Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος (27 Μαΐου)

Ήταν ένας φτωχός σκλάβος κατά τους ανθρώπους, όμως ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ από τα πάθη και την αμαρτία κατά Θεόν. Γι' αυτό ο Θεός τον ενέδυσε με πρόγευση αφθαρσίας, και τον πλούτισε με ανεκτίμητα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος στους αιώνες.

Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ν. Ρωσίας, γύρω στα 1690, από ενάρετους και πιστούς Ορθόδοξους γονείς.

   Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε - όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του - από τους Τατάρους! Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.

Εκεί, παρότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί την Πίστη μας, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να θα πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και  απάνθρωπα βασανιστήρια, που του καίγανε ως και το κεφάλι με πύρινο τάσι, γινόμενος Ομολογητής γενναίος!

Τότε είναι που τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.

Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος, ο δούλος, έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του Καππαδοκικού βράχου, όπου και αργότερα θα Κοινωνούσε κρυφά, Σώμα και Αίμα Χριστού, κάθε Σάββατο.

Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.

Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του, έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο παλιό Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»!

Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά. Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά…

Εκείνος όμως το πήρε και πήγε εκεί στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του, ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» έκανε το θαύμα Του!   Έτσι, όταν μετά από ημέρες γύρισε ο Αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του, εκεί στη Μέκκα, με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι, κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης, ήταν Άγιος του αληθινού Θεού!!! Του Χριστού μας!

Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι, αλλά και στα γύρω χωριά, σέβονταν πια το Γιοβάν, το Ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…

Μετά από χρόνια κακουχίας, ο άγιος αρρώστησε και προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να Μεταλάβει. Ο Ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι Κοινώνησε τον Ιωάννη… Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα, στο σημερινό Προκόπι, να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την Ανάσταση και δίνοντας και πάλι σε όλα τα έθνη της γης, με το ολοζώντανο αυτό θαυμαστό λείψανο, Ομολογία Αληθείας, ομολογία Ορθοδοξίας!

Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου, φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733, όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του! Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος, που ευωδίαζε άρρητα!!!

Στα 1830, την εποχή που μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας ένιωσε το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής  μανίας, όταν οι στρατιώτες του Οσμάν Πασά του Σουλτάνου, δε δίστασαν - για να εκδικηθούν τους Χριστιανούς - να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του Οσίου Ιωάννη στη φωτιά!

Τότε είναι, που έντρομοι οι ιερόσυλοι Τούρκοι, είδαν το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα  στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει!!!

Την άλλη μέρα και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι χριστιανοί με πόνο και αγωνία, σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του άγιου παλικαριού, εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών! Έτσι όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο νέο Προκόπι της Εύβοιας!

Απολυτίκιο. 

Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Εκ γης ο καλέσας σε, προς ουράνιους Μονάς, τηρεί και μετά θάνατον άδιαλώβητον το σκήνος Σου Όσιε, Σύ γαρ εν τη Ασία ως αιχμάλωτος ήχθης, ένθα και ώκειώθης τω Χριστώ Ιωάννη. Αυτόν ουν ικέτευε, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.

Πηγή: http://www.oodegr.com/
http://www.pigizois.net/



† Οι Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη οι Ισαπόστολοι (21 Μαΐου)

Ὡς γενέτειρα πόλη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀναφέρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.

Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπὸ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.

Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση. Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε  πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

Ἡ Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.

Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ.

Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

 Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περισώζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Πηγή: http://www.immspartis.gr/



† Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος (09 Μαΐου)



Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν από ημιβάρβαρη φυλή και ονομαζόταν Ρεμπρόβος, που σημαίνει αδόκιμος, αδοκίμαστος, κολασμένος. Πιθανότατα έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορος Δεκίου (249-251), όταν στην Αντίοχεια Επίσκοπος ήταν ο Άγιος Ιερομάρτυς Βαβύλας († Σεπτεμβρίου).

Ο Άγιος ως προς την εξωτερική εμφάνιση ήταν τόσο πολύ άσχημος, που απεκαλείτο «κυνοπρόσωπος».

Η μεταστροφή του στο Χριστό έγινε με τρόπο θαυμαστό. Συνελήφθη αιχμάλωτος σε μάχη, που διεξήγαγε το έθνος του με τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Κατατάγηκε στις Ρωμαϊκές Λεγεώνες και πολέμησε κατά των Περσών, επί Γορδίου και Φιλίππου.

Όταν ήταν ακόμη κατηχούμενος, για να ευχαριστήσει το Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνη δίοδο ποταμού και μετέφερε δωρεάν επί των ώμων του εκείνους που επιθυμούσαν να διέλθουν τον ποταμό. Μια μέρα του παρουσιάστηκε ένα μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να το περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Ρέμπροβος πρόθυμα το έθεσε επί των ώμων του και στηριζόμενος επί της ράβδου του εισήλθε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε, τόσο το βάρος του παιδιού αυξανόταν, ώστε με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φτάσει στην απέναντι όχθη. Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. Το παιδί του απάντησε: «Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και τον πλάσαντα αυτόν. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει », και αμέσως μετά εξαφανίσθηκε. Ο Ρέμπροβος φύτεψε τη ράβδο και την επόμενη την βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Αγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο. Η άκτιστη θεία Χάρη, που έλαβε την ώρα του βαπτίσματος και του Χρίσματος, μεταμόρφωσε όλη του την ύπαρξη. Κι αυτή ακόμη η δύσμορφη όψη του φαινόταν φωτεινότερη και ομορφότερη.

Στην ορθόδοξη αγιογραφία ο Άγιος εικονίζεται να μεταφέρει στον ώμο του τον Χριστό. Εξ αφορμής ίσως του γεγονότος αυτού θεωρείται προστάτης των οδηγών και στο Μικρόν Ευχολόγιον και συγκεκριμένα στην Ακολουθία «επί ευλογήσει νέου οχήματος» υπάρχει, πρώτο στη σειρά, το απολυτίκιό του.

Κατά τον τότε εναντίον των Χριστιανών διωγμό, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις προς αυτούς, διέφυγε δε τη σύλληψη χάρη στο γιγαντιαίο του παράστημα και την ηράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του. Για τον σκοπό αυτό απεστάλησαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν σε διάφορα μέρη, το βρήκαν κατά την στιγμή την οποία ετοιμαζόταν να γευματίσει με ένα κομμάτι ξερό ψωμί. Κατάκοποι οι στρατιώτες και πεινασμένοι ζήτησαν από τον Αγιο Χριστόφορο να τους δώσει να φάγουν και σαν αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν. Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι πλην του ξερού άρτου δεν υπήρχε άλλη τροφή, ειρωνευόμενος τον Χριστόφορο του είπε ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός, αν είχε τη δύναμη να τους χορτάσει όλους με το κομμάτι εκείνου του άρτου. Τότε ο Άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι εκείνο του άρτου, όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτασθούν οι πεινώντες στρατιώτες και να φωτισθούν στην αναγνώριση και ομολογία Αυτού. Η παράκληση του Αγίου εισακούσθηκε και το τεμάχιο του άρτου πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα αυτό, προσέπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο Άγιος, εξέθεσε με απλότητα τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν Χριστιανοί, τους οδήγησε προς τον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε. Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, τους μεν στρατιώτες συνέλαβε και τους αποκεφάλισε, τον δε Χριστόφορο προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να τον μεταπείσει, αλλά οι προσπάθειές τους προσέκρουσαν στην επίμονη άρνηση αυτού. Κατόπιν τούτου έστειλε προς αυτόν δύο διεφθαρμένες γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Οι δύο γυναίκες, αφού άκουσαν την προτροπή του Αγίου, για να επανέλθουν στο δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και, αφού παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορος Δεκίου, ομολόγησαν τον Χριστό. Γι αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.

Στην συνέχεια ο Άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος υπέστη τον δι' αποκεφαλισμού θανάτου το 251.

Η Σύναξη αυτή ετελείτο στο Μαρτύριο αυτού κοντά του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στο Κυπαρίσσιον και στο ναό του Αγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον της Αγίας Ευφημίας των Ολυβρίου.

Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, τ. Μαΐου, σελ. 138-142.

Απολυτίκιον.

Ηχος Δ. Ταχύ Προκατάλαβε.

Στολαίς ταις εξ αίματος, ωραιζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τω Βασιλεί ουρανών, Χριστοφόρε αοίδιμε» όθεν συν ασωμάτων, και Μαρτύρων χορείαις, άδεις τη τρισαγίω, και φρικτή μελωδία’ διό ταις ικεσίαις ταις σαις, σώζε τους δούλους σου.

Πηγή: http://www.timiosstavros.gr/

† Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και Ευαγγελιστής (08 Μαΐου)

Ό Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του αποστόλου Ιακώβου νεώτερος. Στην αρχή ήταν μαθητής του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου και κατόπιν έγινε μαθητής του Κυρίου.

 Ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές Του, και μάλιστα ο μαθητής "όν ήγάπα ο Ιησούς"1, δηλαδή, τον όποιο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης. 

Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. ο Ιωάννης συνεχίζει έντονα τη δράση του και μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος είναι οι πρώτοι πού κήρυξαν, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σε όλο το λαό το όνομα του Ιησού. 

Ή παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μ. Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου έγραψε και την Αποκάλυψη. ο Ιωάννης έζησε γύρω στα 100 χρόνια (πέθανε γύρω στο 105 με 106 μ.Χ.). 

Εκείνο, όμως, πού αξίζει να αναφέρουμε, είναι ή φράση πού συνεχώς έλεγε στους μαθητές του: "Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους"2, πού σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την 'ίδια φράση, αυτός απάντησε "διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί".

1. Ευαγγέλιο Ιωάννου, ια'20.
2. Ευαγγέλιο Ιωάννου, ιγ' 34.


Απολυτίκιο. Ήχος β'.

Απόστολε Χριστώ τω Θεώ ήγαπημένε, επιτάχυναν ρύσαι λαόν αναπολόγητον δέχεται σε προσπίπτοντα, ο έπιπεσόντα τω στηθεί καταδεξάμενος. Ον ικέτευε Θεολόγε, και επίμονον νέφος εθνών διασκεδάσαι, αιτούμενος ημίν ειρήνην, και το μέγα έλεος.

Πηγή: http://www.pigizois.net/




Η Αγία Ειρήνη η μεγαλομάρτυς (05 Μαΐου)

Την εποχή που βασίλευε ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337 μ.Χ.), ζούσε στην πόλη Μαγεδών της Περσίας ο Λικίνιος που ήταν ηγεμόνας μιας επαρχίας και η γυναίκα του που λεγόταν Λικινία. Αυτοί ήταν οπαδοί μίας περσικής θρη­σκείας του Ζωροάστρη. Κάποτε απέκτησαν μία χαριτωμένη κορούλα που την ονόμασαν Πηνελόπη κι όσο αυτή μεγάλωνε, τόσο πιο πολύ ξεχώριζε η εξωτερική της ομορφιά αλλά και το χάρισμα της ευστροφίας που διέθετε. Έτσι οι γονείς της, έκτος από τις περιποιή­σεις και τα υλικά αγαθά που της προσέφεραν πλουσιοπάροχα, για να την κάνουν ευτυχι­σμένη, ανέθεσαν και τη μόρφωση της σε έναν σοφό δάσκαλο, τον Απελλιανό. Εκείνος, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση της Πηνελόπης με μεγάλο ενδιαφέρον και με χαρά έβλεπε την πρόοδό της, στα μαθήματα που της έκανε. Πολλές φορές, συζητώντας μαζί της, καταλάβαινε πως η νεαρή κόρη με τα προτερήματα που είχε και με το χαρακτήρα της, τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο σοφός.

Όταν ο καιρός ήταν καλός, η Πηνελόπη περνούσε τις μέρες της με τους γονείς της και τον δάσκαλό της, στον εξοχικό τους πύργο, που ήταν πε­ριτριγυρισμένος από κήπους με ανθισμένα δέντρα και λουλούδια. Μέσα στο αρχοντικό, όλα τα έπιπλα ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι, ενώ πολλές δούλες υπηρετούσαν τα αφεντι­κά τους και τις ανάγκες της έπαυλης. Μία όμως από αυτές, διέφερε από τις άλλες γιατί ήταν πρόθυμη και υπάκουη κι έτσι, πολύ γρή­γορα απέκτησε την εκτίμηση του άρχοντα και της γυναίκας του, χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ότι ήταν Χριστιανή. Η Πηνελόπη ξεχώρισε τις σπάνιες αρετές της υπηρέτριας και γι’ αυτό της άρεζε να κάνει παρέα μαζί της. Στον ελεύθερο χρόνο της συζητούσε με τη Χρι­στιανή δούλη και με ενδιαφέρον προσπα­θούσε να ανακαλύψει το μυστικό της που την έκανε τόσο διαφορετική από τις άλλες υπη­ρέτριες.

Ένα βράδυ, η κόρη του άρχοντα καθώς κοιμόταν, είδε στο όνειρό της ένα λευκό περιστέρι που κρατούσε στο ράμφος του ένα κλαδί ελιάς και το άφησε πάνω στο χρυσό τραπέζι του πύργου. Έπειτα εμφανίστηκε ένας αετός που κρατούσε ένα στεφάνι από λουλούδια και στο τέλος παρουσιάστηκε ένα κοράκι που άφησε από το ράμφος του ένα σκοτωμένο φί­δι. Η Πηνελόπη ξύπνησε τρομαγμένη αλλά όταν ξανακοιμήθηκε, είδε έναν Άγγελο Κυ­ρίου που της είπε:

-Ο αληθινός Θεός σε καλεί να τον ακολουθήσεις. Σε αυτό θα σε βοηθήσει η αγαπη­μένη σου Χριστιανή υπηρέτρια.

Το πρωί η Πηνελόπη ζήτησε από τον δά­σκαλο της, να της εξηγήσει το παράξενο αλλά θεϊκό όνειρο που είδε κι εκείνος της είπε:

-Το περιστέρι συμβολίζει την αγνή ψυχή σου, ο αετός προμηνύει νίκη και δόξα, αλλά το κοράκι σημαίνει ότι στη ζωή σου θα υπο­φέρεις και θα δοκιμαστείς πολύ!

Τότε η νεαρή κόρη πήγε στην υπηρέτρια και της είπε:

-Είσαι Χριστιανή και μου το δια­βεβαίωσε Άγγελος από τον ουρανό, γι’ αυτό θέλω να μου μιλήσεις για τον Θεό σου!

Η υπηρέτρια ζήτησε συγγνώμη από την αρχοντοπούλα που της το είχε κρατήσει μυ­στικό και από τότε άρχισε να της μιλά για τη ζωή του Χριστού και για το κήρυγμα Του στη γη. Αργότερα η Πηνελόπη θέλησε να βαπτι­στεί, γι’ αυτό κάποιο βράδυ, ένας Χριστιανός ιερέας μπήκε κρυφά στον πύργο και βάπτισε την Αγία, δίνοντας της το όνομα Ειρήνη. Αμέσως η κόρη του ηγεμόνα ομολόγησε τη Χριστιανική Πίστη στους γονείς της και παρ’ όλο που εκείνοι προσπάθησαν να τη μεταπεί­σουν, η Ειρήνη τους μίλησε με σύνεση και τους είπε πώς πρέπει να υπακούμε πρώτα στον Θεό κι έπειτα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνη θα υπάκουε στις γεμάτες αγάπη, εντολές του Θεού και όχι στις εγωιστικές δια­ταγές των ανθρώπων.

Σύντομα μαθεύτηκε στην πόλη ότι η κόρη του ηγεμόνα έγινε Χριστιανή. Τότε πήγαν οι Πέρσες ιε­ρείς στον Λικίνιο και τον έπεισαν να δικάσει την Ειρήνη. Ο πατέρας της Αγίας μάταια δο­κίμασε να την καλοπιάσει, ούτε κατόρθωσε να την τρομάξει με διάφορες απειλές. Γι’ αυτό θύμωσε τόσο πολύ που διέταξε να δέ­σουν τη κόρη του και να την βάλουν ανάμεσα σε αφηνιασμένα άλογα, για να την καταπατήσουν και να την θανατώσουν με κλωτσιές. Όμως συνέβη κάτι φοβερό! Ένα αγριεμένο άλογο, όρμησε ξαφνικά πάνω στον ηγεμόνα, τον κλώτσησε με δύναμη και τον σκότωσε. Τότε έβγαλε ανθρώπινη φωνή και είπε:

Ο λαός που παρακολουθούσε το μαρτύ­ριο της Αγίας, θαύμασε για το ανεξήγητο εκείνο γεγονός και πολλοί από εκείνους πί­στεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν, αλλά οι άπιστοι Ιερείς νόμιζαν πως η Αγία έκανε μαγικά και τη μίσησαν ακόμη πιο πολύ.

Όταν η Ειρήνη είδε ότι σκοτώθηκε ο πατέρας της, έτρεξε δίπλα του και ξεχνώντας το κακό που θα της έκανε εκείνος πριν από λίγο, γονάτισε μεγαλόψυχα κι άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα στον Θεό. Αμέσως έγινε θαύμα και ο άρχο­ντας Λικίνιος που βρισκόταν ξαπλωμένος στο χώμα, αναστήθηκε και σηκώθηκε όρθιος. Μό­λις κατάλαβε τι είχε συμβεί, ζήτησε μετανοη­μένος συγχώρεση από την κόρη του και απο­φάσισε να βαπτιστεί και να γίνει Χριστιανός μαζί με τη γυναίκα του και τον δάσκαλο Απελλιανό. Έπειτα, παραιτήθηκε από το υψηλό αξίωμά του κι έζησαν ενάρετα στον εξοχικό τους πύργο, κάνοντας ελεημοσύνες, προσευχές, νηστείες και άλλα χριστιανικά έργα. Μαζί με αυτούς, πλήθος κόσμου που είδε το θαύμα, δόξαζε τον αληθινό Θεό και εγκατέλειπε τις ψεύτικες θρησκείες που λα­τρεύονταν μέχρι τότε.

Αργότερα, ηγεμόνας της πόλης έγινε ο Σεδεκίας ο οποίος, όταν έμαθε πως η Ειρήνη ήταν Χρι­στιανή, διέταξε να τη συλλάβουν και να τη φυλακίσουν σε ένα βαθύ λάκκο, όπου μέσα ζούσαν δηλητηριώδη φίδια. Ύστερα από δεκατέσσερις μέρες, ο άρχοντας με πλήθος κό­σμου, πήγαν να παραλάβουν το πτώμα της νεαρής Αγίας αλλά με έκπληξη διαπίστωσαν πως εκείνη ζούσε και τα ερπετά τη σεβόταν και δε την άγγιζαν. Τότε ο Σεδεκίας διέταξε να τη δέσουν σε έναν τροχό με αιχμηρά μα­χαίρια, ο όποιος γύριζε με τη δύναμη ενός ορμητικού χειμάρρου. Όμως μέχρι να τη δέ­σουν, το νερό σταμάτησε και ο τροχός δε γύ­ριζε πια! Εξοργισμένος ο ηγεμόνας, έδωσε εντολή να πριονίσουν τα πόδια της Ειρήνης. Η Αγία υπέμενε το φρικτό βασανιστήριο και γι’ αυτό ο Θεός την ενθάρρυνε κάνοντας ακό­μη ένα θαύμα. Μόλις οι δήμιοι τελείωσαν την αποτρόπαια πράξη τους, εκείνη θεραπεύτη­κε εντελώς και όλοι κοιτούσαν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν ποια δύναμη προ­στάτευε τη Χριστιανή μεγαλομάρτυρα.

Διάδοχος του Σεδεκία ήταν ο γιος του, ο Σαβώρ, ο οποίος έστειλε τον στρατό του να πολεμήσει τους πολιτικούς εχθρούς του. Λίγο πιο έξω από την πόλη, οι απάνθρωποι στρατιώτες συνάντησαν την Αγία και αφού της έμπηξαν καρφιά στις φτέρνες, της φόρτωσαν στην πλάτη ένα βαρύ τσουβάλι με άμμο και τη διέ­ταξαν να το μεταφέρει ως τον βασιλιά. Αλλά την ίδια στιγμή, έγινε σεισμός, η γη άνοιξε στα δύο και πολλοί άπιστοι στρατιώτες έπε­σαν στο γκρεμό και σκοτώθηκαν, ενώ πολύ σύντομα πέθανε κι ο βασιλιάς. Η Αγία ελεύ­θερη πια, κήρυξε το λόγο του Θεού στον λαό κι έκανε πολλά θαύματα, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι Χριστιανοί της Περσίας.

Έπειτα η μάρτυς ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και σε ξένους τόπους, διδάσκοντας την Χριστιανική Πί­στη, μέχρι που έφτασε στην πόλη Καλλίνικο, όπου βασίλευε ο άρχοντας Νουμεριανός. Αυτός, όταν άκουσε το Χριστιανικό κήρυγμα της Ειρήνης, διέταξε να την πιάσουν και αφού τη γυμνώσουν, να τη ρίξουν μέσα σε ένα πυρακτωμένο καμίνι που είχε σχήμα βο­διού. Μα η Αγία δεν έπαθε τίποτα και τότε την έβαλαν ξανά σε δεύτερο καμίνι για να την κάψουν ζωντανή. Ο Θεός προστάτεψε και πάλι τη μάρτυρα κι εκείνη αντί να καίγεται και να υποφέρει από τις καυτές φλόγες γύρω της, δόξαζε χαρούμενη τον Θεό. Τότε την έριξαν σε τρίτο καμίνι αλλά εκείνο έσπασε από την πολύ ζέστη, ενώ η Ειρήνη βγήκε ζω­ντανή, κάνοντας πολλούς ανθρώπους που παρευρίσκονταν εκεί, να πιστέψουν στη δύ­ναμη του Χριστού.

Η φήμη της Αγίας έφτασε μέχρι και στον βασιλιά της Περσίας, τον Σαβώριο. Εκείνος την κάλε­σε κοντά του και αφού διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να την πείσει να προσκυνήσει τα είδωλα, διέταξε να την αποκεφαλίσουν και να την κλείσουν σ’ έναν τάφο. Όμως Άγγελος Κυρίου ανέστησε την μάρτυρα και μόλις ο βασιλιάς την αντίκρυσε ζωντανή, πίστεψε κι εκείνος στον Χριστό. Μετά από αυτά η Ειρή­νη περιόδευσε σε αρκετές πόλεις, διδάσκο­ντας το θέλημα του Θεού και με τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος έκανε θαύματα, ενι­σχύοντας την πίστη των Χριστιανών, οι όποιοι την αποκαλούσαν Ισαπόστολο. Ύστερα από μία μαρτυρική και πολυβασανισμένη ζωή, η Αγία αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος της. Έτσι, προετοιμάστηκε και πέθανε ειρηνικά, ευχαριστώντας τον Θεό που την αξίωσε να υποφέρει τόσα πολλά για τη δόξα Του. Η μνήμη της Αγίας μεγαλομάρτυρος Ειρήνης, εορτάζεται από την Εκκλησία μας στις 5 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Εἰρήνης τὸν ἄρχοντα, ἰχνηλατοῦσα σεμνή, εἰρήνης ἐπώνυμος, δι' ἐπιπνοίας Θεοῦ, ἐδείχθης πανεύφημε, σὺ γὰρ τοῦ πολέμου, τᾶς ἐνέδρας φυγοῦσα, ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν, ὡς παρθένος φρονίμη, διὸ Μεγαλομάρτυς Εἰρήνη, εἰρήνην ἠμὶν αἴτησαι.

Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com/



† Ο Άγιος Θωμάς - Α’ Κυριακή μετά το Πάσχα (Κυριακή του Θωμά)

O Άγιος Θωμάς έζησε στα χρόνια του Ιησού Χριστού. Ήταν Ιουδαίος στην καταγωγή και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Όταν ο Ιησούς κάλεσε τον Θωμά να τον ακολουθήσει, εκείνος το έκανε αμέσως και έτσι από φτωχός ψαράς έγινε ένας από τους μαθητές του Χριστού.

Παρόλο που ήταν από τους πιο θερμούς μαθητές του Ιησού, πίστεψε ότι ο Δάσκαλος του αναστήθηκε μόνο όταν κλήθηκε να ψηλαφίσει τις πληγές Του, κατά την διάρκεια της δεύτερης εμφάνισης του Χριστού, στους μαθητές, μετά την Ανάσταση Του. Όπως αναφέρουν οι γραφές κατά την πρώτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές, ο Άγιος Θωμάς απουσίαζε.

Μετά την Πεντηκοστή και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, ο Άγιος Θωμάς, όπως και όλοι οι υπόλοιποι Απόστολοι, ακολούθησε την επιθυμία του Δημιουργού και ταξίδεψε μεταφέροντας τον Θείο Λόγο σε τόπους μακρινούς. Μετά από Θεία Παρέμβαση, ο Άγιος Θωμάς ταξίδεψε ως την Ινδία, ως δούλος του εμπόρου Αμβανή. Ο Αμβανής είχε σταλθεί από τον Ινδό βασιλιά Γουνδιαφόρο, στην Ιερουσαλήμ, για να βρει ένα κτίστη ο οποίος θα αναλάμβανε την ανέγερση ενός ανακτόρου. Υπό αυτήν την ιδιότητα ο Άγιος Θωμάς οδηγήθηκε στην Ινδία από τον Αμβανή. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ο Άγιος Θωμάς ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο, προσηλυτίζοντας και βαπτίζοντας Χριστιανούς πολλούς ειδωλολάτρες.

Το ταξίδι όμως τελείωσε κάποια στιγμή και ο Άγιος Θωμάς παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γουνδιαφόρο. Από αυτόν έλαβε την εντολή και το απαραίτητο χρυσάφι ώστε να του χτίσει ένα ανάκτορο. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Αγίου Θωμά, ο Γουνδιαφόρος αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη. Κατά την διάρκεια της απουσίας του, η οποία διήρκεσε τρία χρόνια, ο Άγιος Θωμάς λάμβανε με εντολή του βασιλιά χρυσάφι το οποίο έπρεπε να χρησιμοποιήσει για την ανέγερση του ανακτόρου. Αντί αυτού όμως, ο Άγιος Θωμάς ανέπτυξε μεγάλη ιεραποστολική δράση στην περιοχή και το χρυσάφι το μοίραζε στους φτωχούς.

Η δράση αυτή του Αγίου Θωμά, έφτασε στα αυτιά του Γουνδιαφόρου, ο οποίος κάλεσε τον Άγιο να απολογηθεί για τις πράξεις του. Ο Άγιος αποκρίθηκε στον βασιλιά λέγοντας του ότι πράγματι του έκτισε ένα παλάτι, με την μόνη διαφορά ότι το παλάτι αυτό είναι στον ουρανό, εννοώντας ότι οι καλές πράξεις που έγιναν με το χρυσάφι του Γουνδιαφόρου, του εξασφάλισαν μια θέση στην Ουράνια Βασιλεία του Ιησού Χριστού. Ο βασιλιάς θεωρώντας ότι ο Άγιος Θωμάς τον κοροϊδεύει διέταξε την φυλάκιση του Αγίου. Η Θεία Πρόνοια όμως οδήγησε έτσι τα πράγματα ώστε ο βασιλιάς πείστηκε για την αλήθεια των λόγων του Αγίου Θωμά. Τον έβγαλε από την φυλακή και βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Άγιο. Το παράδειγμα του Γουνδιαφόρου ακολούθησαν πολλοί και βαπτίσθηκαν και αυτοί Χριστιανοί.

Ο Άγιος Θωμάς έχοντας τελειώσει το αποστολικό του έργο στην περιοχή αυτή, ταξίδεψε προς τα ανατολικά και έφτασε σε μια άλλη περιοχή της Ινδίας όπου βασιλιάς ήταν ο Μίσδιος. Στον τόπο αυτό, για άλλη μια φορά, ο Άγιος Θωμάς άρχισε να "αλιεύει" ψυχές, βαπτίζοντας πολλούς χριστιανούς. Μεταξύ αυτών που βαπτίσθηκαν ήταν και η γυναίκα του Μισδίου. Αυτό ήταν και η αιτία που ο Άγιος Θωμάς φυλακίστηκε μετά από εντολή του βασιλιά. Στην φυλακή, συνέχισε το αποστολικό του έργο, βαπτίζοντας ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τα παιδιά του βασιλιά. Μετά από αυτό ο Μίσδιος έδωσε εντολή να θανατωθεί ο Άγιος. Έτσι κι έγινε. Πάνω σε ένα βουνό οι στρατιώτες του Μισδίου θανάτωσαν τον Άγιο Θωμά.

Το σώμα του έθαψαν οι Χριστιανοί της περιοχής και στον τάφο του γίνονταν πολλά θαύματα. Το ιερό λείψανο του Αγίου Θωμά, παρέμεινε εκεί έως ότου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1204 μ.Χ. το λείψανο μεταφέρθηκε στην Ρώμη, μαζί με τα λείψανα άλλων Αγίων που είχαν συγκεντρωθεί στην Βασιλεύουσα. Σήμερα η κάρα του Αποστόλου Θωμά βρίσκεται στην Ιερά Μονή Πάτμου. Την μνήμη του Αγίου Θωμά εορτάζουμε στις 6 Οκτωβρίου.

Ἀπολυτίκιο Ἁγ. Θωμᾱ

Ήχος δ'.Ταχύ προκατάλαβε.

"Ως Θείος Απόστολος, θεολογίας κρουνούς, ενθέως εξήντλησας, εκ λογχονύκτου πλευράς, Χριστού του Θεού ημών. ‘Οθεν της ευσεβείας, κατασπείρας τον λόγον, έλαμψας, εν Ινδία, ως ακτίς ουρανία, Θωμά των Αποστόλων θείον αγλάϊσμα."

Πηγή: http://koimisikallimasia.blogspot.com/



† Ο Άγιος Ιάκωβος ο Απόστολος (30 Απριλίου)


Ο Άγιος Ιάκωβος, ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του Αγίου και Ευαγγελιστού Ιωάννου. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, πρωτο-συνάντησε τον Άγιο Ιάκωβο κοντά στη λίμνη της Τιβεριάδος, στο πλοίο του πατέρα του, να διορθώνει δίχτυα. Εκεί, τον κάλεσε μαζί με τον αδελφό του Άγιο Ιωάννη, αφού προηγουμένως είχε καλέσει και τα άλλα αδέλφια, τον Ανδρέα και τον Πέτρο. Ο Άγιος Ιάκωβος είχε ιδιαίτερη εκτίμηση από τον Κύριο, που σε πολλές περιπτώσεις τον έπαιρνε κοντά Του. Μάλιστα, η μητέρα των Αγίων Ιακώβου και Ιωάννη, βλέποντας αυτή την εύνοια που έδειχνε ο Κύριος στους γιους της, ζήτησε να καθίσουν τα παιδιά της δεξιά και αριστερά από το θρόνο Του, την ήμερα της Δόξας Του. Ο Κύριος μεταξύ άλλων απάντησε ότι θα έρθει καιρός που θα πιουν το ποτήρι που θα πιει Αυτός, εννοώντας, φυσικά, το μαρτύριό Του. Μετά την Πεντηκοστή ο Άγιος και Απόστολος Ιάκωβος κήρυξε το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων ερχόταν στη πίστη του Χριστού και άλλαζε τρόπο ζωής χάρη στο έργο του Αγίου Ιακώβου. Αυτό ενόχλησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι, το 44 μ.Χ. τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, ως αμνό, με διαταγή του Ηρώδου του Αγρίππα.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης ονομάστηκαν υιοί βροντής, για τη δύναμη του κηρύγματος τους.

Απολυτίκιο:

Ἦχος γ'. Θείας πίστεως.

Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.

Πηγή: http://www.inews.gr/