Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Ο Άγιος και ιαματικός Παντελεήμων (27 Ιουλίου)

Ο Άγιος Παντελεήμων έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδειαν. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή. Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον εί­χαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.
Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμμα­τα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά. Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και επροχώρησεν, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύση εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον. Πράγματι ο νέος, ευφυής κα­θώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.
Ητο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλίαν γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του. 'Ολοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έ­χαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.
Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξα­κουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικο­μήδειαν. 

Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος. Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συ­νεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.

Βαπτίζεται Χριστιανός.

Ο άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχήν εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικίαν μαζί με άλλους Χριστι­ανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.
Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικίαν καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο α­γαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον. 

Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάση και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύραν της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθεν εις την οικίαν και ο άγιος τότε τον ηρώτησε περί της κα­ταγωγής του και περί του αντικειμένου της λα­τρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν). Ο νέος απήντη­σεν εις την ερώτησιν με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης. Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ηρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησεν ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συνεβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός. Και εγώ αυτό εποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρη εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι» Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμην ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβα­στέ γέροντα, ακολουθώ. Αυτήν που εδίδαξεν ο Α­σκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σο­φοί. Απ' όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. 'Αλλά και ο διδάσκα­λός μου με επληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω». Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρίαν, είπε προς τον νέον: «Πίστευσέ με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκλη­πιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρήν βοήθειαν μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν. Αλλά και αυ­τοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου. Ο Χριστός εφώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, εθεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, ιάτρευσε δυσθεραπεύτους ασθενείας και έκανε α­μέτρητα θαύματα. Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλεί­ας Του». 

Μόλις ήκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του εγέμισε ευφροσύνην και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγεν ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσ­εύχεται και να επικαλήται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζη και να μας βοηθή».

Αφού ηυχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του. Όμως εντυπωσιάσθη από τους λόγους του Ερμολάου και δι' αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλίαν του. Τοι­ουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ' ολίγον ηύξανε.
 

Μίαν ήμέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το εδάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου. Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν' αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έ­καμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα. Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτι­κού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.
Πλησίον του αγίου γέροντος έμεινεν επτά η­μέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκεί­να τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικίαν του.
 

Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;». Ο Ευστόργιος δεν ημπό­ρεσε ν' απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ' ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν εθυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.
 

Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έ­βλεπε και διεπίστωνε την αλλαγήν του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεόν να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσίαν το συντομώτερον. Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικίαν του, αλλ' όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε. Εσκέφθη ότι θα ήτο καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψη εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέ­ρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγι­νε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχήν του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλον τρό­πον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύ­μα τον Ευστόργιον.

Θεραπεύει τον τυφλόν.

Εις την οικίαν του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού εκτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων. Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υ­πάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύ­σουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχα­σα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτω­χός ο άθλιος».
 

Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ια­τρούς και δεν είδες ωφέλειαν, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;» Και ο τυφλός απεκρίθη: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύση ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υπεσχέθης θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτω­χούς». Ο Παντολέων βεβαίως εμίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύση με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον ημπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρής κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μή­πως και ντροπιασθής αν αποτύχης. Τί άλλο μπο­ρείς εσύ να προσφέρης ή επιτύχης περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά». Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι ωμιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφροσύνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, ήκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τί­ποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την άλήθειάν μου». Και μόλις ετελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρό­νως και το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, ω του θαύματος!, αμέσως ήνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διό­τι ήτο ειδωλολάτρης. Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώ­ην τυφλός επίστευσεν, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον. Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους εβάπτισε.
 

Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψεν εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ' ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετανοία, απεδήμησε προς Κύριον.
 

Ο Παντολέων εμοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ηλευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένειαν, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.
 

Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς εζητούσαν, εκαλούσαν και επροτιμούσαν απ' όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα. Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους εκαλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων. Έτσι όσοι επίστευαν εις τον Χριστόν εθεραπεύοντο διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.

 

Φθονούν και συκοφαντούν τόν άγιον εις τον βασιλέα.

Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον εφθόνησαν.
 

Μίαν ημέραν ενώ εκάθοντο εις την αγοράν, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί. Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δο­κιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτη­σαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων. Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδά­σκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνη­σαν περισσότερον τον άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.
Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανόν ομολογητήν που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων. Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τό­σον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ια­τρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδια­φέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου. Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου. Αλλά δεν αρ­κεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδά­σκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς. Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον. Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν' αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργε­σίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκλη­πιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός. Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ' ακούσης και από τον ίδιον».
Ο βασιλεύς μόλις ήκουσε αυτάς τας πληρο­φορίας ελυπήθη και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν. Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λό­γους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ' εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην». Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι' αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ' εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ' αποδειχθή η αλήθεια. Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ' όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ' έβλαψαν, διό­τι μου αφήρεσαν και το ολίγον φως που είχα. Ποί­ον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοή­θειαν αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσ­έφεραν ή τον Χριστόν που με τ' όνομά του μόνον ο Παντολέων μου εχάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος». Ο βασιλεύς μη γνωρί­ζων τι ν' αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπεν: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν' αναφέρης ότι ο Χριστός σε ιάτρευσε. Οι θεοί σου έδω­σαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερον». Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσό­τερον παρά εις το σώμα δεν εφοβήθη την βασιλι­κήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως. Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόη­τος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυ­φλός όπως και αυτοί εδώ και δεν ημπορείς να διακρίνης την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».
Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά εβεβαιώθη ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνή­γορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.
Ο άγιος ήγόρασε μυστικώς το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πα­τέρα του.

Μαρτύριον και θαύματα του αγίου.

Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάη να τον συνάντηση. Ο άγιος ενώ επήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού. Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βα­σιλεύς: «Ήκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και πε­ριφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς. Ήκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρί­ζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέ­φεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμην σου δια να σ' εγκαταστήσω εις το παλάτι μου. Βέ­βαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι' αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμης θυσίαν εις τους θεούς, δια να μάθωμεν την αλήθειαν». Ο άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τά λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν. Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχήν όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν. Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, εσήκωσε παραλύτους και όλα αυ­τά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.
 

Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτραι) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έρ­γα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμής, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακα­λέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν. Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ' όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν' ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περι­φρονήσουμε». Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου. Οι ιε­ρείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των. Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του. Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύ­ριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος». Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόμα­τι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπλη­γωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει». Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν. Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παρα­μένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασι­λέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυ­ροί και θα στραφούν εναντίον μας. «Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λό­για, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του. Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κο­λακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ' αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.
 

Αλλ' ενώ το σώμα του αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρι­σμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς. Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ' εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνή­σιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ εί­μαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι' εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέ­λυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του αγίου εθεραπεύθησαν. Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λα­μπάδας να σβήσουν;» Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύ­ματα». Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ' εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».
Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρα­σαν πολύ έβαλαν μέσα τον άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων. «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.

Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δο­χείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε. Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».

Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και από­ρησαν δια το παράξενον γεγονός.

Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν. Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορού­σε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα. Αφού μά­λιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού. Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν. Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτό­θρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον; Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυ­τό που βλέπεις. Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασ­σα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υ­ποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ' ό,τι υ­πακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».

Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασι­λέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ' όλον ότι είδε τό­σα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης. Έ­πειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυ­τά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν. Λυπή­σου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεό­τητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί. Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».

Ο άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώ­ρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας. Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβα­τα».

Ο άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλι­στα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα. Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν. Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.

Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έ­συραν τον άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία. Ο άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.

Οι υπηρέται έρριξαν τον άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θη­ρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία. Η κακία των ανθρώ­πων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυ­τόν, με αγριότητες και ωμότητες. Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του θεού.
Τα θηρία επλησίασαν τον άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγω­νιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση. Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.

Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ' ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».

Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν. Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Κατόπιν ο βασιλεύς έ­στειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοπο­θετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα. Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλ­λους.

Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πι­στών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμήν, κατά την οποίαν θα άφηναν τον φοβερόν εκείνον τροχόν να κυλήση μαζί με τον Μάρτυρα που ήτο δεμένος εις αυτόν. Το φρικτό θέαμα έτρε­ξαν να το ίδουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως.
Άφησαν λοιπόν τον τροχόν να κυλήση οι υ­πεύθυνοι. Τότε προς έκπληξιν όλων, τα δεσμά ελύθησαν και ο τροχός έφυγε μόνος του και επλήγωσε και εθανάτωσε πολλούς από τους απίστους. Ο Άγιος έστεκε σώος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ο βασιλεύς που εξεπλάγη βλέπων τα όσα συνέ­βησαν εκάλεσε τον Παντολέοντα και του είπε: «Έ­ως πότε θα κάνης τέτοια υπερφυσικά πράγματα και άλλους μεν ανθρώπους της βασιλείας μου να θανατώνης και άλλους να τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από πού εδιδάχθης τον Χριστιανισμόν;» Και ο άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και έφανέρωσε τον άγιον Ερμόλαον, επειδή εκρινεν ότι ένας τέτοιος θησαυρός δεν έπρεπε να μείνη κρυμμένος, αλλά έπρεπε να φανερωθή, δια να ωφελήση πολλούς.

Έδωσε διαταγήν ο Μαξιμιανός να τους δείξη ο Παντολέων τον τόπον όπου διέμενε ο Ερμόλαος. Και ο άγιος υπήκουσε μετά χαράς, επειδή εγνώριζεν ότι ο Ερμόλαος θα έφερνε με το μέρος του και άλλους εις την ευσέβειαν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο άγιος Ερμόλαος διέθετε ωραίον λόγον και σύνεσιν και ήτο ικανός να ελκύση και να διδάξη τους βαρβάρους, όπως πιστεύσουν εις τον αληθινόν Θεόν.

Συνοδευόμενος λοιπόν ο άγιος Παντολέων από τρεις στρατιώτας που τον εφρουρούσαν, έφθασε εις την οικίαν όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Εκτύπησε την θύραν, και εβγήκεν έξω ο άγιος Ερμόλαος, ο οποίος είπε εις τον Παντολέοντα. «Πώς ήλθες μέχρις εδώ τέκνον μου;» Και εκείνος απήντησε: «Σε καλεί ο βασιλεύς, Κύριέ μου, και θέλει να πας προς αυτόν». Και ο Ερμόλαος πάλιν είπε: «Εγώ το ξέ­ρω, ότι επλησίασεν η ώρα μου ν' αποθάνω, δια το όνομα του Χριστού μου, επειδή μου το εφανέρωσε και μου το απεκάλυψε με όραμα που είδα αυτήν την νύκτα».

Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Ερμόλαον και άλλους δύο χριστιανούς που ευρίσκοντο μαζί του. Όταν ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως και ηρωτήθη πώς ωνομάζετο και εάν είχε μαζί του και άλλους χριστιανούς, ο άγιος Ερμόλαος απήντησε, με την αλήθειαν που τον διέκρινε, ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω μαζί μου και άλλους δυο χριστιανούς τον Ερμοκράτην και τον Έρμιππον». Τότε διέταξε να τους οδηγήσουν και αυτούς ενώ­πιόν του. Αφού παρουσιάσθησαν τους ηρώτησε: «Εσείς είσθε που παρεπλανήσατε τον Παντολέοντα και ηρνήθη τους θεούς;» Και εκείνοι γεμάτοι τόλμην και θάρρος απήντησαν: Ο Χριστός καλεί κον­τά Του τους αξίους». Ο βασιλεύς τότε τους είπε: «Να αφήσετε τους ανόητους και ανωφελείς λόγους σας κατά μέρος, και να με ακούσετε. Συμβουλεύσα­τε τον Παντολέοντα να θυσιάση εις τους αθανά­τους θεούς, εάν θέλετε βέβαια να σας έχω φίλους, και υπόσχομαι να σας δώσω αμέτρητα δώρα και αξιώματα». Και εκείνοι απήντησαν. «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμεν κάποιον να χάση την ψυχήν του. Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν ασάλευτον γνώμην. Και καλύτερον ν' αποθάνωμεν με χίλιους θανάτους και με διάφορα βασανιστήρια, παρά να προσκυνήσουμε τα κωφά και αναίσθητα είδωλα». Και όταν ετελείωσαν τα λόγια των αυτά έστρεψαν τα μάτια προς τον ουρανόν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον να τους προστατεύση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν των, και τους εφανερώθη και τους ενδυνάμωσε. Α­μέσως έγινε μεγάλος σεισμός εις εκείνον τον τόπον. Ο δε Μαξιμιανός έχων ταραγμένον νουν είπε: «Βλέπετε οι θεοί ωργίσθησαν εξ αιτίας σας και έ­καμαν σεισμόν». Και του απεκρίθη ο άγιος Ερμόλαος. «Αλλ' εάν συμβή να πέσουν κάτω οι θεοί σου τι θα είπης;» Προτού τελείωση τον λόγον του, έφθα-σεν ένας υπηρέτης του παλατιού και είπεν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ήλθα να σου αναφέρω ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι τρεις Χριστιανοί εγέλασαν και εχλεύασαν τους φοβερούς θεούς που έσεισαν την γην και μετά συνετρίβησαν! Ο ασεβής τύραννος έγινε περισσότερον σκοτεινός όπως εκείνοι που τους πονούν τα μάτια και δεν η­μπορούν να ίδουν τον ήλιον.

Ετιμώρησε τους τρεις μάρτυρες με διάφορα βασανιστήρια. Αφού διεπίστωσεν ότι δεν επρόκειτο να τους πείση και να υποχωρήσουν, έδωσε εντολήν και τους απεκεφάλισαν. Τα λείψανά των τα επήραν Χριστιανοί μυστικά, και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν.

Τον Παντολέοντα τον ωδήγησαν και πάλιν, κα­τόπιν διαταγής, εις τον βασιλέα. Όταν παρουσιάσθη, ο βασιλεύς του είπε: «Μάθε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος και η συνοδεία του αντελήφθησαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Και εγώ ως ανταμοιβήν των τους ετίμησα όπως έπρεπε και τους έκανα πρώτους εις το παλάτι.

Εάν τους μιμηθής και εσύ, θα διαπίστωσης πό­σον πάλιν τιμώ και επιβραβεύω εκείνους που υπα­κούουν. Ει δ' άλλως αν επιμένης να μην θυσιάσης εις τα είδωλα, θα εξακρίβωσης πόσο σκληρά τιμω­ρώ τους παρηκόους και τους υπερόπτας. Λοιπόν εάν παρακούσης δεν θα γλυτώσης από τα χέρια μου, και μάλιστα εντός της σήμερον θα θανατωθής με φοβερόν θάνατον. Ο Μάρτυς του Χριστού, μόλις ετελείωσε ο βασιλεύς τους λόγους του αυτούς, φω­τισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος αντελήφθη την δολιότητα και πανουργίαν του βασιλέως και τον ηρώτησε πού ευρίσκοντο οι τρεις που εθυσίασαν εις τα είδωλα! Και ο μιαρός βασιλεύς είπε προς τον Παντολέοντα. «Δεν είναι εδώ τώρα. Τους έστειλα δια κάποιαν υπηρεσίαν εις την πόλιν». Και ο Άγι­ος τότε του είπεν. «Αν και είσαι φίλος του ψεύδους, τώρα είπες την αλήθειαν, διότι τώρα αυτοί ευρί­σκονται εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και χαίρονται».
Όταν λοιπόν είδε ο ανόητος βασιλεύς ότι δεν ημπορούσε να πείση τον Παντολέοντα ούτε με κολα­κείας ούτε με δωρεάς, ούτε με απειλάς ούτε με άλλας τιμωρίας, διέταξε, επειδή έγινε έξω φρενών, να δείρουν τον άγιον δια να ικανοποιηθή η μοχθηρία του και ο θυμός του. Εν συνεχεία εξέδωσε απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και το λείψανόν του να το ρίξουν εις την φωτιάν να το κάψουν.

Το τέλος του αγίου.

Οι στρατιώται οδήγησαν τον άγιον εις τον τό­πον της εκτελέσεως. Καθ' οδόν επειδή εγνώριζε ότι επρόκειτο να ησυχάση από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν, έψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» και εσυνέχισε τον ψαλμόν αυτόν. Και πάλιν συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ έδεσαν τον άγιον εις μίαν ελαίαν και ο δήμιος κατέβασε το ξίφος να τον απο­κεφάλιση ω του θαύματος! η κόψις του ξίφους εγύρισε και ελύγισε όπως το κερί. Οι στρατιώται ετρόμαξαν πολύ από το γεγονός αυτό και έπεσαν εις την γην λέγοντες: «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμεν να μην μας εναντιωθής. Συγχώρησέ μας και κάνε δέησιν προς τον Θεόν δια να δεχθή την μετάνοιάν μας».

Ο Άγιος τότε τους ήκουσε και προσηυχήθη θερμώς εις τον Κύριον και δι' αυτούς. Αμέσως μετά την προσευχήν ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη ήδη η προσευχή σου και όλα όσα εζήτησες θα γίνουν. Από τώρα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων αλλά Παντελεήμων, διότι όσοι θα επικαλούνται τ' όνομά σου δια των πρεσβει­ών σου θα ευρίσκουν ευσπλαγχνίαν και έλεος». Μό­λις ήκουσε την φωνήν ο άγιος αντελήφθη ποίων χα­ρισμάτων ηξιώθη και ετιμήθη παρά του Κυρίου.

Τότε ενεθάρρυνε τους στρατιώτας να μην φοβη­θούν και να εκτελέσουν την διαταγήν. Εκείνοι πά­λιν δεν ετολμούσαν, επειδή εξηκρίβωσαν την δύναμιν του Χριστού. Ο άγιος Παντελεήμων τους εξηνάγκασε να εκτελέσουν την απόφασιν του τυράννου. Εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να παρακούσουν τον Άγιον, αφού τον κατεφίλησαν, και έδειξαν την αγάπην και την ευλάβειάν των, του έκοψαν την τιμίαν κεφαλήν την 27ην Ιουλίου του έτους 304.

Ο Θεός επειδή ήθελε να δοξάση τον άγιον Παντελεήμονα, έκανε και άλλα πολλά θαύματα. Το δένδρον της ελαίας εις το οποίον «εδέθη ο άγιος ήτο ξηρόν. Αμέσως όμως εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Ο βασιλεύς μάλιστα σαν έμαθε αυτό το γε­γονός διέταξε να κόψουν την ελαίαν.

Διέταξε ωσαύ­τως να κατακαύσουν το σώμα του Αγίου.
Οι στρατιώται όμως εμιμήθησαν τους Μάγους που δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην. Αυτοί λοιπόν διέφυγαν και διεκήρυτταν παντού τον Χριστόν και όλα τα θαύματα του Θεού.
Το δε λείψανον του Αγίου μερικοί Χριστιανοί το επήραν και μ' ευλάβειαν το έθαψαν με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως που ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.
Αυτό είναι το μαρτύριον του ιαματικού Παντε­λεήμονος. Η μνήμη του εορτάζεται την 27ην Ιου­λίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος γ'

Αθλοφόρε άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.

Έτερον. Ήχος γ'. Θείας Πίστεως.

Θείων τρόπων σου, τη επιστήμη, νέμεις άμισθον, την θεραπείαν, των ψυχών και των σωμάτων εν Πνεύματι. όθεν ημάς πάσης νόσου απάλλαξον, Παντελεήμον ελέους θησαύρισμα. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ. Ήχος πλ. α'. Αυτόμελον.

Μιμητής υπάρχων του ελεήμονος και ιαμάτων την χάριν παρ' αυτού κομισάμενος, αθλοφόρε και μάρτυς Χριστού του Θεού, ταις ευχαίς σου τας ψυχικάς ημών νόσους θεράπευσον, απελαύνων του αεί πολεμίου τα σκάνδαλα, εκ των βοώντων απαύστως. σώσον ημάς Κύριε.

Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/



† Η Αγία Παρασκευή η Οσιομάρτυς (26 Ιουλίου)

Αγία Παρασκευή ή Παρασκευή η Οσιομάρτυς ή Παρασκευή η Παρθενομάρτυς ή Παρασκευή Αθληφόρος είναι Αγία της Ορθοδόξου και Καθολικής εκκλησίας και θεωρείται προστάτιδα των ματιών. Έζησε στη Ρώμη κατά το 2ο αιώνα και υπέστη μαρτυρικό θάνατο επί ημερών Αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου.

Ο βίος της

Νεανική ηλικία

H Αγία παρασκευή γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Ρώμης επί Αυτοκρατορίας Αδριανού. Γονείς της ήταν ο Αγαθόνικος και η Πολιτεία, που ήσαν θεοσεβούμενοι Χριστιανοί και οικονομικά εύποροι. Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή και έτσι αποφάσισαν οι γονείς της, να της δώσουν το όνομα της ημέρας που γεννήθηκε. Η ανατροφή της από μικρή ηλικία έγινε με βάση Χριστιανικά πρότυπα. Έτσι από μικρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση προς το λόγο του Ευαγγελίου και ξεχώριζε για τον ενάρετο βίο της.

Η ενηλικίωσή της και η δράση της

Σε ηλικία 20 ετών, η Αγία Παρασκευή έχασε τον πατέρα της. Αυτό στάθηκε σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της πορείας της, διότι πλέον ήταν μόνη με αρκετά χρήματα ώστε να πραγματοποιήσει φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Έτσι εκποιεί όλη της την περιουσία σε φτωχούς και αφιερώνει το χρόνο της στην ανακούφιση των ασθενών. Δίνεται ολοκληρωτικά στην ιεραποστολή, διδάσκει σε σπίτια γυναίκες, μικρά παιδιά, διακονεί αδυνάτους, σπεύδει για τις ανάγκες της εκκλησίας της Ρώμης. Μάλιστα με τον καιρό επέκτεινε τη δράση και σε γειτονικά χωριά και εκκλησίες. Πλησίαζε ιδίως νέες γυναίκες, προκαλούσε συζητήσεις, ομιλούσε για τον Ιησού Χριστό, το παράδειγμά Του. Γρήγορα όμως έφτασαν στα αυτιά του Αυτοκράτορα Αντωνίνου οι δραστηριότητες της Παρασκευής, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ενώπιόν του. Η σεμνή και όμορφη εμφάνιση της στον Αυτοκράτορα, λέγεται πως τον εντυπωσίασε. Αλλά και η σύνεσή της, το θάρρος της και η διαύγεια πνεύματος έγιναν αντιληπτά από τον Αντωνίνο, ο οποίος δεν ήθελε να εφαρμόσει τα μέτρα του Ρωμαϊκού νόμου σε βάρος της, όπως ορίζονταν για τους Χριστιανούς. Δοκίμασε πολλές μεθόδους ιδιαίτερα κολακευτικές για γυναίκα, αλλά τελικά έμεινε αμετακίνητη στη θέση της.

Το μαρτύριό της

Η Παρασκευή συνελήφθη και οδηγήθηκε σε τιμωρία βασανισμού μέχρι να ομολογήσει την αποστροφή της από το Χριστιανισμό. Αρχικά της έθεσαν μια πυρακτωμένη περικεφαλαία στην κεφαλή της. Εν συνεχεία και αφού δε λύγισε, ρίχτηκε στην απομόνωση. Μια τέτοια οπισθοχώρηση θα σήμαινε μεγάλη νίκη του Αυτοκράτορος και πλήγμα ιδιαίτερα στο γυναικείο χριστιανικό πληθυσμό που θα έβλεπε τη θερμότερη εκπρόσωπό του να αλλαξοπιστεί. Αυτή όμως αντί να λυγίσει, θεώρησε εξαιρετικό χρόνο την απομόνωση για προσευχή. Μάλιστα λέγεται πως το βράδυ άγγελος Κυρίου ενεφανίσθη ενώπιόν της και την ελευθέρωσε από τα δεσμά της. Η Παρασκευή ενώπιον του Αυτοκράτορα πλέον πάλι, έμεινε σταθερή, ο Αντωνίνος κατάλαβε πλέον το μάταιο της προσπάθειάς του και διέταξε σε βασανισμό μέχρι θανάτου. Έτσι την οδήγησαν ενώπιον καυτού λαδιού. Όμως εδώ αναφέρεται από τον βιογράφο της μέγα σημείο. Πως ενώ εισήχθη στο θερμό λάδι, παρέμενε ανέπαφη. Όταν το άκουσε ο Αντωνίνος δεν πίστεψε σε κάτι τέτοιο και θέλησε ο ίδιος να διαπιστώσει το αληθές, όμως πλησιάζοντας το λέβητα τα μάτια του βλάφτηκαν από τον καυτό ατμό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Η Παρασκευή όμως με θαυματουργικό τρόπο θεράπευσε τα μάτια του. Έτσι μέχρι και σήμερα θεωρείται προστάτιδα των ματιών. Μετά το γεγονός ο Αντωνίνος άφησε ελεύθερη την Παρασκευή. Μάλιστα από το γεγονός αυτό και έπειτα ο Αντωνίνος διατήρησε θετική για τη εποχή στάση για τους χριστιανούς και για αυτό το λόγο του αποδόθηκε το προσωνύμιο «Αντωνίνος ο Ευσεβής». Έτσι η Παρασκευή επέστρεψε στο έργο της κάτι που έδωσε πολύ δύναμη στη χριστιανική κοινότητα, ιδίως δε στις γυναίκες που στο πρόσωπό της έβλεπαν ένα σημαντικό στήριγμα.

Το τέλος της ζωής της

Όμως σύντομα τον Αντωνίνο διαδέχθηκε ο Μάρκος Αυρήλιος. Μέσα στους πρώτους χριστιανούς που συνέλαβε ήταν και η Παρασκευή. Ο ίδιος έδωσε εντολή σε δύο επάρχους να τη βασανίσουν. Ο ένας ονομαζόταν Ασκληπιός. Αυτός την έριξε σε χώρο που φυλάσσονταν φίδια. Αυτά όμως πέθαναν όταν την πλησίασαν. Ο Ασκληπιός ταράχθηκε, πιθανώς να γνώριζε και αυτά που οι χριστιανοί μεταξύ τους συζητούσαν ή ακόμα να γνώριζε τα λεγόμενα για την ίδια τη Παρασκευή. Μετά τα γενόμενα ανέλαβε δράση ο έτερος έπαρχος ονόματι Ταράσιος. Αυτός όμως της απέκοψε την κεφαλή και έτσι βρήκε τέλος η ζωή της Αγίας και μεγαλομάρτυρος Παρασκευής. Χριστιανοί περιμάζεψαν το λείψανό της και εν καιρώ το τοποθέτησαν στη βάση του θυσιαστηρίου. Η μνήμη της τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Ιουλίου[4]. Τεμάχια των αγίων λειψάνων της θησαυρίζονται σε διάφορους τόπους. Μεγάλο τμήμα της τιμίας κάρας της φυλάσσεται στην Ι.Μονή Ασωμάτων Πετράκη των Αθηνών. Μεγάλο επίσης τεμάχιο της τιμίας κάρας της, καθώς και ένα μικρότερο σε άλλη λειψανοθήκη, προσκυνείται στον ναό της Αγίας στο χωριό Μελίκη Ημαθίας. Στόν ναό των Τριών Ιεραρχών στήν πόλη Ιάσιο της Ρουμανίαςφυλάσσονται τα λείψανα της οσίας Παρασκευής της Επιβατινής (η μνήμη της στις 17 Οκτωβρίου), αδελφής του Αγίου Ευθυμίου επισκόπου Μαδύτου της Θράκης (η μνήμη του στις 5 Μαΐου).

Απολυτίκιον. Ήχος α'

    «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον, εργασαμένη φερώνυμε,
    την ομώνυμόν σου πίστιν, είς κατοίκιαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή Αθληφόρε
    όθεν προχέεις ιάματα, και πρεσβεύεις υπέρ των ψυχών ημών»

Πηγή: http://el.wikipedia.org/



† Η Κοίμηση της Αγίας Άννας Μητέρας της Υπεραγίας Θεοτόκου (25 Ιουλίου)

Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευί. Ο πατέρας της, που ήταν ιερέας, ονομαζόταν Ματθάν και η μητέρα της Μαρία. Η Άννα είχε και δύο αδελφές, την ομώνυμη με τη μητέρα της Μαρία και τη Σοβήν. Και η μεν Μαρία είχε κόρη τη Σαλώμη, η δε Σοβή την Ελισάβετ. Και η Άννα την Παρθένο Μαρία. Η Αγία  Άννα αξιώθηκε να έχει τη μεγάλη τιμή και ευτυχία να αποκτήσει μοναδική κόρη, τη μητέρα του Σωτήρα του κόσμου. Αφού η Αγία Άννα απογαλάκτισε τη Θεοτόκο και την αφιέρωσε στο Θεό, αυτή πέρασε την υπόλοιπη ζωή της με νηστείες, προσευχές και ελεημοσύνες προς τους φτωχούς. Τέλος, ειρηνικά παρέδωσε στο Θεό τη δίκαια ψυχή της, κληρονομώντας τα αιώνια αγαθά. Διότι ο ίδιος ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι "οι δίκαιοι εις ζωήν αιώνιο απελεύσονται". Οι δίκαιοι, δηλαδή, θα μεταβούν για να απολαύσουν ζωή αιώνια.

Απολυτίκιο. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Ζωήν την κυήσασαν εκυοφόρησας, Αγνήν Θεομήτορα, Θεόφρον Άννα, διό προς λήξιν ουράνιον, ένθα ευφραινομένων, κατοικία εν δόξη, χαίρουσα νυν μετέστης, τοις τιμώσι σε πόθω, πταισμάτων αιτουμένη ιλασμόν, αειμακάριστε.

Κοντάκιον  Ήχος β'. Τα άνω ζητών.

Προγόνων Χριστού, την μνήμην εορτάζομεν, την τούτων πιστώς, αιτούμενοι βοήθειαν, του ρυσθήναι άπαντας, από πάσης θλίψεως, τους κραυγάζοντας, ο Θεός γενού μεθ' ημών, ο τούτους δοξάσας ως ηυδόκησας.

Πηγή: http://sites.google.com/site/wwwsynaxaristis/



† Η Αγία Χριστίνα η μεγαλομάρτυς (24 Ιουλίου)


Kτείνουσι πέλται Xριστέ την σην Xριστίναν,
Tην Xριστιανών πίστιν ουκ αρνουμένην.
Eικάδι βλήτο τετάρτη Xριστίνα οξέσι πέλταις.

_______

Τὴν Χριστίναν ἥνωσε Χριστῷ νυμφίῳ,
Νύμφην ἄμωμον, αἷμα τοῦ μαρτυρίου.
Εἰκάδι βλῆτο τετάρτῃ Χριστῖνα ὀξέσι πέλταις.


Βιογραφία
Η Αγία μεγαλομάρτυς Χριστίνα, καταγόταν από την Τύρο της Συρίας και ήταν κόρη του στρατηγού Ουρβανού (περί το 200 μ.Χ.).

Ο πατέρας της, της έχτισε έναν πύργο και την έβαλε μέσα σ' αυτόν. Μάλιστα κατασκεύασε αγάλματα των ειδώλων και την διέταξε να θυσιάσει σ' αυτά. Εκείνη όμως τα έκανε όλα κομμάτια. Για αυτές της τις πράξεις, η αγία υποβλήθηκε σε βασανιστήρια από τον ίδιο της τον πατέρα και μετά φυλακίστηκε.

Στην φυλακή την άφησαν νηστική για να πεθάνει από την πείνα. Όμως, άγγελος Κυρίου της πήγαινε τροφή και της θεραπεύτηκαν όλες οι πληγές της.

Μετά την έριξαν στην θάλασσα, όπου έλαβε το Άγιο Βάπτισμα από τον ίδιο τον Χριστό και άγγελος Κυρίου την έβγαλε στην στεριά.

Μόλις έγινε γνωστό ότι είχε διασωθεί, ο πατέρας της πρόσταξε και την έκλεισαν πάλι στην φυλακή. Την νύχτα που ακολούθησε ο πατέρας της πέθανε και την θέση του στο αξίωμα του στρατηγού την πήρε κάποιος ονόματι Δίων. Αυτός οδήγησε την μάρτυρα στο δικαστήριο. Και εκεί η αγία ομολόγησε την πίστη της. Αμέσως οργίστηκε και διέταξε να αρχίσουν τα βασανιστήρια.

Κατά την διάρκεια των βασανιστηρίων πολλοί πίστευσαν στον Χριστό. Μετά το Δίωνα ανέλαβε κάποιος Ιουλιανός. Αυτός έριξε την Χριστίνα μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο, σε ένα κλουβί με φίδια δηλητηριώδη, τα οποία αντί να την δαγκώσουν της έγλυφαν τα πόδια με ευσπλαχνία, μετά της έκοψαν τους μαστούς από όπου χύθηκε γάλα αντί για αίμα και της έκοψαν και την γλώσσα. Όλα αυτά τα μαρτύρια τα υπέμεινε με καρτερία και στο τέλος με κοντάρια που την χτύπησαν παρέδωσε το πνεύμα, λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου, και περνώντας στην αιώνια ζωή.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Τοῦ πατρός σου τὴν πλάνην λιποῦσα πάνσεμνε, τῆς εὐσεβείας ἐδέξω τὴν θείαν ἔλλαμψιν, καὶ νενύμφευσαι Χριστῷ ὡς καλλιπάρθενος- ὅθεν ἠγώνισαι στερρῶς, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρόν, Χριστίνα Μεγαλομάρτυς. Καὶ νῦν ἀπαύστως δυσώπει, ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Πηγή: http://www.ultragreek.com/



† Η Αγία Μαρκέλλα (22 Ιουλίου)

Η αγία αυτή αμνάδα του Χριστού καταγόταν από τη Βολισσό της Χίου. Όταν πέθανε η μητέρα της, την ανέθρεψε ο πατέρας της. Μεγαλώνοντας προόδευσε σε αρετή έτσι που το σώμα της ακτινοβολούσε από την περίσσεια αγιότητας της ψυχής της. Ο διάβολος, φθονώντας μία τόσο λαμπρή αρετή, προσπάθησε να της υποβάλει ακάθαρτους λογισμούς, αλλά η αγία απέκρουσε εύκολα όλους τους πειρασμούς με την δύναμη του Σταυρού. Ο άρχοντας του σκότους στράφηκε τότε προς τον πατέρα της και γέννησε στον σαρκικό και ολιγόπιστο αυτόν άνθρωπο ασελγή πόθο για τήν ίδια τη θυγατέρα του. Αφήνοντας τους λογισμούς να βλαστήσουν στη ψυχή του, άρχισε να κάνει απρεπείς προτάσεις στην νεαρή κόρη που ταραγμένη από τέτοια αναισχυντία έφυγε κρυφά από το χωριό και κατέφυγε στο βουνό. Η αποτυχία αυτή άναψε περισσότερο τη φλόγα που έκαιγε την καρδιά του παραλογισμένου αυτού ανθρώπου και σαν δαιμονισμένος άρχισε να την αναζητά παντού. Βλέποντάς τον να πλησιάζει, η αγία Μαρκέλλα έτρεξε προς τη θάλασσα και κρύφτηκε σε ένα βάτο. Δεν μπόρεσε όμως να μείνει απαρατήρητη από τον πατέρα της που μη μπορώντας να μπει στο βάτο έβαλε φωτιά να τον κάψει. Η Μαρκέλλα διέφυγε από αλλού και άρχισε να τρέχει πάνω στα βράχια της ακρογιαλιάς.

Καθώς ο πατέρας της δεν μπορούσε να τη φτάσει, της έριξε ένα βέλος που την τραυμάτισε, αλλά δεν την εμπόδισε να συνεχίσει το ξέφρενο τρέξιμό της. Καταλαβαίνοντας ότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, ανέπεμψε προσευχή προς τον επουράνιο Νυμφίο της, παρακαλώντας να την βοηθήσει. Αμέσως ο Κύριος έκανε να σχισθεί ένας βράχος, που δέχτηκε την αγία, όπως και άλλοτε έγινε  στην αγία Θέκλα (24 Σεπτ.). Όταν έφθασε ο πατέρας της, μη μπορώντας να την τραβήξει από το βράχο, έκοψε τα στήθη της κόρης του, κατόπιν την αποκεφάλισε και έριξε το κεφάλι της στη θάλασσα, ανοίγοντάς της έτσι τις πύλες της ουράνιας αυλής, μεταξύ των συνετών παρθένων που συνοδεύουν τον Νυμφίο Χριστό.

Από το βράχο που στέγασε την αγία, αναβλύζει άγιασμα, που έχει τη ιδιότητα να καλύπτει, τα βότσαλα με μια λεπτή κοκκινωπή κρούστα, που οι κάτοικοι του νησιού ονομάζουν «άγιο αίμα» και συρρέουν κατά πλήθη στο προσκύνημα αυτό. Μαζεύουν τα βότσαλα αυτά, τα ξύνουν και φυλάνε τα ξύσματα σε βάζα χρησιμοποιώντας τα σε κάθε είδους αρρώστιες. Η αγία έχει εμφανισθεί εξάλλου πολλές φορές, φορώντας μοναχικό ένδυμα και δείχνοντας να αναδύεται από τη θάλασσα, σε αρρώστους που έρχονται να περάσουν τη νύχτα στο ναό που έχει κτιστεί στον τόπο του βάτου.

Απολυτίκιον

Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῆς ἁγνείας τὸ ρόδον καὶ τῆς Χίου τὸ βλάστημα, τὴν Ἁγίαν Μαρκέλλαν ἐν ὠδαὶς εὐφημήσωμεν τμηθεῖσα γὰρ χειρὶ τὴ πατρική, ὡς φύλαξ ἐντολῶν τῶν τοῦ Χριστοῦ, ρώσιν νέμει καὶ κινδύνων ἀπαλλαγήν, τοὶς πρὸς αὐτὴν κραυγάζουσι, δόξα τῷ δεδοκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σου, πάσιν ἰάματα.

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/



† Ο Άγιος Προφήτης Ηλίας (20 Ιουλίου)

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

ἐπίγειος ἄγγελος καί
ἐπουράνιος ἄνθρωπος 

«Λέγω δή Ἠλίαν, τόν προφήτην ἐκεῖνον, τόν ἐπίγειον ἄγγελον καί ἐπουράνιον ἄνθρωπον, τόν χαμαί βαδίζοντα καί τά οὐράνια ἡνιοχοῦντα…, τόν τῶν ὑδάτων ταμίαν…»
( ἱερός Χρυσόστομος)
  

Οἱ χαρακτηρισμοί αὐτοί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τό λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί   Ἠλίαν τόν προφήτην» (Migne, P.G. 50, § B΄, στ. 728), σκιαγραφοῦν ἐπιγραμματικά τή μεγάλη μορφή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου, ἐνδόξου καί «ἐν προφήταις μεγίστου» Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τή μνήμη τοῦ ὁποίου τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας τήν 20ή Ἰουλίου. Καί φυσικά ἐξηγοῦν γιατί ἡ θέση τοῦ προφήτη Ἠλία μέσα στή χορεία τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ξεχωριστή, ἐνῶ καί στήν Καινή ἀναφέρεται ἀρκετές φορές ἀπό τόν Κύριο ἤ ἄλλα ἱερά πρόσωπα, ὅπως γιά παράδειγμα ἀπό τόν ἄγγελο Κυρίου πού στό Ζαχαρία, τόν πατέρα τοῦ Βαπτιστοῦ, εἶπε ὅτι ὁ Πρόδρομος τοῦ Χριστοῦ θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ περιωπή τοῦ Ἠλία καί ὁ σεβασμός τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, ὥστε ὅταν ὁ Κύριος ρώτησε τούς μαθητές του· ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, τοῦ ἀπάντησαν: Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ  Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες (Ματθ. 16,14).
  

Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
 

Πρίν ἀναφερθοῦμε στό βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐνδόξου ἁγίου προφήτου  Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, θεωροῦμε χρήσιμη μία σύντομη ἐπεξήγηση τοῦ ὅρου προφήτης. Τόσο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὅσο καί στούς   Ἑβραίους, προφήτης λεγόταν «ὁ λαλῶν ἀντί θεοῦ τινος καί ἑρμηνεύων τήν θέλησιν αὐτοῦ εἰς τούς ἀνθρώπους». Γενικότερα σήμαινε τόν κήρυκα καί ἑρμηνευτή ἤ ἀντιπρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Εἰδικά στούς   Ἑβραίους σήμαινε ἐκεῖνον πού ἐκινεῖτο ἀπό τόν Θεό γιά νά μιλάει καί νά ἐξηγεῖ τίς ἐντολές του ἤ νά ἀποκαλύπτει τό θέλημά του καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν.
   


Ἡ λέξη χρησιμοποιεῖται καί στήν Καινή Διαθήκη. Προφήτης εἶναι αὐτός πού κατέχει τό χάρισμα τῆς προφητείας, ὁ θεόπνευστος κήρυκας καί διδάσκαλος, τό ὄργανο τῶν ἰδιαίτερων ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Α΄ Κορ. 12,10. 14, 2425. Πράξ. 2,30. 3,18. 21).
    


Τό φαινόμενο τῆς προφητείας πρωτοεμφανίσθηκε στούς Ἑβραίους μέ τούς λεγόμενους «ἐκστατικούς» προφῆτες. Αὐτοί γύριζαν στίς πόλεις καί τά χωριά, περιέρχονταν σέ κατάσταση ἔκστασης μέ τή βοήθεια μουσικῆς καί χοροῦ, δέχονταν θεῖα μηνύματα καί τά γνωστοποιοῦσαν στό λαό. Γιά παράδειγμα στό βιβλίο Α΄ Βασιλειῶν ἀναφέρεται πώς ὅταν ὁ Σαμουήλ ἔχρισε τόν Σαούλ βασιλιά, τοῦ εἶπε μεταξύ ἄλλων: …Θά ἔρθεις στό λόφο τοῦ Θεοῦ… Μόλις μπεῖς στήν πόλη, θά συναντήσεις μία ὁμάδα προφητῶν, πού θά κατεβαίνουν ἀπό τόν ἱερό τόπο, παίζοντας ἄρπα, τύμπανο, φλογέρα καί κιθάρα, καί θά προφητεύουν. Τότε θά ἔρθει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου πάνω σου καί θά προφητεύεις κι ἐσύ μαζί τους καί θά γίνεις ἄλλος ἄνθρωπος. Κι ὅταν αὐτά τά σημεῖα σοῦ συμβοῦν, τότε μπορεῖς νά δράσεις, γιατί ὁ Θεός θά εἶναι μαζί σου (10, 57).
    


Σύν τῷ χρόνῳ οἱ «ἐκστατικοί» ὀργανώθηκαν σέ ὁμάδες μέ ἐπίκεντρο κάποιον ἱερό τόπο, ἐνῶ τήν περίοδο τῶν βασιλέων ἐμφανίστηκαν φωτισμένοι ἀπό τόν Θεό ἄντρες, ὅπως ὁ Νάθαν, ὁ Ἠλίας, ὁ Μιχαίας κ.ἄ., πού διακρίθηκαν κυρίως γιά τόν ἀνυποχώρητο ἀγώνα τους πρός διαφύλαξη τῆς καθαρότητας τῆς ἰσραηλιτικῆς θρησκείας καί τήν καταπολέμηση ξένων, εἰδωλολατρικῶν, ἐπιρροῶν.
    


Ἔτσι φτάνουμε στόν 8ο π.Χ. αἰώνα, ὁπότε ἐμφανίστηκαν νέοι προφῆτες τῶν ὁποίων ἡ ζωή, ἡ δράση καί τό προφητικό κήρυγμα διασώθηκε καταγραμμένο στά λεγόμενα «προφητικά» βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτοί καλοῦνται ἀπό τόν Θεό καί ἀποστέλλονται στό λαό καί τούς ἄρχοντες ν’ ἀποκαλύψουν τό θεῖο θέλημα. Ἐλέγχουν τούς πάντες γιά τήν περιφρόνηση καί ἀθέτηση τῆς «διαθήκης» τοῦ Θεοῦ, πού γίνεται μέ τήν παράβαση τοῦ νόμου ἤ τή διαστρέβλωσή του, τήν ἀδικία τῶν φτωχῶν, τήν πρόσληψη καί υἱοθέτηση εἰδωλολατρικῶν στοιχείων λατρείας καί γενικά τήν ἠθική καί πνευματική κατάπτωση. Κηρύττουν τή μετάνοια, προειδοποιώντας γιά δυσάρεστες καί ὀδυνηρές συνέπειες σέ περίπτωση ἐμμονῆς στήν ἠθική κατάπτωση. Φυσικά δέν παραλείπουν νά διακηρύττουν ὅτι ὁ Θεός θά στείλει τό Μεσσία πού θά ἐγκαταστήσει στή γῆ μία νέα, πνευματική, βασιλεία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ζοῦν μεταξύ τους ἀδελφωμένοι.
     


Στήν Παλαιά Διαθήκη (μετάφραση τῶν  Ἑβδομήκοντα  Ο΄) περιέχονται 19 προφητικά βιβλία, πού εἶναι:   Ἠσαΐας, Ἰερεμίας, Θρῆνοι τοῦ Ἰερεμίου, Ἐπιστολή τοῦ   Ἰερεμίου, Βαρούχ, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ, Ὠσηέ, Ἀμώς, Μιχαίας, Ἰωήλ, Ὀβδιού, Ἰωνάς, Ναούμ, Ἀββακούμ, Σοφονίας, Ἀγγαῖος, Ζαχαρίας καί Μαλαχίας.  Ὅλα τους εἶναι γραμμένα τήν περίοδο ἀπό τόν 8ο μέχρι τό 2ο π.Χ. αἰώνα.
 

Καταγωγή τοῦ προφήτη  Ἠλία
  

Αν καί ὁ προφήτης Ἠλίας συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:
   


Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El  Istib) τῆς Γαλαάδ στήν  Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό  Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.
    


Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.
    


Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός· ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.
  

Βίος καί δράση του
   

Η προφητική ἀποστολή τοῦ  Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του  Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό  Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.
 

Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν   Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης).   Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς  Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε.  Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).
  

Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης  Ἠλίας.  Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν  Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.
 


Ἡ τριετής ἀνομβρία. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ  Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).
 


Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά. Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.
 

Ὁ προφήτης  Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ  Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).


Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί  Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):
 


«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία;   Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά;  Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.
  


»Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν.  Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.
  


»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;
  

»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα· πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».
    


Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας. Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη  Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;  Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.
 

Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ. Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας  Ἰεζάβελ.
 

Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς  Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους:  Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον· κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).
 

Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία. Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224)*.
 

Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις· μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει.  Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.
 

Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ  Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ  Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ  Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους.  Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ  Ἀβραάμ, τοῦ  Ἰσαάκ καί τοῦ  Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν  Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).
  


Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν:

Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).
  


Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας. Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ*.  Ἡ  Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν  Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).
 

Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ. Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ  Ἰούδα.  Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου.   Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ  Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.
   


Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου· μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».


Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του· οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.
 

Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτη  Ἠλία στόν οὐρανό
  

Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:
 

Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ  Ἐλισαῖος ἀπάντησε:  Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω.  Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.
 

Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ  Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες.  Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες· ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).
 

Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ  Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν  Ἐλισαῖο (στίχ. 15).
 

Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).
 

Ἡ Ἁγία Γραφή γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο του
 

Ο προφήτης Ἠλίας, ἐξαιτίας τῆς βαθιᾶς του πίστης, τῆς ἀφοσίωσης στόν Θεό καί τοῦ ἔνθερμου ζήλου, ἀναφέρεται πολύ συχνά στά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ δέ ἐπίδραση πού ἄσκησε ἡ ζωή καί τό ἔργο του διά μέσου τῶν αἰώνων εἶναι πολύ σημαντική. Ἀπό τά ἱερά καί ἅγια πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἴσως τό πλέον ἀγαπητό καί ἡ μνήμη του τιμᾶται ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο.
  


Παρόλο πού, ὅπως σημειώσαμε, δέν ἄφησε γραπτά κείμενα, μνημονεύεται πάντοτε μέ ἐγκωμιαστικά λόγια, προβάλλεται ὡς παράδειγμα πρός μίμηση, λαμβάνει μέρος σέ σημαντικά γεγονότα.  Ἤδη στό πρῶτο βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἐνώχ …ἔζησε θεάρεστα καί ἐξαφανίστηκε, γιατί τόν παρέλαβε ὁ Θεός (Γεν. 5,24), ὅπως ἀκριβῶς καί τόν  Ἠλία (Δ΄Βασ. 2,11). Ἐνώχ καί  Ἠλίας εἶναι τά δύο πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης πού δέν γνώρισαν φυσικό θάνατο, ἀφοῦ παρελήφθησαν ζῶντα στόν οὐρανό, πράγμα πού ὑπαινίσσεται καί ὁ ψαλμωδός Δαβίδ ὅταν γράφει: ὁ Θεός λυτρώσεται τήν ψυχήν μου ἐκ χειρός ᾅδου, ὅταν λαμβάνῃ με (Ψαλμ. 48,16: ὁ Θεός θά σώσει τή ζωή μου· ἀπό τά νύχια τοῦ ἅδη θά μέ πάρει).
 

Ὁ προφήτης Μαλαχίας γράφει ὅτι ὁ Κύριος ὁ παντοκράτωρ λέγει: Ἰδού ἐγώ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τόν Θεσβίτην, πρίν ἤ ἐλθεῖν τήν ἡμέραν τήν μεγάλην καί ἐπιφανῆ (Μαλ. 4,4), ἐνῶ καί σέ ἄλλο σημεῖο τονίζει:  Ἰδού ἐγώ ἐξαποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου (3,1). Οἱ προφητεῖες αὐτές ἐκπληρώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πού προφητεύθηκε καί ἐνσάρκωσε τόν «ἰσχυρό χαρακτήρα» τοῦ  Ἠλία, ὁ ὁποῖος ἁπλά ἦταν ἡ προτύπωσή του.
  


Ἕνας πραγματικός ὕμνος γιά τό μεγάλο προφήτη περιέχεται στή Σοφία Σειράχ, ἡ ὁποία συνθέτει τά σχετικά βιβλικά δεδομένα.  Ἔχει δέ σέ μετάφραση ὡς ἑξῆς: Μετά [τόν Ἰεροβοάμ] ἐμφανίστηκε ὁ Ἠλίας ὁ προφήτης· ἦταν σάν τή φωτιά κι ὁ λόγος του ἔκαιγε σάν τή λαμπάδα. Αὐτός ἔφερε πάνω στούς Ἰσραηλίτες πείνα καί μέ τό ζῆλο του τούς ἀποδεκάτισε. Μέ τοῦ Κυρίου τήν προσταγή τόν οὐρανό τόν ἔκλεισε καί τρεῖς φορές ἔκανε νά κατεβεῖ φωτιά στή γῆ. Πόσο δοξάστηκες Ἠλία μέ τά ἔργα σου τά θαυμαστά! Καί ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ πώς εἶναι ὅμοιος μέ σένα; Ἀνέστησες νεκρό ἀπό τό θάνατο κι ἀπό τόν ἅδη μέ τήν προσταγή τοῦ Ὑψίστου.  Ἔριξες βασιλιάδες στήν καταστροφή καί φημισμένους ἔστειλες ἀνθρώπους ἀπό τήν κλίνη τῆς ἀρρώστιας τους στό θάνατο. Τόν ἔλεγχο τοῦ Κυρίου ἄκουγες στό Σινᾶ, τίς καταδικαστικές του ἀποφάσεις στό Χωρήβ. Ἔχρισες βασιλιάδες γιά νά ἐφαρμόσουν τήν τιμωρία σου καί προφῆτες γιά νά σέ διαδεχτοῦν. Ἀναλήφθηκες μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο φωτιᾶς, πάνω σέ ἅρμα πού τό σέρναν πύρινα ἄλογα. Ἐσύ, ὅπως ἔχει γραφτεῖ, πρόκειται νά ἔρθεις γιά νά μᾶς ἐλέγξεις σέ καθορισμένο χρόνο, γιά νά καταπραΰνεις τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ προτοῦ ξεσπάσει, νά συμφιλιώσεις τόν πατέρα μέ τό παιδί, καί νά ἐγκαταστήσεις στό χῶρο τους τίς φυλές τοῦ  Ἰακώβ. Εὐτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ εἶδαν κι αὐτοί πού πέθαναν μέ τήν ἐλπίδα νά σέ δοῦν· γιατί κι ἐμεῖς βέβαιο εἶναι πώς θά ζήσουμε. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας, πού τόν τύλιξε ὁ ἀνεμοστρόβιλος. Τότε ὁ Ἐλισαῖος γέμισε μέ τό πνεῦμα του (Σοφ. Σειράχ 48, 112).
 

Ὄχι λιγότερο σημαντική εἶναι ἡ παρουσία τοῦ προφήτη Ἠλία στά βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἔτσι κατά σειράν ἀναφέρεται στά ἑπόμενα σημεῖα:
 

Μιλώντας ὁ Ἰησοῦς Χριστός γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή εἶπε: Ἄν θέλετε νά τό παραδεχτεῖτε, αὐτός εἶναι ὁ Ἠλίας, πού ἔμελλε νά ἔρθει (Ματθ. 11,14). Ὅταν ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης ἄκουσε ὅλα ὅσα γίνονταν ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἀποροῦσε, γιατί ἄλλοι ἔλεγαν … ὅτι ἐμφανίστηκε ὁ  Ἠλίας… (Λουκ. 9, 78. Μάρκ. 6,15).
 

Κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στό ὄρος Θαβώρ ἐμφανίστηκαν πλάι στόν Ἰησοῦ ὁ Μωυσής καί ὁ Ἠλίας καί συνομιλοῦσαν μαζί του. Καθώς κατέβαιναν ἀπό τό βουνό οἱ μαθητές τόν ρώτησαν: Γιατί οἱ γραμματεῖς λένε πώς πρέπει νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἠλίας; Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: Πρῶτα θά ἔρθει ὁ Ἠλίας καί θά τά ἀποκαταστήσει ὅλα. Σᾶς βεβαιώνω ὅμως πώς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, μά δέν τόν ἀναγνώρισαν, καί τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν… Τότε κατάλαβαν οἱ μαθητές πώς τούς μίλησε γιά τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή (Ματθ. 17, 1013 καί Μάρκ. 9, 1113).
 

Ὅταν ὁ Κύριος ἐπάνω στό Σταυρό κραύγασε μέ δυνατή φωνή: Ἠλί ἠλί λαμά σαβαχθανί, δηλαδή, Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες, μερικοί ἀπό τούς παρευρισκόμενους ἐκεῖ σάν τόν ἄκουσαν, ἔλεγαν: Αὐτός φωνάζει τόν Ἠλία… Καί κάποιοι ἔλεγαν: Ἄσε νά δοῦμε ἄν θά ’ρθεῖ ὁ  Ἠλίας νά τόν σώσει (Ματθ. 27, 4649). Ὁ εὐαγγελιστής Λουκάς ἀναφέρει πώς ὁ ἄγγελος προανήγγειλε στό Ζαχαρία, τόν πατέρα Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅτι ὁ γιός του θά προπορευτεῖ στό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ τό πνεῦμα καί τή δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία (Λουκ. 1,17). Μνημονεύει ἐπίσης τά σχετικά μέ τή φιλοξενία τοῦ προφήτη ἀπό τή χήρα στή Σαρεπτά, γράφοντας ὅτι ὁ Κύριος εἶπε: Σᾶς βεβαιώνω πώς κανένας προφήτης δέν εἶναι δεκτός στήν πατρίδα του. Πράγματι, τήν ἐποχή τοῦ προφήτη Ἠλία ὑπῆρχαν πολλές χῆρες στόν Ἰσραήλ. Τότε ὁ οὐρανός δέν εἶχε βρέξει γιά τρία χρόνια καί ἕξι μῆνες καί μεγάλη πείνα εἶχε πέσει σ’ ὅλη τή γῆ. Ὁ Θεός ὅμως δέν ἔστειλε τόν Ἠλία σέ καμία ἀπ’ αὐτές, παρά μόνο σέ μία χήρα στή Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας (Λουκ. 4, 2426).
 

Ὅταν οἱ Σαμαρεῖτες δέν δέχθηκαν τόν Ἰησοῦ γιατί κατευθυνόταν πρός τήν  Ἰερουσαλήμ, οἱ μαθητές του  Ἰάκωβος καί  Ἰωάννης τοῦ εἶπαν: Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε νά κατεβεῖ φωτιά από τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψει, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἠλίας; Γιά νά πάρουν τήν ἀπάντηση: Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά καταστρέψει ἀνθρώπους ἀλλά γιά νά τούς σώσει (Λουκ. 9, 5356).
 

Τέλος τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (1,21. 25), ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. 11,2) καί ὁ  Ἰάκωβος (5,17). Ἀλλά συχνές ἀναφορές γιά τό ζηλωτή προφήτη συναντοῦμε καί σέ πολλούς ἁγίους Πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, πράγμα πού ἀποτελεῖ τρανή ἀπόδειξη τῆς ἰδιαίτερης θέσης τήν ὁποία κατέχει ὁ ἔνδοξος αὐτός προφήτης στή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδή ὑπηρέτησε τό θέλημα τοῦ Κυρίου μέ τόσο ζῆλο καί ἀφοσίωση. Καί προβάλλεται μέχρι καί σήμερα ὡς πρότυπο προσευχῆς, νηστείας, ἀγωνιστικότητας καί σταθερότητας στήν πίστη τοῦ ἑνός καί ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον  


Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.

Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν προφητῶν ἡ κρηπίς,
ὁ δεύτερος πρόδρομος τῆς παρουσίας Χριστοῦ,
Ἠλίας ὁ ἔνδοξος,
ἄνωθεν καταπέμψας  Ἐλισαίῳ τήν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καί λεπρούς καθαρίζει·
διό καί τοῖς τιμῶσιν αὐτῶν βρύει ἰάματα

Πηγή: http://www.profitisilias.gr/



† Η Αγία Μαρίνα η Μεγαλομάρτυς (17 Ιουλίου)

Χεὶρ δημίου τέμνει σε Μαρῖνα ξίφει,
Χεὶρ Κυρίου χάριτι θείᾳ δὲ στέφει.
Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Μαρῖνα δειροτομήθη.


Eπιπρέπει σοι, πώς αν είποις, Mαρίνα,
Σων αιμάτων έρευθος, α ξίφει χέεις.
Εβδομάτη δεκάτη Mαρίναν κτάνε φάσγανον οξύ.

Βιογραφία
Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β', το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε, και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν Ιερέας των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε το Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ' αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του.

Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει σύζυγος του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο σκληρός έπαρχος διέταξε να την ξαπλώσουν στη γη, και την καταξέσχισε άσπλαχνα με ραβδιά τόσο, ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε.

Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: ο διάβολος μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, προσπάθησε να κάνει την αγία να φοβηθεί. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως ο δράκοντας άλλαξε μορφή και έγινε ένας μαύρος σκύλος και τότε η αγία άρπαξε ένα σφυρί και χτυπώντας τον στο κεφάλι και την ράχη τον ταπείνωσε.

Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στο Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Μπροστά σ' αύτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας.

Tα άγια λείψανα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωση της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας, φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομα της ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ΄Ταχὺ προκατάλαβε.

Ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, σὺ κεκτημένη σεμνή, ἀνδρείως κατεπάτησας ὄφιν ἀρχέκακον, Μαρίνα πανεύφημε, ἤσχυνας Ὀλυμβρίου τᾶς πικρᾶς τιμωρίας, εὐφρανας Ἀσωμάτων τᾶς χορείας ἀθλοῦσα, διὸ ἀπαύστως πρέσβευε Χριστῷ, εἰς τὸ σωθήναι ἠμᾶς.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Μνηστευθεῖσα τῷ Λόγῳ Μαρίνα ἔνδοξε, τῶν ἐπιγείων τὴν σχέσιν πᾶσαν κατέλιπες, καὶ ἐνήθλησας λαμπρῶς ὡς καλλιπάρθενος· τὸν γὰρ ἀόρατον ἐχθρὸν κατεπάτησας στερρῶς ὀφθέντα σοὶ Ἀθληφόρε. Καὶ νῦν πηγάζεις τῷ κόσμῳ τῶν ἰαμάτων τὰ δωρήματα.

Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας κάλλεσι, πεποικιλμένη παρθένε, ἀκηράτοις στέμμασιν, ἐστεφανώθης Mαρίνα, αἵμασι, τοῦ μαρτυρίου δε φοινιχθεῖσα, θαύμασι καταλαμπρύνθης τῶν ἰαμάτων, καὶ τῆς νίκης τὰ βραβεῖα, ἐδέξω Μάρτυς χειρὶ τοῦ Κτίστου σου.

Ὁ Οἶκος
Τῷ νυμφίῳ Χριστῷ, ἔρωτι τῆς καρδίας σου ἀπὸ βρέφους σεμνὴ πυρποληθεῖσα, ἔδραμες, δορκὰς ὡς διψῶσα πηγαῖς ἀειρύτοις, Παρθενομάρτυς, καὶ τῇ ἀθλήσει σεαυτήν συντηρήσασα, ἐν τῷ ἀφθάρτῳ ὄντως τοῦ Κτίστου σου, νύμφη εὐκλεής, θαλάμῳ ἔφθασας ἐστολισμένη, πεποικιλμένη, στεφανηφόρος, νικητὴς λαμπαδηφόρος, εὐθαλής, ἀφθάρτου νυμφῶνος τυχοῦσα, καὶ δεξαμένη ὡς χρυσίον, βραβεῖα νίκης τῆς σῆς ἀθλήσεως.

Μεγαλυνάριον
Την Λαμπάδα πάντες Τη φαεινήν, και της παρθενίας, τον ασύλλητον θυσαυρόν, τη νύμφη Κυρίου, και Άσπιλον Αμνάδα, Μαρίναν την αγίαν, ύμνοις τιμήσωμεν.

Πηγή: http://www.saint.gr/




Θαύμα Αγίας Μαρίνας



Πολλές φορές στην ζωή μας, σαν συνειδητοί Χριστιανοί, επικαλούμεθα τον Θεό και τούς Αγίους Του.

Αυτό λοιπόν έκανε και μια οικογένεια από την Κύπρο, γνωστή από τις τηλεοπτικές εκκλήσεις της πριν δύο χρόνια, για την εξεύρεση δότη προκειμένου να βρεθεί μόσχευμα για εγχείρηση στο μικρό παιδί τους, τον Ανδρέα που έπασχε από λευχαιμία.

Μόσχευμα βρέθηκε και οι γονείς ετοιμάσθηκαν για να ταξιδεύσουν στις ΗΠΑ, όπου θα γινόταν η λεπτή χειρουργική επέμβαση μεταμόσχευσης μυελού.

Όλοι θυμόμαστε τότε την αγωνία της οικογένειας του Βάσου Βασιλείου από τη Λεμεσό και τις καθημερινές εκκλήσεις τους στον Χριστό μας για να σώσει το παιδί τους.
Πριν λοιπόν ξεκινήσουν για την εγχείρηση οι γονείς άκουσαν για τα θαύματα της Αγίας Μαρίνας και πήραν την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσουν στο μοναστήρι τής Αγίας Μαρίνας στην Άνδρο και να ζητήσουν την ευλογία Της.

Στο τηλέφωνο ο ηγούμενος της Μονής αρχιμανδρίτης Κυπριανός υποσχέθηκε πως θα προσευχηθεί στην Αγία και ευχήθηκε στους γονείς να έχει το παιδί την Αγία Μαρίνα στο χειρουργείο για βοήθεια. Πράγματι με την ευχή του ηγουμένου Κυπριανού στις αποσκευές τους και με ακράδαντη την πίστη για τη βοήθεια της Αγίας Μαρίνας οι δύο γονείς και ο μικρός Ανδρέας μετέβησαν στις ΗΠΑ.

Μετά τις καθιερωμένες προκαταρκτικές εξετάσεις προετοιμασίας ο μικρός Ανδρέας εισήλθε για την πραγματικά πολύ σοβαρή και λεπτή εγχείρηση.

Λίγη ώρα πριν το χειρουργείο παρουσιάστηκε στον ιατρό που θα χειρουργούσε τον μικρό Ανδρέα μία γυναίκα.

Είπε πως είναι γιατρός και παρακάλεσε να παρακολουθήσει την εγχείρηση, επειδή ήταν προσωπική ιατρός του μικρού Ανδρέα. Η συζήτηση της γυναίκας με τον χειρούργο έδειχνε πως κατείχε την ιατρική επιστήμη και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στο χειρούργο να σκεφτεί πως δεν είναι ιατρός.

Εκείνος πάντως της είπε πως δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στο χειρουργείο ξένος ιατρός και πως αποτελούσε πρακτική της ιατρικής του ομάδας να μην μετέχουν άλλοι στις λεπτές αυτές εγχειρήσεις.

Η επιμονή όμως της γυναίκας έκαμψε την αρχική αδιαλλαξία του χειρούργου.

Της ζήτησε να αφήσει τα στοιχεία της στη γραμματεία και να εισέλθει στη συνέχεια στο χειρουργείο μαζί του.

Έτσι και έγινε.
Η άγνωστη ιατρός εισήλθε στο χειρουργείο και όχι απλώς παρακολουθούσε αλλά συμμετείχε ενεργά στην εγχείρηση του μικρού Ανδρέα. Αρκετές φορές μάλιστα έδωσε τις κατευθύνσεις για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η επέμβαση.

Όλα πήγαν καλά και ο γιατρός αφού την ευχαρίστησε εξήλθε του χειρουργείου.

Το ζεύγος Βασιλείου έτρεξε να πληροφορηθεί για το πώς πήγε η εγχείρηση.

«Όλα πήγαν πολύ καλά» τους είπε. Και πρόσθεσε:

«Δεν μπορώ όμως να καταλάβω πως είχατε μια τέτοια γιατρό για το παιδί σας και ήλθατε σε μένα;»

Οι γονείς έκπληκτοι του απάντησαν ότι δεν είχαν φέρει κάποια γιατρό και δεν γνωρίζουν κάτι σχετικό. Ο χειρούργος όμως επέμενε και τους είπε πως όταν εξήλθε από το χειρουργείο η γιατρός του μικρού Ανδρέα, παρέμεινε για λίγο μέσα με την υπόλοιπη ιατρική ομάδα.

Ως εκ τούτου κάπου εκεί γύρω έπρεπε να είναι και τους προέτρεψε να τη συναντήσουν.

Μάταια όμως έψαχναν να τη βρουν. Η γιατρός είχε εξαφανισθεί...

Σκέφθηκαν πως θα έφυγε και πήγαν μετά την προτροπή του χειρούργου στη γραμματεία να ζητήσουν τα στοιχεία της προκειμένου να την ευχαριστήσουν. Πίστευαν πως ίσως κάποια γιατρός από την Ελλάδα, ή την Κύπρο ευαισθητοποιήθηκε και ταξίδευσε στις ΗΠΑ για να συμβάλλει στην λεπτή χειρουργική επέμβαση.

Με έκπληξη διαπίστωσαν πως η άγνωστη γυναίκα ιατρός είχε υπογράψει με το όνομα Μαρίνα από την Άνδρο (Marina from Andros).

Δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.

Στέκονταν επί αρκετή ώρα αμήχανοι μπροστά στο θαύμα της Αγίας Μαρίνας.

Τα δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πλημμύρισαν τα μάτια τους.

Θυμήθηκαν αυτό που τους είχε πει ο σεβαστός γέροντας και ηγούμενος της ομώνυμης Ιεράς Μονής.

" Πηγαίνετε στην Αμερική και εύχομαι η Αγία Μαρίνα να είναι μέσα στο χειρουργείο "

Την απερίγραπτη χαρά τους για την επιτυχή έκβαση της εγχείρησης και την επαναφορά της υγείας του μικρού Ανδρέα τη μετέφεραν στα ΜΜΕ μιλώντας για το αληθινό θαύμα.

Από τότε έβαλαν ως τάμα να βρίσκονται πάντοτε οικογενειακώς στην Άνδρο την ημέρα της μνήμης της Αγίας Μαρίνας.

Έτσι και πράττουν, ενώ όπως ανέφερε μοναχός της Μονής με τον οποίο συνομιλήσαμε δύο φορές, στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η οικογένεια Βασιλείου μεταβαίνει τακτικά από τη Λεμεσό κάθε καλοκαίρι στην Άνδρο για να ευχαριστήσει την Αγία Μαρίνα, που έσωσε τον μικρό Ανδρέα.

Ουδέποτε λοιπόν απουσίασαν τα θαύματα των Αγίων από τη ζωή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και είθε ο Πανάγαθος Θεός, ό Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός, να μας ενισχύει την πίστη μας με τα θαύματα των Αγίων μας.

Ευχαριστούμε θερμώς την κ. Κυριακοπούλου Σπυριδούλα, συνταξιούχο ιατρό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας ενημερώσει για το ανωτέρω θαύμα. Θερμές ευχαριστίες στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής και στην αδελφότητα για τις διευκρινίσεις και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τους θέσαμε.

Το τηλέφωνο της Ιεράς Μονής, Αγίας Μαρίνης Άνδρου είναι : 2282024074.

Πηγή: http://www.gonia.gr/