Άς ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο.

- Πάρτο, παιδί μου, είπε ο άγιος με καλωσύνη. Πάρτο να κάμεις τη δουλειά σου.
Κι ο πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή. Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.

4. Την απέραντη αγάπη του αγίου για τα λογικά του πρόβατα και το ενδιαφέρον του γι' αυτά, μας την δείχνει και τούτο το γεγονός.

Κάποτε ένας καλός κι ενάρετος χριστιανός, που ήταν και στενός φίλος του αγίου, συκοφαντήθηκε από μερικούς κακούς ανθρώπους, που τον φθονούσαν, στον άρχοντα της πόλεως. Η συκοφαντία ήταν βαριά. Κι ο άρχοντας, μόλις την άκουσε έσπευσε να επιβάλει στον άνθρωπο σαν τιμωρία τον θάνατο. Η είδηση έφτασε και στ' αυτιά του αγίου, που ήξερε ότι ο άνθρωπος ήταν αθώος. Τί κάμνει; Χωρίς να χάσει καιρό, ξεκινά να πάει να βρει τον φίλο του και να δει, αν μπορεί να τον ελευθερώσει. Ήταν, όμως, χειμώνας. Μια δυνατή βροχή, που είχε πέσει πριν λίγη ώρα έκαμε να ξεχειλίσει ένας χείμαρρος, που βρισκόταν στη μέση του δρόμου. Από κανένα μέρος δεν υπήρχε πέρασμα. Τα θολά νερά του ποταμού κυλιόνταν με πολλή ορμή. Ο άγιος, που ήξερε να τα αναθέτει όλα στον Θεό, δεν τα 'χασέ. Εκεί που στεκόταν και συλλογιζόταν τί να κάμει, ήρθε στον νου του η περίπτωση του Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε κι αυτός τον Ιορδάνη με την Κιβωτό της Διαθήκης και τον λαό. Σήκωσε στη στιγμή τα χέρια, ψιθύρισε μια θερμή προσευχή κι ύστερα με φωνή δυνατή φώναξε κι είπε:

— Ποτάμι στάσου. Ο Δεσπότης Χριστός με καλεί να πάω να γλυτώσω τον φίλο μου. Στάσου, λοιπόν, να περάσω.

Την ίδια ώρα τα ορμητικά νερά του χείμαρρου, που λες και κτυπούσαν σ' ένα στέρεο βράχο, σταμάτησαν. Έπαψαν να κυλούνε. Οι φυσικοί νόμοι παραμέρισαν, Κι ένας δρόμος άνοιξε μπροστά τους. Τα πλήθη, που στεκόντουσαν εκεί και με αγωνία περίμεναν πότε να καλμάρουν τα νερά, για να περάσουν κι αυτοί στην άλλη μεριά, μπροστά στα όσα έβλεπαν, συγκλονίστηκαν. Έκαμαν τον σταυρό τους κι ακολούθησαν τον άγιο, που προχώρησε και πέρασε πρώτος. Όταν έφθασαν στην πόλη, διηγήθηκαν με ενθουσιασμό τα όσα είδαν. Όσοι τ' άκουσαν έμειναν κατάπληκτοι και δοξολογούσαν τον Θεό, που χαρίτωσε τόσο πλούσια τον άγιο τους. Την είδηση έμαθε κι ο άρχοντας. Μεγάλη έκπληξη δοκίμασε κι αυτός. Κι όταν ο άγιος τον πλησίασε, έσπευσε με συγκίνηση και χαρά ν' αφήσει ελεύθερο τον θανατοποινίτη φίλο του και μαζί γύρισαν στήν πόλη. Τι ωραία αλήθεια, αν όλοι οι πνευματικοί ποιμένες δείχνανε παρόμοιο ενδιαφέρον για τα λογικά πρόβατα τους! Πόσο διαφορετικός, οπωσδήποτε θα 'ταν ο κόσμος!
Ο άγιος πήρε από τον Θεό και το χάρισμα να διαβάζει τις μυστικές σκέψεις των ανθρώπων. Τα ακόλουθα δύο περιστατικά είναι αρκετά να βεβαιώσουν και τούτη την αλήθεια.

Κάποτε ο άγιος, συνοδευόμενος από τον φίλο και μαθητή του Τριφύλλιο, τον πρώτο επίσκοπο της Λευκωσίας (τότε Λήδρας), ξεκίνησαν για την Κερύνεια. Πήγαιναν εκεί για κάποια εργασία. Ο δρόμος περνούσε από την Κυθρέα. Ήταν άνοιξη κι η φύση γύρω μια αληθινή ζωγραφιά. Τα δένδρα ανθισμένα. Τα πουλιά χαρούμενα κελαηδούσαν γλυκά και πετούσαν από κλαδί σε κλαδί. Στό βουνό τα κοπάδια βοσκούσαν λαίμαργα το πλούσιο χορτάρι με τα μύρια λουλουδάκια, που με την ευωδιά που σκορπούσαν λες και δοξολογούσαν κι αυτό τον Δημιουργό. Εκεί που βάδιζαν αργά-άργά, γιατί ήταν ανηφορικό το μονοπάτι, σε κάποια καμπή ο Τριφύλλιος στάθηκε και θαυμάζοντας τον πανοραμικό κάμπο, που απλωνόταν καταπράσινος κάτω από τα πόδια τους, άρχισε να κάμνει κάποιες σκέψεις:

Τι ωραία, σκεφτόταν νοερά, να είχα για την επισκοπή μου μερικά από αυτά τα κτήματα, που βρίσκονται σ' αυτόν τον τόπο. Θα μου 'διναν ένα καλό εισόδημα για να αντιμετωπίζω τόσες ανάγκες.

-Τί σκέπτεσαι, αδελφέ μου; του είπε ο Σπυρίδων. Γιατί αφήνεις το μυαλό σου τούτη την ώρα να ασχολείται με τόσο μάταια πράγματα;

- Γέροντα μου, μα διάβασες τις σκέψεις μου;

- Αδελφέ μου, «ου γαρ εχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλου σαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ', 14). Δεν έχουμε εδώ στη γη μόνιμη και διαρκή πατρίδα και πόλη• με πόθο βαθύ ποθούμε και ζητούμε τη μέλλουσα, την ουράνια Ιερουσαλήμ. Μάταια είναι όλα τα γήινα αγαθά. Στήν καρδιά σου φρόντισε να έχεις πάντα ένα πόθο. Την απόκτηση των ουρανίων, των αιωνίων αγαθών. Τα γήινα αγαθά είναι όλα προσωρινά και απατηλά. Σήμερα είναι δικά μας. Αύριο θα γίνουν κτήμα κάποιου άλλου. Και ουδέποτε τίνος.

— Πατέρα μου, συγχώρησε με. Νικήθηκα από τη θεωρία. Δεήσου κι εσύ του Κυρίου μας να με συγχωρήσει.

- Ναι, τέκνον μου, πρόσεχε. Ο διάβολος χρησιμοποιεί και τα πιο αθώα πράγματα, για να μας παρασύρει και να μας σκανδαλίζει. Αντί με τη θεωρία να αφήνει το μυαλό μας να στρέφεται και να δοξάζει τον Δημιουργό, που όλα τα έκαμε για τη δική μας αγάπη και ευτυχία, αντίθετα το σπρώχνει να ποθεί τα μάταια και να ζητά τρόπους, για να τα αποκτήσει, να τα κάμει κτήμα του.

Πόση σοφία στα λόγια του θεοφώτιστου επισκόπου. Αντί ο άνθρωπος μπροστά στά τόσα μεγαλεία του Παντοδύναμου Δημιουργού να αφήνει τη σκέψη του με ευγνώμονα διάθεση να υμνεί και να δοξάζει τον Ποιητή και Πλάστη Του, αυτός ένα μόνο κατά κανόνα σκέπτεται και ποθεί, την απόκτηση κι απόλαυση όλων αυτών των επίγειων αγαθών.

5. Κάποια άλλη φορά ο επίσκοπος, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στό άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δεί τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα:

-«Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.

6. Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στήν αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πώς σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι.

Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας:

— Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός.

- Ναί! παιδί μου, είπε ο άγιος. Κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς.
Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ' εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του. Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ούχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μάρκ. β', 27).

7. Λίγα γράμματα έμαθε ο άγιος, όπως είδαμε. Τούτο, όμως, δεν τον εμπόδισε από του να προσέλθει και να λάβει μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνεκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τα 325 μ.Χ., για να αποστομώσει και καθαιρέσει τον Άρειο. Ο τρομερός αυτός αιρετικός, όπως ξέρουμε, δίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά δημιούργημα και πλάσμα του Θεού. Κι η αιρετική του αυτή διδασκαλία είχε προκαλέσει αληθινό σάλο κι είχε συνταράξει ολόκληρη τη Χριστιανική Εκκλησία.

Στη σύνοδο αυτή από τη μια μεριά είχε παραταχθεί ο Άρειος με τους ικανούς ρήτορες και οπαδούς του επισκόπους. Κι ήταν αυτοί ο Νικομήδειας Ευσέβιος, ο Νικαιας Θεαγένης και ο Χαλκηδόνος Μακάριος. Μαζί μ' αυτούς, με την άδεια του Βασιλιά, προσήλθαν και παρεκάθησαν στη σύνοδο και αρκετοί φιλόσοφοι ομοϊδεάτες του Αρείου και υπερασπιστές του. Ανάμεσα σ' αυτούς ξεχώριζε κι ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Ευλόγιος, που στη διαλεκτική τέχνη, την ευστροφία του λόγου και τα σοφίσματα εθεωρείτο ανίκητος.

Στην παράταξη των ορθοδόξων είχαν συγκεντρωθεί 317 σεβάσμιοι αρχιερείς και κληρικοί. Μεταξύ αυτών διακρίνονταν, οι άγιοι Νικόλαος και Αλέξανδρος, ιερέας ακόμη, ο επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος, ο Παφνούτιος από τη Θηβαΐδα, ο Μέγας Αθανάσιος, διάκονος τότε της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, ο επίσκοπος Τριμυθούντος Σπυρίδων και άλλοι πολλοί. Ο τελευταίος φυσικά δεν διακρινόταν για τη μόρφωση του. Διακρινόταν, όμως, για την απλότητα και την ταπείνωση του. Ήταν ένα δοχείο ακένωτο από ουράνιους θησαυρούς. Ήταν ένα κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Από τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα της συνόδου η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και με βαθιά πίστη προσευχόταν νοερά να φωτίσει, ο Θεός, ώστε στο τέλος να λάμψει η αλήθεια.

«Πάτερ, δόξασόν σου τον Υιόν», έλεγε κι επαναλάμβανε με δάκρυα στα μάτια. Η αγάπη του στον λατρευτό μας Σωτήρα Χριστό του φλόγιζε όλο το κορμί και τον γέμιζε με ακαταμάχητη δύναμη.

Στη συζήτηση, που είχε ανάψει ο τρομερός Άρειος με τη φιλοσοφική του μόρφωση, την πανουργία και την ευγλωττία του, αλλά και τους οπαδούς του ρήτορες, που τον ενίσχυαν αφάνταστα, πετούσε κυριολεκτικά κεραυνούς ενάντια στην αλήθεια και την Εκκλησία του Χριστού. Οι ώρες περνούσαν, χωρίς ένα θετικό αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μάλιστα ένας από τους πιο δεινούς ρήτορες του Αρείου, ο Έλληνας σοφός Ευλόγιος είχε προβάλει τέτοια επιχειρήματα και με τόση μαεστρία που είχε νομισθεί ότι το δίκαιο βρισκόταν με το μέρος τους. Οι υπερασπιστές της χριστιανικής αλήθειας, κι αυτός ο Μ. Αθανάσιος, σώπασαν. Νεκρική σιγή είχε απλωθεί για μερικά δευτερόλεπτα στη μεγάλη αίθουσα της συνόδου. Εκείνη την ώρα σηκώθηκε από τη θέση του ο άγιος μας και ζήτησε να μιλήσει. Αργά προχωρεί προς το βήμα. Οι οπαδοί του αιρεσιάρχη χαμογέλασαν, σαν τον είδαν. Οι άλλοι πατέρες στενοχωρέθηκαν. Γνώριζαν πώς ο άγιος ήταν αγνός κι ενάρετος. Ήταν όμως, κι ο άνθρωπος ο απλοϊκός, με τα λίγα γράμματα και χωρίς αυτό που λέμε κατά κόσμο σοφία και γνώση. Πώς θα μπορούσε λοιπόν ο ταπεινός βοσκός να τα βγάλει πέρα μ' ένα ρήτορα σοφό και διεστραμμένο; Γι' αυτό στενοχωρέθηκαν και μερικοί αγωνιζόντουσαν να τον εμποδίσουν να ομιλήσει. Φοβόντουσαν μήπως ο τραχύς κι αδιάντροπος ρήτορας ζητήσει να τον εκθέσει και να τον γελοιοποιήσει. Ο Σπυρίδωνας, όμως, επέμενε. Κι ο Βασιλιάς έδωκε τον λόγο.

Σιγή και πάλι νεκρική απλώθηκε στην αίθουσα. Οι φίλοι του Αρείου με δυσκολία συγκρατούν την περιφρόνηση τους, ενώ οι πατέρες με αισθήματα σεβασμού μα και απορίας κοιτούνε τον γέροντα. Κάποια στιγμή ο μέγας Σπυρίδων διακόπτοντας τη σιωπή στρέφεται προς τον φιλόσοφο και με φωνή σταθερή αρχίζει να του λέγει τούτα τα λόγια:

-Άκουε, σοφέ. Ένας είναι ο Θεός. Αυτός με τον Λόγο Του και το Πνεύμα Του δημιούργησε όλο τον κόσμο. Και αυτά που βλέπουμε, μα κι εκείνα που δεν βλέπουμε. Αυτός έπλασε και το θαυμαστό κι υπέροχο δημιούργημα, τον άνθρωπο. Αυτός ο Λόγος του Θεού είναι Υιός του Θεού αληθής και ομοούσιος με τον Πατέρα. Για την ιδική μας σωτηρία, πιστεύουμε ότι ο Υιός του Θεού έγινε και άνθρωπος και γεννήθηκε από μία κόρη, την Παρθένο Μαρία. Μεγάλωσε σαν άνθρωπος εκεί στη Ναζαρέτ, δίδαξε επι τρία χρόνια κι ύστερα σταυρώθηκε και τάφηκε σαν άνθρωπος. Έπειτα αναστήθηκε σαν Θεός μετά τρεις μέρες και συνανέστησε κι εμάς και μας χαρίζει άφθαρτη και αιώνια ζωή. Ο Λόγος του Θεού, αφού παρέμεινε στη γη μετά την Ανάσταση Του επι σαράντα ημέρες, αναλήφθηκε ύστερα στον Ουρανό από όπου κι έστειλε στη γη μετά δέκα μέρες το Πανάγιο Πνεύμα το οποίο από τότε παραμένει στην Εκκλησία. Ο Λόγος του Θεού πιστεύουμε ακόμη, πώς θα ξανάρθει κάποια μέρα για να κρίνει τον κόσμο όλο. Ημείς δε, θα αναστηθούμε και θα παρουσιαστούμε μπροστά Του, για να απολογηθούμε σ' Αυτόν για όλα τα έργα, τα λόγια και τα ενθυμήματα μας.

-Ο Λόγος του Θεού, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, Σύνθρονος, Ομότιμος και Ομόδοξος. Ένας είναι ο Θεός• Τρία Πρόσωπα όμως, τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Τα τρία αυτά Πρόσωπα, ο ένας Θεός, η μία Ουσία είναι για τον νου του ανθρώπου κάτι το άρρητο και ακατάληπτο. Όπως είναι αδύνατο να βάλει κανείς όλα τα νερά της θάλασσας σ' ένα ποτήρι, έτσι είναι αδύνατο και το πεπερασμένο μυαλό του ανθρώπου να χωρέσει και να κατανοήσει το άπειρο της Θεότητος. Για να δώσω όμως μια εξήγηση των λόγων μου, ας με συγχωρήσει ο Πανάγαθος που θα χρησιμοποιήσω αυτό το χειροπιαστό παράδειγμα.
Τότε ο άγιος έβαλε το αριστερό χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα κεραμίδι και δείχνοντας το, έκαμε με το δεξί του το σημείο του σταυρού κι είπε:

— «Εις το όνομα του Πατρός».

Κι έσφιξε το κεραμίδι. Οι πατέρες που παρακολουθούν τη σκηνή, συγκλονίζονται κυριολεκτικά. Γιατί με τις λέξεις του αγίου, η φωτιά με την οποία ψήθηκε το κεραμίδι ανέβηκε πάνω.

- «Και του Υιού»,

Πρόσθεσε. Τότε το νερό με το οποίο ζυμώθηκε το ξερό κεραμίδι, έτρεξε κάτω.

— «Και του Αγίου Πνεύματος».

Συμπλήρωσε ο πρακτικός και θεοφώτιστος διδάσκαλος. Το χώμα έμεινε στο χέρι του.

- Αδελφοί και πατέρες μου, συνέχισε ο θαυματουργός• όπως το κεραμίδι αποτελεί ένα πράγμα μιας ουσίας και μιας φύσεως, αλλά είναι τρισύνθετο - φωτιά, νερό, χώμα — έτσι κι ο Άγιος Θεός. Αν και δεν πρέπει να παρομοιάσουμε την Άκτιστο και Υπερούσια αυτή Φύση με κτιστό και φθαρτό δημιούργημα, εν τούτοις για να κάνουμε τα ακατάληπτα καταληπτά, - ας μας συγχωρήσει το άπειρο έλεος Του - λέμε και τονίζουμε:

- Ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και τη φύση. Αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα.

Τα λόγια του αγίου κατέπληξαν τους παριστάμενους. Η αίθουσα αντήχησε από τις δοξολογίες προς τον Θεό και τις επευφημίες των Πατέρων. «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών. Σύ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος». (Ψαλμ. ος', 14-15). Ψάλλουν και δοξολογούν τον Κύριο. Ο Άρειος κι οι οπαδοί του καταντροπιάστηκαν πραγματικά. Ο φιλόσοφος ταπεινωμένος αναγνωρίζει κι ομολογεί φανερά την ήττα του:

-Τα λόγια σου με έπεισαν, άγιε γέροντα, και το θαύμα με εβεβαίωσε, ότι έχεις δίκαιο. Πιστεύω τώρα. Πιστεύω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Υιός του Θεού, Θεός αληθινός κι Αυτός, ομοούσιος με τον Πατέρα.

Δάκρυα χαράς έτρεξαν από τα μάτια όλων και πρώτα-πρωτα από τα μάτια του φιλοσόφου, που έσπευσε να δεχθεί το βάπτισμα και να γίνει χριστιανός.

Η αλήθεια για μια ακόμη φορά θριάμβευσε. Και επεβλήθη «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ' εν αποδείξει Πνεύματος και δυνάμεως» (Α' Κορ. 6', 4). Δηλαδή όχι με συναρπαστικά λόγια ανθρώπινης σοφίας, αλλά με απόδειξη θείας δυνάμεως, που με το θαύμα που έγινε επιβεβαίωσε τη διδασκαλία. Να ποιος ήταν ο άγιος μας. Φλογερός, ζηλωτής στην πίστη, θεοφώτιστος.

8. Όταν ο άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, με πολλή θλίψη έμαθε, πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού αποθάνει. Ο πιστός επίσκοπος δέχτηκε και τούτη τη δοκιμασία με παραδειγματική καρτερία και υπομονή. Μερικές μέρες υστερώτερα μία γυναίκα ήρθε σ' αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα πολύτιμο πράγμα, ένα κόσμημα. Τα είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, λίγο πριν πεθάνει. Ο άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα. Δυστυχώς, όμως, πουθενά δεν το βρήκε. Τότε χωρίς καμιά αναβολή τράβηξε για τον τάφο της κόρης του. Σάν έφτασε, στάθηκε, ανέπεμψε μια θερμή προσευχή, κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πεί, ως να ήταν ζωντανή, που είχε βάλει το πράγμα που της έδωκαν. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

- Πατέρα μου, στον τάδε τόπο το έχω φυλαγμένο. Τότε κι ο άγιος της είπε:
- Κοιμήσου, κόρη μου, ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ήμερα εκείνη, που ο Κύριος μας θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.
Όσοι ήταν εκεί τρόμαξαν κι έμειναν σκεφτικοί. Συλλογιζόντουσαν τη δύναμη, με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό μα άγιο επίσκοπο τους. Τον ποιμένα τον καλό, που έσπευδε να κάμει το καθετί για την ωφέλεια και την εξυπηρέτηση των χριστιανών του.

9. Στά 337 μ.Χ. πέθανε ο δημιουργός της Βυζαντινής μας αυτοκρα τορίας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Στόν δοξασμένο θρόνο του Βυζαντίου ανέβηκε τώρα ο γιος του Κωνστάντιος. Αυτός ξανάκτισε και τη Σαλαμίνα της Κύπρου, που είχε καταστραφεί από σεισμό το 343. Από το όνομα του όμως η νέα πόλη ονομάστηκε Κωνστάντια.
Ο Κωνστάντιος κυβέρνησε το κράτος του Βυζαντίου 23 περίπου χρόνια (337-360 μ.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή - δεν ξέρουμε πότε ακριβώς - ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της Συρίας την Αντιόχεια και αναγκάστηκε να παραμείνει εκεί για καιρό, γιατί αρρώστησε βαριά. Οι καλύτεροι γιατροί μπαινόβγαιναν στο παλάτι, χωρίς να μπορούν να προσφέρουν τίποτα.

Στις δύσκολες εκείνες ώρες τόσο ο Κωνστάντιος, όσο κι οι δικοί του κατέφυγαν ιδιαίτερα στην προσευχή. Μια βραδυά, εκεί που ο βασιλιάς προσευχόταν, βλέπει μπροστά του ένα άγγελο, ο οποίος αφού του έδειξε μια χορεία αγίων επισκόπων ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν δύο, του είπε, πώς την αρρώστια του μόνο αυτοί θα ημπορούσαν να του την θεραπεύσουν. Ο βασιλιάς, χωρίς να χάσει καιρό έστειλε και κάλεσε στο παλάτι όλους τους επισκόπους. Ανάμεσα σ' αυτούς, όμως, που ήλθαν δεν είχε αναγνωρίσει τα δύο πρόσωπα που του είχε δείξει ο άγγελος. Οι επίσκοποι προσευχήθηκαν και ζήτησαν από τον Μέγα Ιατρό τη θεραπεία του άρχοντα, άλλα τίποτα δεν κατώρθωσαν. Στις δύσκολες εκείνες ώρες κάποιοι υπέδειξαν ότι από την εκεί χορεία έλειπε ο Σπυρίδων της Κύπρου. Χωρίς καθυστέρηση ο βασιλιάς έστειλε στη νήσο άνθρωπο δικό του και τον κάλεσε. Ο ταπεινός ιεράρχης, που κατά παρα χώρηση Θεού γνώριζε τα της αρρώστιας του Βασιλιά, πήρε μαζί του τον μαθητή του Τριφύλλιο, που η αγάπη του Θεού προώριζε για μελλοντικό αρχιερέα, και τον διάκονο του Αρτεμίδωρο και ξεκίνησε για την Αντιόχεια. Όταν έφτασε στην πόλη αυτή, ύστερα από ένα πολύ κουραστικό ταξίδι, ο Σπυρίδων κατευθύνθηκε με τη συνοδεία του στο παλάτι. Στήν είσοδο του παλατιού ο φρουρός που τους είδε έτσι φτωχικά ντυμένους ζήτησε να τους εμποδίσει να εισέλθουν. Τον Σπυρίδωνα μάλιστα, που είχε ήδη προχωρήσει μπροστά, ο φρουρός, νομίζοντας τον για κανένα ζητιάνο, τον άρπαξε από το χέρι και του έδωσε κι ένα χαστούκι στο πρόσωπο. Ο πράος ιεράρχης, χωρίς καθόλου να θυμώσει έστρεψε και την άλλη πλευρά του προσώπου του λέγοντας ότι ο βασιλιάς τον κάλεσε. Όταν ο φρουρός αντιλήφθηκε, ότι μπροστά του δεν είχε ζητιάνο, αλλά ένα αρχιερέα και μάλιστα τον ονομαστό της Κύπρου αρχιερέα Σπυρίδωνα, έπεσε μπροστά του και με δάκρυα τον παρακαλούσε να τον συγχωρήσει. Ο άγιος, που ήξερε να σκορπά τριγύρω του μονό την καλωσύνη, τον πήρε από το χέρι κι αφού τον ενουθέτησε, του έδωκε τις πατρικές ευλογίες του.
Οι άνθρωποι του βασιλιά παρέλαβαν τον άγιο και τον οδήγησαν με τη συνοδεία του μπροστά στον άρχοντα. Στό αντίκρυσμα τους ο βασιλιάς αναγνώρισε αμέσως τα δύο πρόσωπα, που του είχε δείξει την πρώτη φορά ο άγγελος, και με τον πόνο της αρρώστιας ζωγραφισμένο στο πρόσωπο σηκώθηκε από τον βασιλικό θρόνο και προχώρησε προς τον άγιο. Συγκινητική η σκηνή! Ο επίγειος άρχοντας με ταπείνωση σκύβει μπροστά στον αντιπρόσωπο του Ουρανίου Βασιλέως, για να ζητήσει το έλεος και τη χάρη Του. Ο ταπεινός αρχιερέας, πλημμυρισμένος από αγάπη και συμπόνια στον ανθρώπινο πόνο σηκώνει το σεπτό και άγιο χέρι του και το αποθέτει στο κεφάλι του άρχοντα προφέροντας την ίδια ώρα θερμή και άγια προσευχή. Το αποτέλεσμα; Θαυμαστό!
Σέ μια στιγμή η αρρώστια υποχωρεί και χάνεται και η υγεία ολοκληρωτικά αποκαθίσταται και παίρνει τη θέση της στο βασιλικό κορμί.
Οι καρδιές κτυπούν δυνατά από συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη στον Θεό για τη δωρεά του. Ο άγιος μετά τη θεραπεία είπε και μερικά πνευματικά λόγια, που αφορούσαν στην ψυχική σωτηρία του επίγειου άρχοντα:

— Να θυμάσαι πάντοτε, βασιλιά, ότι κάθε εξουσία προέρχεται από τον Θεό. Γι' αυτό κι ο κάθε άρχοντας έχει υποχρέωση να ασκεί την εξουσία προς το συμφέρον του λαού του. Οδηγός στη ζωή του καθενός μας ας είναι η αγάπη, η καλοσύνη, η φιλανθρωπία. Όποιος έχει αγάπη μέσα του δεν μπορεί παρά να κάμνει το καλό στον συνάνθρωπο του. Με την αγάπη τηρεί και ξεπληρώνει ένας όλο τον νόμο. Φύλαττε ακόμη, βασιλιά μου, την ευσέβεια και μη δεχθείς στην Εκκλησία καμιά διδασκαλία αντίθετη με τα όσα διδάσκει η Αγία Γραφή κι η ιερά Παράδοση.

Αυτά είπε ο άγιος και ξεκίνησε να φύγει. Κι όταν ο βασιλιάς για να εκδηλώσει σ' αυτόν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη του, του πρόσφερε χρήματα, πολλά χρήματα, ο άγιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πώς πιο πάνω από τα χρήματα είναι η αγάπη. Κι όταν ο βασιλιάς επέμενε, ο άγιος, για να μη θεωρηθεί υπερήφανος και ακατάδεχτος, δέχτηκε τα δώρα και προτού να φύγει από το παλάτι τα διαμοίρασε στους αυλικούς.

Την πράξη αυτή του αγίου σαν έμαθε ο βασιλιάς τον ευλαβήθηκε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Τώρα εξηγώ και καταλαβαίνω γιατί ο Πανάγαθος Θεός τον έχει τόσο χαριτώσει». Ενθυμούμενος δε τις νουθεσίες του φρόντισε στη ζωή του να κάμνει πολλές φιλανθρωπίες σε κάθε φτωχό και πονεμένο. Κι ακόμη, για την αγάπη του άγιου Σπυρίδωνος, πρώτος αυτός απ' όλους τους βασιλείς ενομοθέτησε, ώστε οι κληρικοί να μη πληρώνουν κανένα φόρο. «Είναι άτοπο και ντροπή, έλεγε, οι υπηρέτες και αντιπρόσωποι του Ουράνιου Βασιλιά να πληρώνουν φόρους σε επίγειους και θνητούς άρχοντες».

10. Όταν ο άγιος αναχώρησε από τα ανάκτορα ευσεβής χριστιανός τον κάλεσε για να τον φιλοξενήσει. Κάποια γυναίκα είδωλολάτρισσα, που δεν ήξερε ούτε Ελληνικά, σαν το έμαθε, πήγε εκεί στό σπίτι μ' ένα παιδάκι νεκρό στην αγκαλιά της και το απέθεσε με κλάματα στα πόδια του αγίου. Με νεύματα και χειρονομίες και δάκρυα ποτάμι προσπαθούσε να του εξηγήσει τί ήθελε. Ο άγιος αντιλήφθηκε φυσικά τον πόθο της, αλλά δίσταζε να ζητήσει από τον Κύριο ένα τέτοιο πράγμα. Συγκλονισμένος, όμως, από τα δάκρυα της ζήτησε κάποια στιγμή από τον διάκονο του Αρτεμίδωρο να του πει τι να κάμει. Κι αυτός, άνθρωπος ευλαβής κι ενάρετος, απήντησε: «Γέροντα μου, κάμε μια δέηση και γι' αυτό το πονεμένο πλάσμα. Ο Υπερούσιος Λόγος που πάντα σε ακούει, θα σου κάμει οπωσδήποτε κι αυτή τη χάρη».
Ο άγιος δεν επερίμενε άλλο. Γονάτισε και με δάκρυα ποτάμι ζήτησε από τον Φιλάνθρωπο Χριστό να κάμει το θαύμα του. Να δώσει πίσω τη ζωή στο νεκρό παιδί. Κι η απάντηση δεν βράδυνε. Ένα δυνατό κλάμα παιδιού μαρτύρησε το θαύμα. Η δυστυχισμένη μητέρα, σαν άκουσε το νεκρό παιδί της να κλαίει, ένοιωσε μια τέτοια συγκίνηση κι ένα τέτοιο συγκλονισμό ψυχής, που έπεσε κάτω νεκρή. Ο Αρτεμίδωρος, ο πιστός διάκονος, μόλις αντιλήφθηκε τα γενόμενα με συντετριμμένη την καρδιά στράφηκε προς τον άγιο, και τον παρακάλεσε αυτό που έκαμε για το νεκρό παιδί, να κάμει και για τη μητέρα. Να δώσει με την προσευχή του στο παιδί ζωντανή τη μητέρα, την προστάτιδα του. Ο άγιος την ανάστησε κι αυτή με την προσευχή του και της έβαλε στην αγκαλιά ζωντανό το παιδί της. Μιμούμενος δε σε όλα τον θείο Διδάσκαλο, συνέστησε να μην πουν σε κανένα τα όσα έγιναν.

11. Από την Αντιόχεια ο άγιος με τη βοήθεια του Θεού επέστρεψε και πάλι στην πατρίδα του κοντά στο ποίμνιο του το αγαπημένο. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή του ένας ζωέμπορος τον επισκέφθηκε και ζήτησε να αγοράσει από αυτόν εκατόν αίγες. Ο άγιος, όπως είπαμε, είχε διατηρήσει και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο το ποίμνιο του, για να μπορεί να βοηθά κάθε δυστυχισμένο και πτωχό, που τον επισκεπτόταν. Στήν πρόταση που του έκαμε ο ζωέμπορος, ο άγιος του απήντησε:

— Βάλε εκεί τα χρήματα και πήγαινε να πάρεις τα ανάλογα ζώα από τη μάνδρα.

Ο ζωέμπορος σαν είδε τον άγιο να συνεχίζει αδιάφορος την εργασία του, νόμισε την ευκαιρία κατάλληλη να τον ξεγελάσει. Έβαλε, λοιπόν στο μέρος που του είπε την αξία 99 ζώων και μπήκε στη μάνδρα. Ξεχώρισε εκατόν αίγες και προσπαθούσε να τις βγάλει για να τις πάρει σπίτι του. Μια από τις αίγες, παρά τις προσπάθειες του, δεν ήθελε να ακολουθήσει τις άλλες. Ο αγοραστής, για να την αναγκάσει να πάει μαζί του, τη σήκωσε στους ώμους του, για να τη μεταφέρει. Το ζώο όμως άρχισε να τον κτυπά με τα κερατά του και να σπαράζει, αρνούμενο να τον ακολουθήσει. Ο επίσκοπος που στο θόρυβο είχε βγει έξω να ιδεί τι γίνεται, σαν είδε τη σκηνή είπε στον αγοραστή:

- Παιδί μου, πρόσεξε. Μήπως κατά λάθος δεν έβαλες την αξία αυτού του ζώου μαζί με τα άλλα χρήματα και για τούτο αυτό αρνείται να σε ακολουθήσει;

Στα λόγια του επισκόπου ο αγοραστής ομολόγησε την πράξη του και ζήτησε συγγνώμη, Ύστερα πλήρωσε το τίμημα του ζώου, κι αυτό ακολούθησε ήσυχα και πρόθυμα όπως τα άλλα.

Η αγάπη του καλού ποιμένα για το κάθε πλανεμένο πρόβατο υπήρξε απίστευτα συγκινητική. Πόνος και πόθος και παλμός κι αγώνας του ήταν η σωτηρία κάθε μιας ψυχής. Γι' αυτό και φρόντιζε με τα λόγια του και την όλη ζωή του να βοηθήσει τον καθένα, που ερχόταν σε επαφή μαζί του, να αντιληφθεί τα σφάλματα και τις αμαρτίες του. Να τις αντιληφθεί και να θελήσει να μετανοήσει για να σωθεί. Όπως οι ιατροί των σωμάτων χρησιμοποιούν ποικίλα φάρμακα για τη θεραπεία κάποιου ανθρώπινου μέλους που πάσχει, έτσι κι ο στοργικός επίσκοπος. Τα κύρια φάρμακα, που χρησιμοποιούσε, ήταν συνήθως το βάλσαμο, η αγάπη με τα γνωρίσματα της. Αγάπη στον καθένα. Αγάπη και επιείκεια και καλωσύνη και συγχωρητικότητα μέχρι παρεξηγήσεως. Αλλά και καυτήρια. Τον είδαμε στην περίπτωση της αμαρτωλής γυναίκας, που ήθελε να ασπασθεί τα πόδια του κι αυτός τη διέταξε να μη τον αγγίζει προτού μετανοήσει (θαύμα 5ο).

12. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη• αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α' Τιμοθ. β' 4). Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Τη σωτηρία όμως την προσφέρει μονάχα σ' εκείνους, που αναγνωρίζουν τα σφάλματα τους και με συντριβή ψυχής ζητούν μετανοημένοι τη συγχώρηση των αμαρτιών τους. Αυτό το κάνει κι ο άγιος. Στή μετάνοια και λύπη που δείχνουν οι κλέφτες για την πράξη τους, ο καλόκαρδος επίσκοπος σπεύδει να προσφέρει, όχι μόνο τη συγχώρεση και τις ευλογίες του αλλά και την αγάπη του, την έμπρακτη αγάπη του που εκδηλώνεται με τη γενναιόδωρη προσφορά του.

13. Ένα ζωντανό θαύμα και μια εκδήλωση αγάπης είναι όλη η ζωή του αγίου. Σελίδες πολλές θα μπορούσε να γεμίσει κανείς διηγούμενος με κάθε συντομία τα θαύματα που έκαμε, όταν ακόμη βρισκόταν στη ζωή. Έδωσε την καρδιά του ο άγιος άνευ όρων στον Ουράνιο Δημιουργό και Πατέρα, κι Αυτός επιβραβεύοντας την προσφορά του τον τίμησε και τον δόξασε όσο κανένα άλλο. Ό,τι πιο ωραίο, ό,τι πιο μεγάλο και θαυμαστό υπάρχει στη γη, η αγάπη και παντοδυναμία του Θεού το προσφέρει μέσον του Αγίου σ' εκείνους που το εκζητούν από Αυτόν με θερμή προσευχή και ταπείνωση, μα και συντριβή καρδιάς και πίστη φλογερή.

Με θερμή προσευχή και ταπείνωση...

Κάποτε ο άγιος, ενώ προσευχόταν το βράδυ στην εκκλησία της επισκοπής του και κόσμος πολύς με έκσταση παρακολουθούσε την προσευχή, που εξ’ όλης ψυχής και καρδίας ανέπεμπε ο ευλαβής επίσκοπος, κάποιος τον πλησίασε και τον διέκοψε λέγοντας του:

— Γέροντα, η κανδήλα θα σβήσει. Δεν έχουμε λάδι να της βάλουμε.
—Δεν έχει λάδι; είπε ο γέροντας.

Και σήκωσε τα άγια του χέρια. Τα σήκωσε για να ζητήσει λίγο λάδι, ώστε να μη διακοπεί η προσευχή. Και ώ του θαύματος! Με το σήκωμα των χεριών, Εκείνος, που υποσχέθηκε ότι «πάς ο αιτών λαμβάνει», έσπευσε να ανταποκριθεί στην αίτηση του καλού και πιστού του δούλου. Η κανδήλα άρχισε, όχι απλώς να γεμίζει από λάδι, αλλά και να ξεχειλά και να τρέχει στη γη. Οι υποδιάκονοι έτρεξαν, έφεραν αγγεία, περισυνέλεξαν το πλεονάζον λάδι κι έτσι για πολλές ήμερες είχαν, ό,τι χρειαζόντουσαν για την ανάγκη των λύχνων. Με την άγια του ζωή ο ευλαβής επίσκοπος είχε τόσο ευνοηθεί από τον Παντοδύναμο Πατέρα, ώστε ήταν αδύνατο σ' αυτόν να υψώσει τα χέρια και να μη λάβει αμέσως το ζητούμενο.

14. Ζούσε ακόμη ο άγιος στην επισκοπή του, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, κινούμενος από θείο ζήλο και επιποθώντας να ιδεί την επαρχία του απαλλαγμένη από τα διάφορα ελληνικά είδωλα και ξόανα με τα οποία ήταν γεμάτος ο τόπος, κάλεσε στην επισκοπή του όλους τους αρχιερείς για μια κοινή δέηση. Ήταν συνηθισμένος τρόπος η συντριβή των ειδώλων με την προσευχή των πιστών. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη έσπευσαν όλοι οι επίσκοποι κι ένας μεγάλος αριθμός πιστών να ανταποκριθούν. Στή μέρα που ορίστηκε άρχισε από όλους θερμή η κοινή προσευχή κι οι παρακλήσεις. Το αποτέλεσμα ευλογημένο. Ένα ένα τα διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα με την προσευχή των άγιων πατέρων κατά παραχώρηση Θεού άρχισαν να γκρεμίζονται και να γίνονται συντρίμματα. Ένα μονάχα άγαλμα, που ήταν στημένο εκεί στο λιμάνι και δέσποζε της γύρω περιοχής έμενε ασάλευτο. Και έμενε, όχι γιατί ο Παντοδύναμος αρνιόταν να ακούσει τις παρακλήσεις των πιστών του. Έμεινε, γιατί ο Κύριος ήθελε με τούτο να δοξάσει περισσότερο τον πιστό δούλό του Σπυρίδωνα. Να τον δοξάσει και να φανερώσει σ' όλους την ιδιαίτερη εύνοια, την οποία έτρεφε σ' αυτόν για την ταπείνωση και την αγιότητα του.

Ένα βράδυ που ο πατριάρχης βρισκόταν σε θερμή προσευχή, ένας άγγελος του φανερώθηκε και του είπε τούτα τα λόγια: «Μη λυπάσαι, γιατί το άγαλμα στο λιμάνι δεν έπεσε. Αυτό που ποθείς θα γίνει, όταν έλθει εδώ ο επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Σπυρίδων. Στείλε και κάλεσε τον». Στήν υπόδειξη αυτή του αγγέλου ο πατριάρχης έσπευσε με γράμματα και πρόσωπο δικό του να καλέσει τον άγιο να πάει στην Αλεξάνδρεια το ταχύτερο. Έστειλε μάλιστα και πλοίο να τον παραλάβει. Στήν πρόσκληση του πατριάρχη και παράκληση ο ταπεινός και πάντα εξυπηρετικός επίσκοπος ετοιμάστηκε και χωρίς αναβολή ξεκίνησε για την Αλεξάνδρεια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο άγιος δεν σταμάτησε από του να προσεύχεται νοερά και να ζητά τη χάρη του Θεού. Όταν το πλοίο έφτασε στο λιμάνι, ο Σπυρίδων έσπευσε μεταξύ των πρώτων να αποβιβασθεί. Και να. Μόλις τα πόδια του αγίου πάτησαν στη γη, το θαύμα έγινε. Το αμετακίνητο είδωλο, το είδωλο που στις προσευχές τόσων αγίων πατέρων δεν σάλεψε από τη θέση του, στην απλή παρουσία του αγίου επισκόπου Κύπρου στην πόλη του Αλέξανδρου, σείστηκε και μαζί με όλα τα ειδωλολατρικά οικοδομήματα γκρεμίστηκε κι έπεσε σε συντρίμματα. Κάποιοι χριστιανοί που ήσαν εκεί, έτρεξαν κι ανακοίνωσαν στον πατριάρχη με χαρά τα γενόμενα. Κι ο πατριάρχης χωρίς να γνωρίζει την άφιξη του πλοίου αναφώνησε:

- Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων της Κύπρου το σεμνό και θειο βλάστημα! Πηγαίνετε να τον υποδεχθείτε.
Πρέπει να ήλθε ο Σπυρίδων! Στόν τόπο, που πατούσε και περπατούσε ο γνήσιος μαθητής του Παντοδύναμου Ιησού, δεν μπορούσε να έχει πια θέση και δύναμη και εξουσία το σύμβολο του ψεύδους, το είδωλο που συμβόλιζε και αντιπροσώπευε τον Σατανά.

Μέγα το όνομα της Αγίας Τριάδος. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Κλήρος και λαός βγήκαν να προϋπαντήσουν τον ταπεινό επίσκοπο. Κι αυτός απέριττα ντυμένος προχωρεί ευχαριστώντας και δοξολογώντας Εκείνο, «τον ποιούντα μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα τε και εξαίσια».

Το μεγάλο αυτό θαύμα του αγίου κηρύχθηκε παντού. Κλήρος και λαός μαζεύτηκαν στο πατριαρχείο για να τιμήσουν τον άγιο. Οι πιστοί πανηγυρίζουν. Οι ορθόδοξοι στερεώνονται στην πίστη και γίνονται πιο θερμοί. Κι ακόμη πολλοί ειδωλολάτρες πιστεύουν και βαπτίζονται. Το θαύμα σε λίγο καιρό διαδόθηκε στα πέρατα της αυτοκρατορίας. Έφθασε και στο παλάτι της πόλεως του Κωνσταντίνου. Το έμαθε κι ο βασιλιάς. Με πίστη κι ευλάβεια δοξολογεί κι αυτός τον Θεό μαζί με τον λαό του, «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. θ', 8).

Το εξαίσιο αυτό θαύμα μαρτυρούσε και μια πολύ ωραία και μεγάλη εικόνα που βρισκόταν στην Τριμυθούντα μεταξύ του αρχοντικού λεγομένου πυλώνος και της εκκλησίας. Σ' αυτήν την εκκλησία εφημέρευε ο άγιος όσο καιρό ζούσε.

Ο άγιος Σπυρίδωνας μαζί με άλλους ένδεκα Κυπρίους επισκόπους έλαβε μέρος και στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής (της σημερινής Σόφιας), που συνεκλήθη γύρω στο 342 ή 343 κι η οποία εβεβαίωσε τις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια. Στή Σύνοδο αυτή, όπως ξέρουμε, ανακλήθηκε από την εξορία του κι ο Μ. Αθανάσιος.

15. Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη η προσφορά του αγίου μας στην Εκκλησία και πολλά, πάρα πολλά τα θαύματα που, όπως είπαμε, έκαμε και κάμνει. Λέγεται πώς όταν ζούσε και λειτουργούσε στο Άγιο Βήμα, οι χριστιανοί, που παρακολουθούσαν, άκουαν να ψάλλουν μαζί του άγγελοι. Όταν ο άγιος έλεγε «ειρήνη πάσι», οι άγγελοι απαντούσαν: «Και τω πνεύματί σου». Κι όταν αυτός έλεγε, «του Κυρίου δεηθώμεν», άγγελοι αποκρίνονταν «Κύριε ελέησον». Τούτο το γεγονός πολύ ωραία διατύπωσε κι ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στο απολυτίκιο του αγίου με τις λέξεις: «Και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι ιερώτατε». Πόσο αλήθεια χαριτώνει ο Κύριος όλους εκείνους, που με ταπείνωση του δίνουν την καρδιά τους, και με ειλικρίνεια κι απόλυτη εμπιστοσύνη ακολουθούν τον Νόμο Του!

Ήλθε όμως ο καιρός η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλωσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιο του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα του Χριστού που ζητάνε τη μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός Θεός.

Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμηση Του. Το λείψανο του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο κι ευωδίαζε. Γι' αυτό κι οι κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μια μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β' στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου κι ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκαιρα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακκιά άχυρα για τα όποια, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, πώς τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιο του.

Το λείψανο του αγίου στην Κέρκυρα

Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι' αυτό κι ο Πολύευκτος κατέφυγε σ' ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πώς εδώ ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος Βρήκε ένα πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στον ναό του τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το Ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το Ιερό σκήνωμα του αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. Επίσης και τα μάτια του αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο. Της αγίας Θεοδώρας το λείψανο φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό της Θεοτόκου της Σπηλαιώτισσας. Είναι ακέφαλο και εορτάζεται η μνήμη της στις 11 Φεβρουαρίου. Η αγία Θεοδώρα είναι αυτή που αναστήλωσε μαζί με τον Πατριάρχη Μεθόδιο τις αγίες εικόνες την πρώτη Κυριακή των Νηστειών του 843. Την αναστήλωση έκαμε μετά τον θάνατο του συζύγου της Θεοφίλου. Ο κόσμος του νησιού με βαθύτατο σεβασμό υποδέχθηκε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ' όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπυστο ναό του αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος» (Ψαλμ. ιέ', 3).

Πολλά θαύματα έγιναν και στην Κέρκυρα και γίνονται κάθε χρόνο σε όσους με πραγματική πίστη καταφεύγουν στη χάρη του και με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση εκζητούν τίς πρεσβείες του, γιατί «ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων, του θαυματουργείν ουκ εληξεν εισέ τι». Δηλαδή, ο θαυματουργός Σπυρίδων κι αν απέθανε, δεν έπαψε όμως κι από του να θαυματουργεί. Στόν άγιο αυτό επαναλήφθηκε πραγματικά ο λόγος του Αποστόλου Παύλου. «Ζω δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. 6', 20).

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν· διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ· δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι· δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος· ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν· οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.

Πηγή: http://www.pigizois.net/