Βίοι Αγίων
johnpatrablog
. . . . . «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με» . . . . . . johnpatrablog

Αναζήτηση Αγίων (χρησιμοποιήστε τόνους στα ονόματα)

Translate

† Οι Άγιοι Τρεις Ιεράρχες (30 Ιανουαρίου)

Οι τρεις Ιεράρχες, Άγιοι Προστάτες της Παιδείας και των Γραμμάτων, γιορτάζουν στις 30Ιανουαρίου.
Την εορτή των Τριών Ιεραρχών καθιέρωσε ο Αλέξιος Κομνηνός το 1100 μΧ, αφενός για να τιμηθούν οι τρεις μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας κι αφετέρου για να σταματήσουν οι διαμάχες και φιλονικίες μεταξύ των πιστών σχετικά με το ποιος από τους τρεις Αγίους (Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, Άγιος Ιωάννης ο Χρυστόστομος, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος) είναι ο πιο σπουδαίος και ο πιο μεγάλος. Οι πιστοί χωρίστηκαν σε ομάδες, ανάλογα με ποιον Άγιο θεωρούσαν πιο σημαντικό. Αυτοί που υποστήριζαν ότι πιο σημαντικός είναι ο Μέγας Βασίλειος αυτοαποκαλούνταν Βασιλείται, αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αυτοαποκαλούνταν Γρηγορίται και τέλος αυτοί που υποστήριζαν ότι ήταν πιο σημαντικός ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτοαποκαλούνταν Ιωαννίται.
Έξι αιώνες αργότερα, το 1826 μΧ ο Δημήτριος Φρειδερίκος Γκίλφορντ, ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και ο Κωνσταντίνος Τυπάλδος καθιέρωσαν την ημέρα της εορτής των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Ελληνική και Επτανησιακή Παιδεία. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, το 1842 μΧ το πανεπιστήμιο Αθηνών καθιέρωσε για όλη την ελεύθερη Ελλάδα την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα αφιερωμένη στην Παιδεία και στα Γράμματα. Από τότε ως σήμερα, οι Τρεις Ιεράρχες θεωρούνται προστάτες των μαθητών, των φοιτητών και των σπουδαζόντων εν γένει, και η μέρα εορτή τους είναι σχολική αργία.
Τέλος να σημειώσουμε ότι την Θεία Λειτουργία που τελείται την ημέρα των Τριών Ιεραρχών έγραψε ο επίσκοπος Ιωάννης ο Ευχαΐτων (γνωστός και ως Ιωάννης Μελανόπους ή Μαυρόπους), σύγχρονος του Αλεξίου Κομνηνού.

Απολυτίκιο (’Ηχος Α’)

Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της Τρισηλίου Θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τον Μέγαν, και τον Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη, τω την γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν• αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ ημών αεί πρεσβεύουσιν.

Κοντάκιο

Τους ιερούς και θεοφθόγγους κήρυκας, την κορυφήν των Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εις απόλαυσιν, των αγαθών σου και ανάπαυσιν• τους πόνους γαρ εκείνων και τον κάματον, εδέξω πάσαν ολοκάρπωσιν, ο μόνος δοξάζων τους Αγίους σου. 

Πηγή: http://palioahrista.blogspot.com/





† Ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος (28 Ιανουαρίου)

Ασκητής με πολλή απλότητα, εγκράτεια και ενθουσιώδη πίστη. Προικισμένος με πλουσιότατη και φλογερώτατη φαντασία, εξασκούσε μεγάλη επιρροή στους συμπολίτες του.

Ο Εφραίμ γεννήθηκε στις αρχές του 4ουαιώνα, στη Νίσιβη της Συρίας. Διδάσκαλο ευτύχησε να έχει τον επίσκοπο Ιάκωβο, άνδρα μεγάλης θεολογικής παιδείας, που τον χειροτόνησε διάκονο.

Αλλά αυτός παραδίδεται ολοκληρωτικά στις μελέτες του και δε θέλησε να προβιβαστεί σε ανώτερο αξίωμα. Διότι θεωρεί σπουδαιότερο αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος: «Πάσα γραφή θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη, ίνα άρτιος ή ο του Θεού άνθρωπος, προς πάν έργον αγαθόν εξηρισμένος». Δηλαδή, όλη η Γραφή έχει εμπνευστεί από το Θεό. Γι’ αυτό είναι ωφέλιμη να διδάσκει την αλήθεια, να ελέγχει τις πλάνες, να διορθώνει αυτούς που αμαρτάνουν, να παιδαγωγεί στην αρετή και έτσι ο άνθρωπος του Θεού να είναι τέλειος, καταρτισμένος σε κάθε έργο αγαθό.

Έτσι, με αυτόν τον τρόπο ο Εφραίμ απέκτησε ξεχωριστή θέση στην εκκλησιαστική κίνηση του έθνους του.

Ήταν περίφημος ρήτορας, ο βαθύς και φλογερός συγγραφέας.

Ονομάστηκε προφήτης Σύρων, στύλος της Ορθοδοξίας, στόμα και κιθάρα του Αγίου Πνεύματος.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε το 379, αφού άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο.

<strong>Προφητεία Εφραίμ του Σύρου</strong>
Οσίου Εφραίμ του Σύρου

Εις την Β' Παρουσίαν του Κυρίου

 

Ο των όλων Θεός έρχεται κρίναι ζώντας και νεκρούς...

Και θα ανοιχθούν τα φοβερά εκείνα βιβλία, όπου είναι γραμμένα και τα έργα μας και λόγοι και οι πράξεις μας, τα οποία είπαμε και επράξαμε εις αυτήν την ζωήν, δηλαδή οι διαλογισμοί και τα ενθυμήματα, για τα οποία θα αποδώσουμε λόγον εις τον Κριτήν.                                     

Τότε θα ζητηθή από τον καθένα μας η ομολογία της πίστεως και η συνταγή του βαπτίσματος, και την πίστι καθαρή από κάθε αίρεσι και την σφραγίδα άθραυστη και τον χιτώνα αμόλυντον...                                                                                                            

Μετά την χάριν (του αγίου βαπτίσματος) ο ποιών τα πονηρά έργα, εξέπεσε της χάριτος, και ο Χριστός αυτόν εις τίποτε δεν θα ωφελήση, εάν επιμένη εις την αμαρτίαν. Διότι έχει γραφεί, ότι όλοι θα παρασταθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού, διά να προσκομίση κάθε ένας όσα έπραξε με το σώμα του, είτε καλόν είτε κακόν (Β' Κορ. 5, 10).

Διότι όσοι έχουν τα καλά έργα και τους καλούς καρπούς χωρίζονται από τους ακάρπους και αμαρτωλούς, οι οποίοι και θα εκλάψουν, σαν τον ήλιον. Αυτοί είναι όσοι εφύλαξαν τις εντολές του Κυρίου, οι ελεήμονες, οι φιλόπτωχοι, οι φιλόρφανοι, οι ξενοδοχούντες, οι αντιλήπτορες των καταπονουμένων, οι επισκέπται των ασθενών, οι πενθήσαντες τώρα, καθώς είπεν ο Κύριος, οι πτωχεύσαντες τώρα διά τον πλούτον που ευρίσκεται εις τους ορφανούς, οι συγχωρούντες τα παραπτώματα των αδελφών, οι φυλάξαντες την σφραγίδα της πίστεως άθραυστον και αμόλυντον από πάθε αίρεσιν.

*Οι ευρισκόμενοι πάλιν εξ αριστερών είναι οι άκαρποι, εκείνοι που έχουν παροξύνει τον Καλόν Ποιμένα, εκείνοι που τον καιρόν αυτόν της μετανοίας τον επέρασαν παίζοντες και τρυφώντες, οι οποίοι εδαπάνησαν σε ασωτεία, μέθη και ασπλαχνία όλον τον χρόνον της ζωής των, σαν εκείνον τον πλούσιον, που ποτέ δεν ελέησε τον πτωχόν Λάζαρον, δι' αυτό και κατεκρίθησαν, ως ανελεήμονες και άσπλαχνοι και μη έχοντες καρπούς μετανοίας, ούτε έλαιον εις τας λαμπάδας των.

*Επειδή δεν ελεήσατε, έτσι και τώρα δεν θα ελεηθείτε, επειδή της φωνής μου δεν ακούσατε, έτσι ούτε εγώ τώρα θα ακούσω τους δικούς σας οδυρμούς. Διότι δεν διακονήσατε εμένα, ούτε με εθρέψατε πεινώντα, ούτε με εποτίσατε διψώντα, ούτε με εφιλοξενήσατε, ούτε γυμνητεύοντα με ενδύσατε, ούτε ασθενούντα με επισκεφθήκατε, ούτε όταν ήμουν εις την φυλακήν ήλθατε προς με. Άλλου Κυρίου εγίνατε εργάται και υπουργοί, δηλαδή του Διαβόλου...

*Τότε θα στενάζουν άρχοντες και πλούσιοι άσπλαχνοι, και θα προσβλέπουν παντού στενοχωρούμενοι, και κανείς δεν θα υπάρχει να μπορή να βοηθήση. Ούτε ο πλούτος φαίνεται, ούτε οι κόλακες παρεβρίσκονται, ούτε θα εύρουν έλεος, διότι δεν ελέησαν, ούτε προαπέστειλαν, δια να εύρουν...η γαρ κρίσις ανίλεως τω μη πράξαντι έλεος.

*Ας μη απιστήση κανείς, ότι είναι μόνον λόγια που λέγονται για την κρίσι. Αλλά με ακρίβεια και με ασφάλεια όλοι να πιστεύσουμε εις τον Κύριον, ότι υπάρχει ανάστασις νεκρών και κρίσις και ανταπόδοσις και των καλών και των κακών, κατά τις θείες Γραφές. Και παραβλέποντες όλα τα πρόσκαιρα, περιφρονούντες αυτά, να φροντίσουμε διά τα όσα αφορούν εις την απολογίαν και παράστασί μας εις το φοβερό βήμα, και την φρικτήν εκείνην ημέρα και φοβερήν ώραν...,η οποία θα δοκιμάση όλην την ζωήν.

 
***

Αλλοίμονον εις εκείνους που μολύνονται μετά των βλασφήμων αιρετικών. Αλλοίμονον εις εκείνους που χλευάζουν τας θείας Γραφάς. Αλλοίμονον εις όσους μιαίνουν την αγίαν πίστι με αιρέσεις, ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς. 

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρεῖθρον ἄυλον, ἐν τὴ ψυχή σου, τὸν ζωήρρυτον, πλουτήσας φόβον, κατανύξεως κρατὴρ ἀναδέδειξαι, ὅθεν ἠμᾶς πρὸς ἠθῶν τελειότητα, τοὶς ἱεροίς σου ρυθμίζεις διδάγμασιν. Ἐφραὶμ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν, Ἐφραίμ Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.


Πηγή: http://www.xfe.gr/
http://www.impantokratoros.gr/



† Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (25 Ιανουαρίου)

Γεννήθηκε το 329 μ.Χ. στην Αριανζό, κωμόπολη της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Ναζιανζού (†1η Ιανουαρίου) και την Νόννα (†5 Αυγούστου). Έχει δύο αδέρφια: τον Καισάρειο και τη πασίγνωστη για την ευσέβειά της αδερφή Γοργονία.

Στη Ναζιανζό, διδάσκεται τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ τη μέση στη Καισάρεια, όπου γνωρίζεται με το συμμαθητή του Μ. Βασίλειο. Έπειτα, πηγαίνει κοντά σε περίφημους διδασκάλους της ρητορικής στη Παλαιστίνη και στην Αλεξάνδρεια και, τέλος, στα Πανεπιστήμια της Αθήνας. Οι σπουδές του διήρκεσαν 13 ολόκληρα χρόνια (από 17 έως 30 ετών).

Μετά τις σπουδές στην Αθήνα ο Γρηγόριος επιστρέφει στη πατρίδα του μονολότι του πρόσφεραν έδρα Καθηγητή Πανεπιστημίου. Εκεί, ο πατέρας του, επίσκοπος Ναζιανζού, τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Αλλά ο Άγιος Γρηγόριος προτιμά την ησυχία του αναχωρητηρίου στο Πόντο, κοντά στο φίλο του Βασίλειο, για περισσότερη άσκηση στη πνευματική ζωή.

Μετά, όμως, από θερμές παρακλήσεις των δικών του, επιστρέφει στην πατρίδα του και μπαίνει στην ενεργό δράση της Εκκλησίας. Στα 43 του χρόνια ο Θεός τον ανύψωσε στο επισκοπικό αξίωμα. Έδρα του ορίστηκε η περιοχή των Σασίμων την οποία ποτέ δεν ποίμανε λόγω των Αρειανών κατοίκων της.

Όμως, ο θάνατος έρχεται να πληγώσει τη ψυχή του, με αλλεπάλληλους θανάτους συγγενικών προσώπων. Πρώτα του αδερφού του Καισαρείου, έπειτα της αδερφής του Γοργονίας, μετά του πατέρα του και, τέλος, της μητέρας του Νόννας. Μετά απ’ αυτές τις θλίψεις, η θεία Πρόνοια τον φέρνει στην Κωνσταντινούπολη (378), όπου υπερασπίζεται με καταπληκτικό τρόπο την Ορθοδοξία και χτυπά καίρια τους Αρειανούς, που είχαν πλημμυρίσει την Κωνσταντινούπολη.

 

Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη. Όλοι οι ναοί της Βασιλεύουσας ήταν στα χέρια των αιρετικών. Όμως ο Άγιος δεν απελπίζεται. Μετατρέπει ένα δωμάτιο στο σπίτι που τον φιλοξενούσαν σε ναό και του δίνει συμβολικό όνομα. Ονομάζει το ναό Αγία Αναστασία δείγμα ότι πίστευε στην ανάσταση της Ορθόδοξης Πίστης.

Οι αγώνες είναι επικίνδυνοι. Οι αιρετικοί ανεβασμένοι πάνω στις σκεπές των σπιτιών του πετούν πέτρες και έτσι ο Άγιος Γρηγόριος δοκιμάζεται πολύ. Στο ναό της Αγίας Αναστασίας εκφωνεί τους περίφημους πέντε θεολογικούς λόγους που του έδωσαν δίκαια τον τίτλο του Θεολόγου.

Μετά το σκληρό αυτό αγώνα, ο Μ. Θεοδόσιος τον αναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος τον αναγνώρισε ως Πρόεδρό της. Όμως μια μερίδα επισκόπων τον αντιπολιτεύεται για ευτελή λόγο. Τότε ο Γρηγόριος, αηδιασμένος, δηλώνει τη παραίτησή του, αναχωρεί στη γενέτειρά του Αριανζό και τελειώνει με ειρήνη τη ζωή του, το 390.

Άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα φιλοσοφημένα 408 ποιήματά του 18.000 περίπου στίχων. Είναι από τα μεγαλύτερα πνεύματα του Χριστιανισμού και από τους λαμπρότερους αθλητές της ορθόδοξης πίστης.

Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, στο Άγιο Όρος.

Η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 25 Ιανουαρίου.

Απολυτίκιο, Ήχος α΄.

«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου,
τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας•
ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι,
καί τα κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι.
Ἀλλά πρεύσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ,
Πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν» 

Πηγή: http://www.xfe.gr/



† Η Αγία Ξένη (24 Ιανουαρίου)

Ἡ Ἁγία Ξένη καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀπὸ γενιὰ τιμημένη καὶ εὔπορη. Οἱ γονεῖς της ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν νυμφεύσουν. Ἐνῶ ὅμως εἶχαν τὰ πάντα ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν γάμο, ἐκείνη ἐγκατέλειψε τὴ νυφικὴ παστάδα, παίρνοντας μαζί της καὶ δύο πιστές της θεραπαινίδες καὶ διὰ θαλάσσης ἔφθασε στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν. Στὰ Μύλασα μᾶλλον πῆγε καὶ ἐγκαταστάθηκε, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ μακαρίου μοναχοῦ Παύλου, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε στὴν Ὁσία μετὰ ἀπὸ θεῖο φωτισμό, ὅταν ἐκείνη πέρασε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔγινε ὁ πνευματικός της καθοδηγητής.

Στὴν πόλη τῶν Μυλασῶν, ἡ Ὁσία Ξένη ἔκτισε ἱερὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Ἐκεῖ κτίσθηκαν καὶ κελιὰ ὅπου διέμεναν ἡ Ξένη, οἱ δυὸ θεραπαινίδες καὶ λίγες ἄλλες παρθένες.
Ἡ Ὁσία Ξένη, ἀφοῦ διῆλθε τὴν ζωή της θεοφιλῶς καὶ ὁσίως, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὅταν παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἥλιος φώτιζε τὴν γῆ, φάνηκε στὸν οὐρανὸ Σταυρός, ποὺ τὸν σχημάτιζαν ἀστέρες. Τὸν οὐράνιο αὐτὸ Σταυρὸ τὸν περιέκλειε χορὸς ἀστέρων, σὰν νὰ ἦταν, καθὼς φαίνεται, στεφάνι τῆς Ὁσίας Ξένης, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν ἐπιβράβευε ὁ Θεὸς γιὰ τὶς νηστεῖες της, τὶς ἀγρυπνίες της καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.

Ξένην ἤνυσας, ζωὴν ἐν κόσμῳ, ξένην ἔσχηκας, προσηγορίαν, ὑπεμφαίνουσαν τῇ κλήσει τὸν τρόπον σου· σὺ γὰρ νυμφίον λιποῦσα τὸν πρόσκαιρον, τῷ ἀθανάτῳ ὁσίως νενύμφευσαι. Ξένη ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.

Ἐν σοῖ Μῆτερ ἀκριβῶς διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα, λαβοῦσα γὰρ τὸν σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττουσα ἐδίδασκες, ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτoυ, διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὁσία Ξένη τὸ Πνεῦμά σου. 

Πηγή: http://www.synaxarion.gr/



† Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ (22 Ιανουαρίου)

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχουν οι Πράξεις των Αποστόλων και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, ο Άγιος Απόστολος Τιμόθεος ήταν ο πιο αγαπητός μαθητής του και ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου. Το όνομά του είναι ελληνικό και σημαίνει αυτός που τιμά τον Θεό, αλλά και αυτόν που τιμά ο Θεός.

Ο Απόστολος Τιμόθεος γεννήθηκε μάλλον στα Λύστρα της Λυκαονίας ή πιθανών στη Δέρβη, από πατέρα Έλληνα Εθνικό και μητέρα πιστή Ιουδαία, προφανώς εκ γενετής και πιθανόν προσήλυτη, που ονομαζόταν Ευνίκη. Κατά την μαρτυρία του Αποστόλου Παύλου, ήταν ευσεβής, όπως και η μαμή του, εκ μητρός, Λωίς. Ο Τιμόθεος δέχθηκε από τις ευσεβείς αυτές γυναίκες την πρώτη θρησκευτική αγωγή και διδάχθηκε από βρέφος τα ιερά γράμματα. Με τον τρόπο αυτό προετοιμάσθηκε κατάλληλα, ώστε να αποδεχθεί στη συνέχεια την Χριστιανική πίστη.

Η οριστική μεταστροφή του στον Χριστιανισμό φαίνεται να έγινε κατά την Α’ Αποστολική περιοδεία, όταν ο Απόστολος Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα επισκέφθηκαν τα Λύστρα της Λυκαονίας και πιθανόν φιλοξενήθηκαν από την οικογένεια του Τιμοθέου. Όταν ο Απόστολος Παύλος κήρυττε το Ευαγγέλιο στα Λύστρα, είναι επίσης βέβαιο ότι ο Τιμόθεος παρακολούθησε το κήρυγμά του και έγινε μάρτυρας των διωγμών και των παθημάτων που υπέστη ο Απόστολος εκεί. Η εμπειρία των γεγονότων αυτών φαίνεται ότι επηρέασε έντονα τον Απόστολο Τιμόθεο και τον προετοίμασε εσωτερικά να δεχθεί την διδασκαλία του Ιησού Χριστού, μα και να πιστέψει σε Αυτόν.

Μετά τα γεγονότα στη Δέρβη και στα Λύστρα της Λυκίας, ο Απόστολος Παύλος παρέλαβε μαζί του τον πιστό και αχώριστο συνοδό του τον Τιμόθεο. Έκτοτε ο Τιμόθεος έγινε ο πιο προσφιλής και αφοσιωμένος μαθητής και συνεργός του Αποστόλου Παύλου στο έργο της ιδρύσεως των Εκκλησιών στις διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ελλάδος αργότερα, καθώς και της στηρίξεως της πίστεως των διωκομένων Χριστιανών. Ανέλαβε πολλές σημαντικές και εμπιστευτικές αποστολές για σπουδαία Εκκλησιαστικά ζητήματα, παρά το νεαρό της ηλικίας και την απειρία του.

Συγκεκριμένα, συνεχίζοντας την Β’ Αποστολική περιοδεία, διελθόντες διά μέσου της Φρυγίας και της Γαλατίας, έφθασαν στην Μοισία και Τρωάδα, και διαπλεύσαντες τη Σαμοθράκη, ήλθαν στη Νεάπολη και από εκεί στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Από εκεί, οδοιπορούντες , πέρασαν από την Αμφίπολη και Απολλωνία και κατέληξαν στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη ο Τιμόθεος εργάσθηκε αθόρυβα και αποδοτικά, συνέβαλε ουσιαστικά στο έργο του Αποστόλου Παύλου τόσο για την ίδρυση της Χριστιανικής Κοινότητος, όσο και για την στήριξη της πίστεως των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης.

Όμως το έργο του ευαγγελισμού των Θεσσαλονικέων από τον Απόστολο Παύλο και τους συνεργάτες του Τιμόθεο και Σίλα, διεκόπη από την αντίδραση φθονερών Ιουδαίων, που δεν πίστεψαν στο κήρυγμά τους και τους εξανάγκασαν να εγκαταλείψουν την Θεσσαλονίκη και να καταφύγουν στην Βέροια.

Από την Αθήνα, ο Απόστολος Παύλος, αγωνιώντας για την κατάσταση των Χριστιανών της Θεσσαλονίκης, απέστειλε τον Τιμόθεο, προκειμένου να στηρίξει τους χειμαζομένους πιστούς της εκκλησιαστικής κοινότητος της Θεσσαλονίκης και να τους παρηγορήσει στις θλίψεις τους.

Αργότερα, όταν ο Απόστολος Τιμόθεος ακολούθησε τον Παύλο στην Κόρινθο, παρέμεινε κοντά του, αγωνιζόμενος μαζί του.

Κοντά στην Γ’ Αποστολική περιοδεία, όταν ο Απόστολος Παύλος πέρασε από τα μέρη της Μικράς Ασίας και κατέληξε στην Έφεσο, παρέμεινε εκεί για μια τριετία, έχοντας μαζί του τον Τιμόθεο, τον οποίο απέστειλε σε ειδικές εμπιστευτικές αποστολές στη Μακεδονία μαζί με τον Έραστο, και ίσως με άλλους αδελφούς στην Κόρινθο. Λίγο αργότερα, ο Τιμόθεος με τον Απόστολο Παύλο επέστρεψαν από την Κόρινθο στη Μακεδονία, και στη συνέχεια αποβιβάσθηκαν στην Τρωάδα και διαπλέοντες το ανατολικό Αιγαίο, πέρασαν από την Μίλητο. Από την Μίλητο διήλθαν από τα νησιά Κω, Ρόδο, έφθασαν στα Πάταρα και από εκεί στην Τύρο, την Πτολεμαΐδα και την Καισάρεια και κατέληξαν στα Ιεροσόλυμα.

Στα Ιεροσόλυμα ο Απόστολος Τιμόθεος παρέμεινε κοντά στον Απόστολο Παύλο κατά την εκεί φυλάκισή του, ενώ κατόπιν τον συνόδευσε στη φυλακή στη Ρώμη. Είναι βέβαιο, ότι κατά την τελευταία μετάβαση του Αποστόλου Παύλου στα Ιεροσόλυμα, μετά την πρώτη αποφυλάκισή του από τη Ρώμη, συνοδευόταν από τον Απόστολο Τιμόθεο, τον οποίο μάλιστα άφησε στην Έφεσο ως Επίσκοπο μέχρι και του επισυμβάντος μαρτυρικού θανάτου του. Ο Απόστολος Παύλος απέστειλε προς τον Άγιο Τιμόθεο, ως Επίσκοπο Εφέσου, δύο Επιστολές, που εμπεριέχονται στον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, και οι οποίες λόγω του ποιμαντικού περιεχομένου τους, καλούνται ποιμαντικές.

Κατά παλαιά παράδοση ο Απόστολος Τιμόθεος μαρτύρησε στην Έφεσο επί Δομετιανού ή Νερούα, όταν πήγε στα καταγώγια των ειδωλολατρών, για να τους αποτρέψει από απάνθρωπες τελετές και θυσίες” τότε, γεμάτος από Θείο ζήλο, επειδή δεν ανεχόταν να βλέπει αυτά τα ατοπήματα, τους συνέστησε να μην συνεχίσουν τις αισχρές τους πράξεις. Τότε εκείνοι εξοργίσθηκαν και όρμησαν εναντίων του Αγίου, τον οποίον φόνευσαν με ρόπαλα.

Το τίμιο λείψανό του μετακομίσθηκε το έτος 356 μ.Χ. επί Κωνσταντίου στην Κωνσταντινούπολη, και εναποτέθηκε εντός της Αγίας Τραπέζης του ναού των Αγίων Αποστόλων, όπου ετελείτο και η Σύναξή του. Στην ίδια Αγία Τράπεζα είχαν εναποτεθεί τα ιερά λείψανα των Αγίων Αποστόλων Ανδρέου και Λουκά. Όταν ο Ιουστινιανός ανοικοδόμησε και μετασκεύασε το ναό των Αγίων Αποστόλων, που είχε ανεγείρει ο Μέγας Κωνσταντίνος, άφησε την Αγία Τράπεζα ως είχε, αδιασάλευτη, περιορισθείς μόνο στην κατασκευή αργυρού καλύμματος.

Η Σύναξη του Αποστόλου Τιμοθέου ετελείτο τον 6ο αιώνα μ.Χ. στην Ορμίσδα. 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.

Χρηστότητα ἐκδιδαχθείς, καὶ νήφων ἐν πᾶσιν, ἀγαθὴν συνείδησιν ἱεροπρεπῶς ἐνδυσάμενος, ἤντλησας ἐκ τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς τὰ ἀπόρρητα· καὶ τὴν πίστιν τηρήσας, τὸν ἴσον δρόμον τετέλεκας, Ἱερομάρτυς Ἀπόστολε Τιμόθεε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Πηγή: http://www.orp.gr/
http://eisagios.blogspot.com/
http://www.synaxarion.gr/



† Ο Άγιος Αναστάσιος ο Πέρσης ο Οσιομάρτυρας (22 Ιανουαρίου)

Ἀναστάσιος ἐν τραχήλῳ τὸν βρόχον,
Ὡς λαμπρὸν ὅρμον ὡραΐζεται φέρων.
Εἰκάδι δευτερίῃ Ἀναστάσιος βρόχον ἔτλη.


Βιογραφία

Ο Άγιος Αναστάσιος έζησε τον 7ο αιώνα μ.Χ. στα χρόνια του βασιλιά των Περσών Χοσρόη Β' (590-628 μ.Χ.) και του αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης Ηρακλείου και ήταν Πέρσης. Γεννήθηκε στο χωριό Ραζήχ της επαρχίας Ρασνουνί και ήταν γιος του μάγου Βαβ και αρχικά ονομαζόταν Μαγουνδάτ (κατ' άλλους Μαζοενδάτ).

Όταν το 614 μ.Χ. οι Πέρσες κυρίευσαν τα Ιεροσόλυμα πήραν μαζί τους τον Τίμιο Σταυρό. Λόγω των πολλών θαυμάτων που έγιναν στην Περσία από τον Τίμιο Σταυρό, πολλοί Πέρσες ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν την νέα θρησκεία, μεταξύ αυτών και ο Μαγουνδάτ. Γι' αυτό πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου βαπτίσθηκε και έκάρη μοναχός στη Μονή του Αββά Ιουστίνου (κατ' άλλους στη Μονή του Αγίου Σάββα) και μετονομάσθηκε Αναστάσιος.

Επισκέφθηκε εν συνεχεία την Καισαρεία, όπου ο διοικητής Μαρζαβανά πληροφορήθηκε ότι είναι χριστιανός και, επειδή απέτυχε να τον μεταπείσει, διέταξε τον βασανισμό του. Μετά από πολλά βασανιστήρια οι ειδωλολάτρες τον αποκεφάλισαν. Το μαρτύριό του έγινε το 628 μ.Χ. με άλλους 70 Χριστιανούς Μάρτυρες.

Η Σύναξη του Αγίου ετελείτο στο Μαρτύριό του, που βρισκόταν εντός του Αγίου Φιλήμονος, στο Στρατήγιο. H δε ανακομιδή των λειψάνων του Οσίου Αναστασίου, εορτάζεται στις 24 Ιανουαρίου.


Ἀπολυτίκιον

Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.

Την πλάνην αφέμενος, την των Περσών νουνεχώς, τη πίστει προσέδραμες, τη του Χριστού ευσεβώς, σοφέ Αναστάσιε, όθεν και εν ασκήσει, διαπρέψας ενθέως, ήθλησας υπέρ φύσιν, και τον όφιν καθείλες διό διπλώ στεφάνω, θεόθεν εστεφάνωσαι.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Ο Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας (20 Ιανουαρίου)

Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Μελιτηνή της Αρμενίας το έτος 377 μ.Χ. κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού (375-383 μ.Χ.). Οι γονείς του Παύλος και Διονυσία, ανήκαν σε επίσημη γενιά. Άτεκνοι όντες, αξιώθηκαν να αποκτήσουν παιδί, το οποίο αφιέρωσαν στη διακονία του Θεού στο οποίο και κατά θεία επιταγή έδωσαν το όνομα Ευθύμιος, αφού με την γέννησή του τους χάρισε την ευθυμία, τη χαρά και την αγαλλίαση.

Σε ηλικία μόλις τριών ετών ο Ευθύμιος έχασε τον πατέρα του. Τότε η χήρα μητέρα του τον παρέδωσε στον ευλαβή Επίσκοπο της Μελιτηνής Ευτρώιο, ο οποίος, μαζί με τους αναγνώστες Ακάκιο και Συνόδιο που έγιναν αργότερα Επίσκοποι Μελιτηνής, τον εκπαίδευσε καλώς και, αφού τον κατέταξε στον ιερό κλήρο, τον τοποθέτησε έξαρχο των μοναστηρίων.

Από τη Μελιτηνή ο Όσιος μετέβη, περί το 406 μ.Χ., στα Ιεροσόλυμα και κλείσθηκε στο σπήλαιο του Αγίου Θεοκτίστου, όπου και ασκήτευε με αυστηρότητα και αναδείχθηκε μοναζόντων κανόνας και καύχημα. Τόσο δε πολύ πρόκοψε στην αρετή, ώστε πολλοί από τους Σαρακηνούς πίστεψαν στον Χριστό. Τα μεγάλα πνευματικά του χαρίσματα γρήγορα τον ανέδειξαν και η φήμη του ως Αγίου απλώθηκε παντού. Γύρω του συγκεντρώθηκαν πάμπολλοι μοναχοί, οι οποίοι τον εξέλεξαν ηγούμενό τους.

Ο Μέγας Ευθύμιος με την αγιότητα του βίου του συνετέλεσε στο να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια πολυάριθμοι αιρετικοί, όπως Μανιχαίοι, Νεστοριανοί και Ευτυχιανοί, που απέρριπταν τις αποφάσεις της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Παντού, στην Αίγυπτο και τη Συρία, επικρατούσαν οι Μονοφυσίτες. Στην Παλαιστίνη όμως, χάρη στην παρουσία του Αγίου Ευθυμίου και των μαθητών του, επικράτησε η Ορθοδοξία. Και όταν ο Όσιος συνάντησε την βασίλισσα Ευδοκία, η οποία είχε περιπλακεί στα δίκτυα της αιρέσεως των Μονοφυσιτών, τόσο πειστικά και ακαταμάχητα μίλησε προς αυτήν, ώστε την απέδωκε στα ορθόδοξα δόγματα.

Ο Όσιος Ευθύμιος ο Μέγας είχε λάβει από τον Θεό το προορατικό χάρισμα και τη δύναμη της θαυματουργίας. Με ελάχιστα ψωμιά κατόρθωσε να χορτάσει τετρακόσιους ανθρώπους, που κάποτε την ίδια μέρα τον επισκέφθηκαν στο κελί του. Πολλές γυναίκες που ήταν στείρες, όπως και η δική του μητέρα, με τις προσευχές του Αγίου απέκτησαν παιδί και έζησαν την χαρά της τεκνογονίας. Και όπως ο Προφήτης Ηλίας, έτσι και αυτός προσευχήθηκε στον Θεό και άνοιξε τις πύλες του ουρανού και πότισε με πολύ βροχή τη διψασμένη γη, η οποία και αναζωογονήθηκε και έδωσε πλούσιους τους καρπούς της.

Ενώ κάποτε τελούσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, οι πιστοί είδαν μία δέσμη φωτός που ξεκινούσε από τον ουρανό και κατερχόταν μέχρι τον Άγιο. Το ουράνιο αυτό φως, παρέμεινε μέχρι που τελείωσε η Θεία Λειτουργία και δήλωνε την εσωτερική καθαρότητα και λαμπρότητα του Αγίου. Επίσης, σημάδι της αγνότητας και της αγιότητάς του αποτελούσε και το γεγονός ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιος προσερχόταν να κοινωνήσει με καθαρή ή σπιλωμένη συνείδηση.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 473 μ.Χ., σε ηλικία 97 ετών, επί βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ.Χ.).

Η Σύναξή του ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

 

Απολυτίκιο. Ηχος δ'.

Ευφραίνου έρημος η ου τίκτουσα, ευθύμησον η ουκ ωδίνουσα ότι επλήθυνέ σοι τέκνα, ονήρ επιθυμιών των του Πνεύματος,ευσεβείς φυτεύσας, εγκράτεια, εκθρέψας, εις αρετών τελειότητα. Ταις αυτού ικεσίας, Χριστέ ο Θεός, σώσον τας ψυχάς ημών.

 

Κοντάκιον  Ήχος πλ. δ’. Ως απαρχάς της φύσεως

Εν τη σεπτή γεννήσει σου, χαράν η κτίσις εύρατο, και εν τη θεία μνήμη σου Όσιε, την ευθυμίαν έλαβε των πολλών σου θαυμάτων, εξ ων παράσχου πλουσίως ταις ψυχαίς ημών, και αποκάθαρον αμαρτημάτων κηλίδας, όπως ψάλλωμεν, Αλληλούια. 

Πηγή: http://sites.google.com/
http://voiotosp.blogspot.com/



† Άγιοι Αθανάσιος ο Μέγας και Κύριλλος Πατριάρχες Αλεξανδρείας (18 Ιανουαρίου)

Eις τον Aθανάσιον.
Ἀθανάσιον καὶ θανόντα ζῆν λέγω.
Οἱ γὰρ δίκαιοι ζῶσι καὶ τεθνηκότες.

Εις την φυγήν Κυρίλλου.
Φυγῆς Κυρίλλου σήμερον μνήμην ἄγει,
Ἀλλ' οὐ τελευτῆς τῆς ἀειμνήστου κτίσις.
Τάρχυσαν ὀγδοάτῃ δεκάτῃ νέκυν Ἀθανασίου.


Βιογραφία

Ο Μέγας Αθανάσιος γεννήθηκε το 295 μ.Χ. από φτωχούς αλλά ενάρετους γονείς, γεγονός που του στέρησε τη δυνατότητα για ανώτερες σπουδές. Όμως ο πανάγαθος Θεός τον προίκισε με πλούσια πνευματικά προσόντα. Λαμβάνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια μελετά μόνος του για να φθάσει σε υψηλότατα επίπεδα γνώσης και σοφίας.

Από πολύ νέος έδειξε την κλίση του προς την Εκκλησία. 25 ετών χειροτονείται διάκονος από τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολουθεί στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325 μ.Χ., στη Νίκαια της Βιθυνίας. Αναδεικνύεται πρωτεργάτης στην καταδίκη της αιρετικής διδασκαλίας του Αρείου.

Το 328 μ.Χ. και σε ηλικία 33 ετών εκλέγεται πανηγυρικά πατριάρχης Αλεξανδρείας. Από τη θέση αυτή αντιμετωπίζει ένα φοβερό πόλεμο εκ μέρους των αιρετικών οπαδών του Αρείου. Όμως ο άγιος, χάρη στην μεγάλη πνευματικότητά του και τη ζέουσα πίστη στο Θεό, κατορθώνει να βγει νικητής απ’ όλες αυτές τις δοκιμασίες ακόμη και από τις πέντε εξορίες που του επιβλήθηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Β΄ ήταν οπαδός του Αρειανισμού. Εκοιμήθη εν ειρήνη το 373 μ.Χ.

Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 μ.Χ. από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου ο Κύριλλος, έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.

Όταν έγινε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος το 431 μ.Χ. στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της υπεραγιάς Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444 μ.Χ., αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».

Η Εκκλησία θέλησε να αδελφώσει την μνήμη των δύο Μεγάλων Πατέρων αυτής και Αρχιεπισκόπων Αλεξανδρείας, του Μεγάλου Αθανασίου, πρωταγωνιστή κατά του Αρειανισμού, και του Αγίου Κυρίλλου, πρωταγωνιστή κατά του Νεστοριανισμού και όρισε το συνεορτασμό τους στις 18 Ιανουαρίου.

Η Σύναξη των Αγίων Αθανασίου και Κυρίλλου ετελείτο στη Μεγάλη Εκκλησία.

Να σημειώσουμε τέλος, ότι ο Άγιος Κύριλλος, εορτάζεται και στις 9 Ιουνίου.


Ἀπολυτίκιον

Ἦχος γ’. Θείας πίστεως

Ἒργοις λάμψαντες, Ὀρθοδοξίας, πᾶσαν σβέσαντες κακοδοξίαν, νικηταί τροπαιοφόροι γεγόνατε· τῇ εὐσεβείᾳ τά πάντα πλουτίσαντες, τήν Ἐκκλησίαν μεγάλως κοσμήσαντες, ἀξίως εὕρατε Χριστόν τόν Θεόν, δωρούμενον πᾶσι τό μέγα ἔλεος.

Πηγή: http://www.saint.gr/



† Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (18 Ιανουαρίου)

Ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Μέγας Αθανάσιος ή Άγιος Αθανάσιος (περ. 298[1] – 2 Μαΐου 373) ήταν Χριστιανός επίσκοπος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας της Αιγύπτου κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Τιμάται ως άγιος τόσο από την Ανατολική Ορθόδοξη όσο και από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Αποτελεί έναν από τους τέσσερις μεγάλους Πατέρες της Ανατολικής εκκλησίας και έναν από τους 33 Πατέρες της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.

Από πολύ νέος έδειξε την πνευματική κλίση του. Σε ηλικία 25 ετών χειροτονήθηκε διάκονος από τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, τον οποίο ακολούθησε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο το 325, στη Νίκαια της Βιθυνίας. Εκεί αναδείχθηκε πρωτεργάτης στην καταδίκη της διδασκαλίας του Αρείου που χαρακτηρίστηκαν αιρετικές. Το 328 και σε ηλικία 33 ετών εξελέγη πατριάρχης Αλεξανδρείας.


Ο βίος του

Παιδική ηλικία και μόρφωση

Γεννήθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αφού κατά τον ιστορικό Σωκράτη τον Σχολαστικό, εκεί είχε και πατρικό και οικογενειακό τάφο. (Εκκλ. Ιστορία 4,13) Οι γονείς του ήταν Χριστιανοί και από μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του, αφού παρίστανε τον ιερέα που βάπτιζε τους πιστούς (φίλους του).
Από τα συγγράμματα του και τις περιγραφές του Γρηγορίου Θεολόγου συμπεραίνουμε, ότι ανατράφηκε θεολογικά και απέκτησε λίγες εγκύκλιες γνώσεις. Τη θεολογική μόρφωση την απέκτησε από τη θεολογική Κατηχητική Σχολή της Αλεξάνδρειας. Μεγάλη επίδραση για τη διαμόρφωση του ήθους του και της πορείας του, συνέβαλε η γνωριμία του με τον Μέγα Αντώνιο του οποίου και συνέγραψε τον «Βίο και Πολιτεία».

Η Ιεροσύνη

Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αιώνα και προκαλείται αναστάτωση στην Εκκλησία όσον αφορά τον προσδιορισμό της φύσης του Θεού, λίγο μόλις καιρό μετά την κατάπαυση του κύματος διωγμών από τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες. Ο Αθανάσιος από νωρίς, ως λαϊκός ακόμα, έδειξε έντονο ζήλο στην προσπάθεια καταπολέμησης των θέσεων που προασπιζόταν ο Άρειος, συγγράφοντας κείμενα όπως το Κατά Ειδώλων και το Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου. Το 325 μ.Χ. πληροφορούμαστε ότι ήδη έχει χειροτονηθεί διάκονος όπου και συμμετέχει ενεργώς ως γραμματέας στην Α΄ Οικουμενική σύνοδο, συγκληθείσα υπό του Μεγάλου Κωνσταντίνου με σκοπό τη διευθέτηση των θεολογικών συγκρούσεων που ταλάνιζαν τις χριστιανικές εκκλησίες. Το 328 μ.Χ, μετά την κοίμηση του πνευματικού του Πατέρα και επισκόπου Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου, με σύμφωνη απόφαση κλήρου και λαού, χειροτονήθηκε επίσκοπος (εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε Πατριάρχης), ένεκα του μεγάλου ζήλου και της φήμης που είχε αποκτήσει ως «ανυποχώρητου μαχητή».

Το έργο του ως Επισκόπου

Χειροτονήθηκε σε ηλικία 33 ετών, στις 8 Ιουλίου του 328 μ.Χ. Μετά την εκλογή του, άρχισε σημαντικό ποιμαντικό έργο, μελέτησε τις ανάγκες των μοναχών, κληρικών και λαϊκών για τη καλύτερη δυνατή συμβίωση και εναρμόνιση των ρόλων τους στο εκκλησιαστικό πλαίσιο. Επίσης ανέπτυξε έντονη αντιαιρετική δράση, με κύριο στόχο την διάδοση του «ορθού» δόγματος της ομοουσιότητας του Πατρός και του Υιού. Υπήρξε και προεξάρχων μεγάλου φιλανθρωπικού έργου στη περιοχή της Αλεξάνδρειας.

Διωγμοί

Ο Μέγας Αθανάσιος, ο επονομαζόμενος και «στύλος της ορθοδοξίας», διετέλεσε Επίσκοπος για 46 έτη, εκ των οποίων τα 17 τα πέρασε στην εξορία.
Μετά την καταδίκη του από την Α' Οικουμενική Σύνοδο, ο Άρειος δεν συμμορφώθηκε προς τις αποφάσεις της. Μολονότι καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, δεν μετανόησε. Την ομολογία της πίστεως του Αρείου, η οποία απέφευγε τα ακραία στοιχεία που είχε προ της συνόδου εκφράσει, την έκανε δεκτή και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επηρεασμένος από έναν πρωτοστάτη των απόψεων, που χαρακτηρίστηκαν αργότερα αρειανιστικές, τον Ευσέβιο Νικομήδειας, με αποτέλεσμα να διατάξει, ο Άρειος να γίνει δεκτός στην εκκλησιαστική κοινωνία. Ο Αθανάσιος εναντιώθηκε, διότι ερχόταν σε σύγκρουση με τα επιχειρήματα και τις αποφάσεις της οικουμενικής συνόδου της Νίκαιας. Αυτό είχε αποτέλεσμα την μήνη των «αρειανιστών» επισκόπων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να εκδιώξουν τον Αθανάσιο λόγω της μαχητικότητας και της αποτελεσματικότητάς του εναντίον τους. Οι επίσκοποι που συντάχθηκαν με τις θέσεις του Αρείου συνασπίστηκαν με άλλους επισκόπους, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν αργότερα ως «αίρεση των Μελιτιανών», στέλνοντας αντιπροσωπεία στον αυτοκράτορα, κατηγορώντας το Αθανάσιο για επιβολή φόρων υπέρ της εκκλησίας, για μαγεία και πορνεία. Αρχικά συγκλήθηκε σύνοδος στην Καισάρεια, την οποία και δεν παραβρέθηκε, γνωρίζοντας ότι ήταν προμελετημένη σκευωρία των αντιπάλων επισκόπων. Ο Αυτοκράτορας όμως συγκάλεσε και δεύτερη σύνοδο στην Τύρο, διαμηνύοντάς του, ότι αν δεν παρευρισκόταν, θα ασκούνταν βία προκειμένου να παραστεί. Έτσι εμφανίστηκε, καταρρίπτοντας όλες τις κατηγορίες.
Ο Αθανάσιος βρέθηκε, μετά τη σύνοδο, σε δύσκολη θέση παίρνοντας μηνύματα, σε βάρος της ζωής του. Γι' αυτό το λόγο εμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να δει τον Αυτοκράτορα και να του ζητήσει την προστασία του. Οι αντίπαλοί του όμως πέτυχαν όχι μόνο να μην ακροαστεί, αλλά και να διωχθεί στη Γαλατία, πείθοντας τον Αυτοκράτορα με ψευδής κατηγορίες. O ίδιος δε, φαίνεται να ήταν δυσαρεστημένος σε βάρος του Αθανασίου για την έντονη κριτική που του ασκούσε[2]. Αυτή ήταν η πρώτη του εξορία του, που διήρκεσε 2 έτη και 4 μήνες, επιστρέφοντας το 337 μ.Χ μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Η επιστροφή του Αθανασίου, συνεχίστηκε με πολλές συκοφαντίες, και στη προσπάθεια να τους αντικρούσει, συγκάλεσε σύνοδο 100 επισκόπων που διακύρηξαν την αθωότητα του. Το ίδιο και Αρειανοί, πράττοντας το ακριβώς αντίθετο, πείθοντας και το νέο φιλοαρειανό Αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Έτσι εξορίζεται στη Ρώμη όπου ο Ιούλιος, επίσκοπος Ρώμης, συγκαλεί σύνοδο και κηρύσσει την αθωότητά του και την πίστη στο σύμβολο της Νίκαιας. Ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος πιέζει τον αδερφό του Κώνστα, να παρατείνει την εξορία του, παρά τη συνοδική απόφαση της Ρώμης. Αποτέλεσμα η επιστροφή του, το 346μ.Χ., 6 έτη μετά την εξορία του. Ο Αθανάσιος λόγω του ποιμαντικού έργου που διενήργησε, φαίνεται να αγαπήθηκε καινα αγκαλιάστηκε από τους Χριστιανούς της πόλης.
Το 356 ο Κώνστας δολοφονείται, ο Κωνστάντιος γίνεται μονοκράτορας του Δυτικού και του Ανατολικού μέρους της Αυτοκρατορίας και οι Αρειανοί επίσκοποι, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία αυτή, κινούνται αποφασιστικά. Καλούν σύνοδο, καθαιρούν τον Αθανάσιο και στέλνουν άγημα 5000 στρατιωτών με τον Ρωμαίο στρατηλάτη Συριανό, με σκοπό να τον εξοντώσουν οριστικά. Την ώρα που τελεί την παννυχίδα[3] σε ναό, με πλήθος πιστών, ο ίδιος φυγαδεύεται στη έρημο, όπου για έξι χρόνια διαφεύγει τη σύλληψη με τη βοήθεια φιλικά διακείμενων μοναχών και παρθένων[4]. Εκείνη την περίοδο ο Αθανάσιος βρήκε την ευκαιρία να γράψει έναν πολύ μεγάλο αριθμό έργων του, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγε δριμεία εκστρατεία, ώστε να κατασταλεί κάθε αρειανή επιρροή.
Στην επιστροφή του, μετά το θάνατο του Κώνστα, στο θρόνο ανεβαίνει ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός ανακαλεί όλους του εξορισμένους επισκόπους, μεταξύ αυτών και τον Αθανάσιο. Η σύγκρουση μεταξύ των δύο θέλω των ανδρών εμφανίζεται άμεσα. Ο Ιουλιανός θέλει να επαναφέρει το καθεστώς του πανθέου, από την άλλη ο Αθανάσιος μάχεται με όλες του τις δυνάμεις για την αποκατάσταση της εκκλησίας. Ο Ιουλιανός πληροφορείται για τη δράση του Αθανασίου και διατάσσει εξορία. Το 362 μ.Χ. εξορίζεται στη Θηβαΐδα μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού. Όμως εξορίζεται ακόμα μια φορά. Ενώ επέστρεψε και αρχικά προχώρησε, απρόσκοπτα το έργο του, επί εποχής Ιοβιανού μέχρι το 364μ.Χ. και το θάνατό του, τον διαδέχεται ο Ουαλεντινιανός Α΄, ο οποίος ήταν οπαδός του Αρείου και εκδιώκει τον Αθανάσιο. Έτσι πληροφορούμαστε οτι αυτή την εποχή κρυβόταν « εν πατρώο μνήματι». Μέσα σε τέσσερις μήνες όμως φοβούμενος εξέγερση απο την αγανάκτηση των κατοίκων της Αλεξάνδρειας, ανακάλεσε απο την εξορία τον Αθανάσιο. Έκτοτε μέχρι και τον θάνατο του, παρέμεινε στο θρόνο του, χωρίς διωγμούς.

Ιστορική σπουδαιότητα

Αντίθεση κατά του Αρειανισμού

Περίπου στα 319.Χ., όταν ο Αθανάσιος ήταν διάκονος, ένας πρεσβύτερος που ονομαζόταν Άρειος άρχισε να διδάσκει ότι υπήρχε χρονική περίοδος πριν γεννήσει ο Θεός και Πατέρας τον Ιησού, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Υιός δεν υπήρχε. Ο Αθανάσιος συνόδευσε τον Αλέξανδρο, επίσκοπο Αλεξανδρείας στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το έτος 325μ.Χ., από την οποία προέκυψε το Σύμβολο της Πίστεως και κατά την οποία αναθεματίστηκε ο Άρειος και οι ακολουθούντες αυτόν. Στις 8 Ιουλίου 328μ.Χ., ο Αθανάσιος διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο ως επίσκοπος Αλεξανδρείας. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της επιρροής του Αρειανισμού, εξορίστηκε αρχικά από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α' για να επανέλθει μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου πέντε φορές. Η κατάσταση αυτή γέννησε την έκφραση "Athanasius contra mundum" ή "Ο Αθανάσιος εναντίον του κόσμου", από τους αντιπάλους του. Κατά τη διάρκεια μερικών εξοριών του, έμεινε κοντά σε Πατέρες της Ερήμου, μοναχούς και ερημίτες που ζούσαν σε απομακρυσμένες περιοχές της Αιγύπτου. Παρά τη δογματική του σταθερότητα, επέδειξε διπλωματία υπερασπιζόμενος την Ορθοδοξία στη Σύνοδο της Αλεξανδρείας το 362.

Χαρακτηριστικές φράσεις

Χαρακτηριστική φράση του Αγίου Αθανασίου είναι η «"Ο Πατήρ διά του Λόγου εν τω Πνεύματι ενεργεί και δίδωσι τα πάντα"». Ο Μέγας Αθανάσιος έχει τονίσει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα, αλλά είναι κατά φύση άκτιστο (δηλαδή αδημιούργητο) και ομοούσιο (δηλαδή έχει την ίδια ουσία) με τον Πατέρα και τον Υιό[5]

Συγγραφικό έργο

Γενικά

Το εξαιρετικό στην περίπτωση του Αγίου Αθανασίου, είναι το πλούσιο συγγραφικό έργο, παρά τις πολύ μεγάλες διώξεις και εξορίες τις οποίες υπέστη. Δεν σώθηκαν όλα τα έργα του και από τα διασωθέντα, πολλά νοθεύτηκαν απο αιρετικούς και αποδόθηκαν σε αυτόν χώρις να είναι γνήσια

Κατηγοριοποίηση

Ανάλογα με το περιεχόμενο τους οι πατρολόγοι κατάσουν τα έργα του Μεγάλου Αθανασίου σε πέντε (5) ενότητες. Στα απολογητικά, υπέρ του Χριστιανισμού, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά - ασκητικα και πρακτικα - επιστολές.

Κύρια έργα του

Είναι συγγραφέας πολλών έργων όπως "Κατά ειδώλων", "περί ενανθρωπήσεως του Λόγου" και διαφόρων επιστολών με κυριότερη την ΛΘ΄ (39η) όπου υπάρχει κανόνας (κατάλογος) των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Του αποδίδεται επίσης το Σύμβολο του αγίου Αθανασίου ή Symbolum Quicunqve, ένα από τα πρώτα σύμβολα της χριστιανικής πίστης το οποίο πολλοί δυτικοί μελετητές ισχυρίζονται ότι πρωτογράφτηκε στα Λατινικά. Οι ίδιοι θεολόγοι θεωρούν λανθασμένη την άποψη που έχει επικρατήσει ότι ο Αθανάσιος έγραψε το συγκεκριμένο σύμβολο και ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής των πατερικών κειμένων, θεωρεί ως πιθανότερο συγγραφέα τον Βικέντιο του Λερίν.[6].Η υπόθεση αυτή ωστόσο δεν έχει γίνει αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα καθότι ο Βικέντιος είχε ελλιπή γνώση της ελληνικής γλώσσας στην οποία είναι πιο πιθανό να συντάχθηκε αρχικά το κείμενο. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαμάχη γύρω από το Filioque θα είχε ξεκινήσει αμέσως εφόσον οι Ανατολικοί Πατέρες δεν υπήρχε καμία περίπτωση να δεχτούν άλλη εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκτός από αυτή του Πατέρα.
Την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια την έκανε με το έργο ΄΄Κατά Ελλήνων΄΄ στρέφοντας τα βέλη του κατά των ειδολολατρών. Το δεύτερο επιγράφεται ΄΄Λόγος περί ενανθρωπήσεως του λόγου΄΄, συνοψίζοντας τη διδασκαλία της εκκλησίας περί σωτηρίας του ανθρώπου. Μεγάλο τμήμα της συγγραφής του, αφορά την αίρεση των αρειανών με κυριότερα, ΄΄4 λόγοι κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογητικός κατά Αρειανών΄΄, ΄΄Απολογία προς βασιλέα Κωνστάντιο΄΄, ΄΄Απολογια περί φυγής αυτού΄΄ που πραγματεύονται τις διδασκαλίες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, τις απολογίες σε βάρος του, απο τους Αρειανούς και τη φυγάδευση του στην έρημο το 356μ.Χ. Από τα ερμηνευτικά, τα περισσότερα έχουν χαθεί, διασώζονται όμως οι ερμηνείες περί ψαλμών. Τέλος απο τα ασκητικά και πρακτικά, διασώζονται τα ΄΄Βίος και Πολιτεία Πατρός Αντωνίου΄΄ και ΄΄Περί Παρθενίας΄΄ . Απο τις επιστολές διακρίνονται οι εορταστικές, προς μοναχό Αμούν, προς Ρουφινιανό, προς Σαρπίωνα, προς Επίκτητο προς Αδέλφιο, προς Μάξιμο και προς Δρακόντιο.

Κανόνας Καινής Διαθήκης

Στην 39η Εορταστική Επιστολή του, το 367 μ.Χ., ο Αθανάσιος απαριθμεί τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, γεγονός που αποτελεί την αρχαιότερη σωζόμενη εμφάνιση του κανόνα με την μορφή που έχει μέχρι και σήμερα. Από πληροφορίες που μαθαίνουμε από τον Ωριγένη, στα ταξίδια τα οποία διενήργησε σε κατά τόπους Εκκλησίες, ανέφερε ανάγνωση χωρίων, που απαγγέλονταν ως Κανονικά. Το εύρος των βιβλίων που χρησιμοποιούνταν με αυτό τον τρόπο ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τον πυρήνα των βιβλίων που χαρακτηρίστηκαν ως θεόπνευστα και κανονικά.
Από τον Ευαγγελιστή Λουκά [1: 1-4] και άλλες έμμεσες ιστορικές πηγές, γνωρίζουμε οτι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια πολλά έργα και προφορικές παραδόσεις είχαν διασωθεί, με αποτέλεσμα η εκκλησία να θεωρεί, πως χάνεται το σωτήριο μήνυμα των Ευαγγελίων. Από την άλλη, πολλοί αιρετικοί χάλκευαν τα ευαγγέλια προσθέτοντας ή απορρίπτοντας κομμάτια τους ή και συντάσοντας νέα κείμενα με τη μορφή Ευαγγελίου, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τη δική τους δογματική αντίληψη. Έτσι η Εκκλησία έθεσε κριτήρια επιλογής. Αυτά τα κριτήρια αφορούσαν διάφορες παραμέτρους όπως οτι τα κείμενα πρέπει να'ναι αποδεδειγμένα αποστολικά, το περιεχόμενό τους να χει πνευματικό αντίκρυσμα και να είναι αποδεκτό απο όλες τις Εκκλησίες. Τρείς σύνοδοι ασχολήθηκαν με το ζήτημα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης, της Λαοδίκειας, της Ρώμης και Γ΄ Καρθαγένης. Ο κανόνας της πρώτης συνόδου θεωρήθηκε μη γνήσιος, ενώ στις επόμενες πρωτοστατούντων των Ιερονύμου και Αυγουστίνου, έθεσαν ως κανονικό, τον κανόνα του Μεγάλου Αθανασίου. Βεβαίως, ενώ οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες και οι τοπικές σύνοδοι αποφαίνονταν για την εγκυρότητα των Χριστιανικών συγγραμμάτων, η χρήση από τις Χριστιανικές κοινότητες παρείχε την πραγματική αξιολόγηση του τι θα περιλάμβανε ο κανόνας. Η Καινή Διαθήκη βασίστηκε τελικά στα συγγράμματα που είχαν ευρεία αποδοχή και ήταν χρήσιμα για την ανάγνωση στις κατά τόπους εκκλησίες.

Η διδασκαλία του

Η τριαδικότητα και ο άνθρωπος

Το πιστεύω του Μεγάλου Αθανασίου συνοψίζονται απο τα πεπραγμένα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Δηλαδή «Ο Υιός και Λόγος του Θεού, τέλειον γέννημα του Πατρός, γέννημα δε όχι κατά θέλησιν, αλλά κατά φύσιν. Δεν προήλθε διότι το ηθέλησεν ο Πατήρ, αλλά διότι είναι μέσα είς την φύσιν του Πατρός να γεννά τον Υιόν και μέσα εις την φύσιν του Υιού να γεννάται. Τούτο ακριβώς συνιστά την διαφοράν αυτού από τα κτίσματα. Είναι εικών και ομοίωσις του Πατρός, ενώ ο άνθρωπος είναι απλώς κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, άναρχος και Αυτός, όπως ο Πατήρ». Η ψυχή είναι «αυτοκίνητη» και ζεί και μετά το θάνατο του σώματος. Η αθανασία αυτή δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στο θέλημα του Θεού.

Η παράδοση της εκκλησίας

Με το ορο αυτό εννοεί τόσο την Αγία Γραφή, όσο και την παράδοση των Αποστόλων και των Πατέρων τηςς εκκλησίας, την οποία δίδαξε ο Κύριος και κήρυξαν οι Πατέρες. Σε αυτήν την παράδοση θεμελιώδης είναι η ύπαρξη της εκκλησίας του Χριστού και όποιος ξεφεύγει απο αυτή χάνει την ιδιότητα του Χριστιανού. Τη δε δογματιή διδασκαλία, εχει τη δυνατότητα , μόνο η εκκλησια να διατυπώνει.

Η ενανθρώπηση του λόγου

Ο Ιησούς Χριστός κατά τον Αθανάσιο « υιοποίησεν ημάς τω Πατρί και εθεοποίησε τους ανθρώπους, γενόμενος αυτός άνθρωπος. Ουκ άρα άνθρωπος ων ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ινα μάλλον ημάς θεοποίηση» ( Λόγος κατα Αρειανών 1,30 ). Υποστηρίζει οτι όποιος υιοθετεί το δόγμα του Αρείου, ουσιαστικά υποστηρίζει οτι ο Χριστός είναι κτίσμα, και καταντάει και αυτός ειδωλολάτρης, όπως οι εθνικοί. Επίσης το Άγιο Πνεύμα «συναριθμείται» και «συνδοξάζεται» αφού «της αυτής Θεότητος εστί και της αυτής ουσίας».
Εορτή
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Αθανασίου ετησίως δύο φορές το χρόνο. Στις 2 Μαΐου, που είναι και η ημερομηνία κοίμησης του αγίου, το οποίο το μαθαίνουμε από Κώδικα των Καυσοκαλυβίων. Υπήρχε διάσταση απόψεων κάτα πόσο βέβαιο είναι, αν πρόκευται για την κοίμηση του ή την ανακομιδή των λειψάνων όπως ο Λαυριώτικος Κώδικας υποστηρίζει. Η δεύτερη εορτή του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου μαζί με τον Άγιο Κύριλλο, χωρίς να είναι ακόμα μέχρι σήμερα γνωστό, το γιατί και πότε καθιερώθηκε αυτή η εορτή. Η Λουθηρανική, η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Μαΐου.

Αγιογραφία

Η απεικόνιση του αγίου εμφανίζεται σε δύο μορφές. Στην πρώτη μεταξύ των τριών ιεραρχών και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας στην παράσταση μελισμού, στο εσωτερικό της κόγχης του Ιερού Βήματος ή σε κατενώπιο απεικόνιση σε φορητές εικόνες

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας - Λόγος γιὰ τοὺς κοιμηθέντες

Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ προσφέρεις λάδι καὶ νὰ ἀνάβῃς κεριὰ στὸν τάφο του, ἐπικαλούμενος Χριστὸν τὸν Θεὸν, καὶ ἂν ἀκόμα ὁ κοιμηθεὶς τελείωσε εὐσεβῶς τὴ ζωή του καὶ τοποθετήθηκε στὸν οὐρανό. Γιατί αὐτὰ εἶναι εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ προσκομίζουν μεγάλη τὴν ἀνταπόδοσή Του, γιατί τὸ λάδι καὶ τὸ κερὶ εἶναι θυσία καὶ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἐξιλέωση. Ἡ δὲ ἀγαθοεργία φέρνει τελικὰ προσαύξηση μὲ κάθε ἀγαθὴ ἀνταπόδοση. Ὁ σκοπὸς τοῦ προσφέροντος, γιὰ τὴν ψυχὴ κοιμηθέντος, εἶναι ἴδιος μὲ τὰ ὅσα κάνει ὅποιος ἔχει μικρὸ παιδὶ ἄρρωστο καὶ ἀδύναμο, γιὰ τὸ ὁποῖο προσφέρει στὸν ἱερὸ ναὸ κεριὰ, θυμίαμα καὶ λάδι μὲ πίστη καὶ τὰ χαρίζει ὅλα γιὰ τὸ παιδί του. Τὰ κρατάει καὶ τὰ προσφέρει μὲ τὰ χέρια του σὰν νὰ τὰ κρατάει καὶ νὰ τὰ προσφέρῃ τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ, ἀκριβῶς δηλαδὴ ὅπως γίνεται ὅταν στὸ βάπτισμα ἀποκηρύσσεται ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸν ἀνάδοχο γιὰ λογαριασμὸ τοῦ νηπίου.

Παρομοίως πρέπει νὰ θεωρεῖται καὶ ὅποιος πέθανε πιστὸς στὸν Κύριο, ὅτι κρατάει καὶ προσφέρει τὰ κεριὰ καὶ τὸ λάδι, καὶ ὅλα ὅσα προσφέρονται γιὰ τὴ λύτρωσή του.Ἔτσι μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσπάθεια ποὺ γίνεται μὲ πίστη δὲ θὰ πάει χαμένη. Νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι οἱ Θεῖοι ἀπόστολοι καὶ οἱ Θεοδίδακτοι διδάσκαλοι καὶ οἱ Θεόπνευστοι πατέρες, ἀφοῦ πρῶτα ἑνώθηκαν μὲ τὸ θεῖο καὶ φωτίσθηκαν καθόρισαν μὲ τρόπο θεάρεστο τὶς λειτουργίες, τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ψαλμωδίες, ποὺ γίνονται κάθε χρόνο στὴ μνήμη ἐκείνων ποὺ πέθαναν. Καὶ ὅλα αὐτὰ μέχρι σήμερα, πάντα μὲ τὴ χάρη τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, αὐξάνονται καὶ συμπληρώνονται σ᾿ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος γιὰ νὰ δοξάζεται καὶ νὰ ἐξυμνεῖται ὁ Κύριος τῶν κυρίων καὶ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων.

Απολυτίκιον. Ήχος γ'. θείας πίστεως.

Στύλος γέγονας Ορθοδοξίας, θείοις δόγμασιν υποστηρίζων την Εκκλησίαν, ίεράρχα Αθανάσιε· τω γαρ Πατρί τον Υιών ομοιούσιον, ανακηρύξας κατήσχυνας Άρειον. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.

Πηγή: http://el.wikipedia.org/
http://users.uoa.gr/
http://www.gonia.gr/



† Ο Άγιος Αντώνιος ο Μέγας (17 Ιανουαρίου)

Ο Μέγας Αντώνιος είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο πρώτος ασκητής του Χριστιανισμού, που θεμελίωσε τον υγιή μοναχισμό. Έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού μέχρι και την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των παιδιών του. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε ως ασκητής στην έρημο και πέθανε πλήρης ημερών, στις 17 Ιανουαρίου του 356, οπότε και εορτάζεται η μνήμη του από τις Λουθηρανικές, τις Αγγλικανικές, τις Καθολικές και τις Ορθόδοξες εκκλησίες, όπου θεωρείται άγιος. Το βίο του έγραψε ο Μέγας Αθανάσιος, με τον οποίο γνωριζόταν προσωπικά.

Βιογραφία

Πρώτα χρόνια

Ο Αντώνιος ο Μέγας γεννήθηκε γύρω στο 251 στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, κοντά στη Μέμφιδα, από πλούσιους αλλά ευλαβείς γονείς. Από την παιδική του ηλικία τον διακατείχαν η αυτάρκεια και η ολιγάρκεια. Ορφάνεψε σε ηλικία περίπου 20 ετών και από τους δύο γονείς του και απέμεινε με την μικρότερη αδερφή του.
Μόρφωση
Έμαθε μόνος τα γράμματα που θεωρούσε βασικά. Ήταν γνώστης της Αγίας Γραφής, που την είχε αποστηθίσει. Έξι μήνες μετά το θάνατο των γονιών του ο Αντώνιος άκουσε στην εκκλησία την Ευαγγελική περικοπή του πλουσίου νέου, στην οποία αναφέρεται ότι ο Χριστός είπε στον πλούσιο νέο : πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος πτωχοίς. Συγκινημένος από την ευαγγελική περικοπή, διένειμε την περιουσία του στους φτωχούς. Επίσης, εμπιστεύτηκε την αδερφή του σ' ένα μοναστήρι.

Ασκητικοί αγώνες

Ο ίδιος αποσύρθηκε στην έρημο όπου έζησε ασκητικά, τρώγοντας ελάχιστο ψωμί κάθε μέρα.
Στη συνέχεια απήλθε σε τόπο έρημο και μακρινό όπου υπήρχαν μνήματα και αφού εισήλθε σε ένα από αυτά έκλεισε τη θύρα. Η τροφή του ήταν ελάχιστη και του την πήγαινε σε καθορισμένες ημέρες ένας συνασκητής του. Εκεί υπερνίκησε, με τη χάρη του Θεού, νέους πειρασμούς. Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανένα παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο.

Μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια ασκήσεως και αφού έφθασε σε ύψη πνευματικής τελειώσεως, εμφανίσθηκε στον κόσμο και τότε άρχισαν να συρρέουν περί αυτόν πολλοί που τον θαύμαζαν ως ασκητή και θαυματουργό. Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν. Το γεγονός αυτό είναι πολύ θαυμαστό, αφού μια τέτοια δυνατότητα είναι γνώρισμα μόνο νοερής και ασώματης φύσεως.

 Η αποδοχή που είχε ήταν ευρύτατη και μάλιστα έρχονταν σε αυτόν για να τους θεραπεύσει ακόμα.Θεράπευε τους ασθενείς ου προστάζων, αλλά ευχόμενος και τον Χριστόν ονομάζων.
Αργότερα πήγε κοντά στα ερείπια ενός φρουρίου και κατοίκησε σε σπήλαιο χωρίς να τον βλέπει κανένας και χωρίς να δέχεται κανέναν παρά μόνο έναν γνωστό του, ο οποίος του έφερνε κάθε έξι μήνες ψωμί για ολόκληρο το εξάμηνο. Νυχθημερόν έκανε ασκητικούς αγώνες με τους οποίους νέκρωσε τα σκιρτήματα των παθών, έφτασε στο βαθμό της απάθειας, υπερβαίνοντας τα όρια της ανθρώπινης φύσης.

Μάχη κατά της ειδωλολατρίας και θαύματα

Το 311, στους φοβερούς διωγμούς των χριστιανών που οργανώθηκαν την εποχή του Μαξιμιανού εγκατέλειψε το ερημητήριό του και έδωσε τη σκληρή μάχη του πιστού κατά της ειδωλολατρίας και της απάτης. Το ίδιο έγινε σαράντα χρόνια αργότερα όταν σε ηλικία εκατό χρονών κατήλθε για μια ακόμη φορά, στην Αλεξάνδρεια, για να καταπολεμήσει την αίρεση του Αρείου. Είχε αλληλογραφία με το Μεγάλο Κωνσταντίνο και τους γιους του οι οποίοι τον σέβονταν βαθύτατα και ζητούσαν τις συμβουλές του. Μαρτυρείται ότι, ενώ ο Άγιος βρισκόταν ακόμα στη ζωή, έβλεπε τις ψυχές των ανθρώπων που εξέρχονταν από το σώμα τους, καθώς και τους δαίμονες που τις οδηγούσαν.

Αποδημία εις κύριον

Ο Μέγας Αντώνιος κοιμήθηκε το 356 μ.Χ. Πρόβλεψε με θαυμαστή ακρίβεια το θάνατό του, ο οποίος συνέβηκε σε ηλικία "εγγύς ετών πέντε και εκατόν". Η μνήμη του γιορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου. Μία από τις τελευταίες επιθυμίες του Οσίου ήταν να μη φανερωθεί ο τόπος της ταφής του. Ωστόσο, οι μοναχοί που ασκήτευαν κοντά του έλεγαν ότι κατείχαν το ιερό λείψανό του, το οποίο επί Ιουστινιανού (το 561 μ.Χ.), κατατέθηκε στην Εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια και από εκεί αργότερα, το 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.

Διδαχές

Ο βίος του και η υποδειγματική συνέπειά του, αποτελούν αιώνια πηγή, απ' όπου μπορούν οι άνθρωποι κάθε εποχής να αντλήσουν ζωντανά διδάγματα. Η άσκηση και η απομόνωση, όπως την εννοεί ο Μέγας Αντώνιος δε σημαίνει τέλεια αδράνεια του σώματος αλλά ισόρροπη συνάντηση με την ψυχή. Η προσευχή και η νηστεία αποτελούν ένα μέρος από τη δραστηριότητα του μοναχού, βοηθητικά μέσα απαραίτητα για την ανθρώπινη τελείωση.
Δίδασκε στους μαθητές του να μην θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι στερούνται κάτι αξιόλογο με την αποχή από τα κοσμικά αγαθά. Θύμιζε επίσης ότι η ανθρώπινη ζωή είναι εφήμερη, σε αντίθεση με το μέλλοντα αιώνα. Κατέληγε λέγοντας ότι δε θα πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, που είναι αρετές όπως η σωφροσύνη, η φρόνηση, η αγάπη και η σύνεση.

— Δεν με έκρινε άξιο ο Κύριος να μαρτυρήσω για την πίστη, δίπλα στους αδελφούς μου, σκεπτόταν ο Αντώνιος. Θα πορευτώ λοιπόν στη βαθιά έρημο για να δώσω την τελική μάχη με τον πονηρό μονολόγησε αποφασιστικά και κάτι σαν κρυμμένη υπερηφάνεια πήγε να σκιάσει της απόφασης του τούτης τη χάρη. Σαν να ‘νιωσε κείνη την ώρα ο ασκητής πως ξεχωρίζει ο ερημίτης από τους πολλούς -σαν να ήταν η παλαίστρα της ερήμου ανώτερη μορφή χριστιανικής ζωής.
Τον πείραξε τούτος ο λογισμός, σαν αγκαθιών κάρφωμα βαθύ κι όρμησε τούτη η σκέψη να του πνίξει όλα τα λουλούδια που η μαρτυρική του προαίρεση είχε συλλέξει όλα τα χρόνια του διωγμού. Έμπειρος όμως πια αγωνιστής γρήγορα κατανόησε πως είχε πάλι να κάνει με παγίδα του αντίδικου· Γι’ αυτό έπεσε σε βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσε μου, αν μέσα στην πόλη με τους θορύβους της μπορεί να φτάσει ο πιστός τα μέτρα τα πνευματικά που κατακτάει στη βαθιά έρημο ο ασκητής…
Δεν είχε ακόμα αποτελειώσει τούτο το αίτημα στον Πανάγαθο και φωνή ακούστηκε να του λέει:
— Το Ευαγγέλιο είναι ένα για όλους τους ανθρώπους, Αντώνιε. Κι αν θέλεις να βεβαιωθείς, πως αν κανείς κάνει το θέλημα του Θεού σώζεται και αγιάζεται όπου και να ‘ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις από την Αλεξάνδρεια, από το μαγαζάκι του μπαλωματή, που είναι άσημο και φτωχικό. Είναι εκεί κάτω στο τελευταίο της πόλης παραδρόμι.
— Στο μαγαζάκι του μπαλωματή, Κύριε; Και ποιος μπορεί εκεί να με βοηθήσει, να ρίξει φως στο λογισμό; απάντησε απορημένος ο Αντώνιος.
— Θα σου εξηγήσει ο μπαλωματής, ξανάκουσε την ίδια φωνή.
— Ο μπαλωματής; Τι ξέρει αυτός ο άνθρωπος από αγώνες και πειρασμούς; Τί γνώρισε ο πτωχός βιοπαλαιστής, από της πίστης τις κορυφές κι απ” την αλήθεια; αναρωτήθηκε.
Αντίρρηση όμως δεν μπόρεσε να ορθώσει στη θεία υπόδειξη. Γι αυτό μόλις ξημέρωσε πήρε το δρόμο που έβγαζε από την πόλη. Όπως του είχε υποδείξει ο Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε το τελευταίο παραδρόμι, και βρήκε το μαγαζάκι του μπαλωματή.
Χαρούμενα και σεβαστικά ο απλός άνθρωπος τον υποδέχτηκε και τον ρώτησε:
— Σε τί μπορώ να σου φανώ χρήσιμος, Αββά; Αγράμματος κι άξεστος χωρικός είμαι, μα για το ξένο, όποιος και ‘ναι, ο ντόπιος χρήσιμος πάντα είναι.
— Ο Κύριος με έχει στείλει να με διδάξεις, είπε ταπεινά ο ασκητής.
Πετάχτηκε επάνω απορημένος ο φτωχός βιοπαλαιστής.
— Εγώ; Τι μπορώ εγώ ο αγράμματος να διδάξω την αγιοσύνη σου; Δεν ξέρω να ‘χω κάνει στη ζωή μου τίποτα το καλό και το αξιόλογο, κάτι που να μπορεί να σταθεί αψεγάδιαστο, μπροστά στα μάτια του Θεού.
— Πες μου τί κάνεις, πώς περνάς την ήμερα σου; Ξέρει ο Θεός, αλλιώς Εκείνος ζυγίζει και κρίνει τα πράγματα, επέμενε ο Αντώνιος.
— Εγώ, Αββά, ποτέ δεν έκανα ποτέ τίποτα το καλό, μονάχα που αγωνίζομαι σύμφωνα με τις άγιες εντολές του Ευαγγελίου. Κι ακόμα προσπαθώ ποτέ να μην ξεχνώ και να μην παραβλέπω τις ελλείψεις και την πνευματική ακαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ολημερίς σκέπτομαι και λέω στον εαυτό μου: Ταλαίπωρε άνθρωπε, όλοι θα σωθούν και μόνο εσύ άκαρπος μένεις. Εξαιτίας της αμαρτίας σου, το Άγιο Πρόσωπο Του ποτέ δεν θα αξιωθείς να δεις.
— Σ’ ευχαριστώ Κύριε, είπε υψώνοντας τα δακρυσμένα μάτια του προς τον ουρανό ο ασκητής. Κι ενώ ο μπαλωματής στεκόταν απορημένος για τούτο το φέρσιμο, ο ασκητής τον αγκάλιασε στοργικά και τον αποχαιρέτησε λέγοντας:
— Σ’ ευχαριστώ και σένα, άγιε άνθρωπε. Σ’ ευχαριστώ, γιατί με δίδαξες πώς τόσο εύκολα, μονάχα με τον ταπεινό λογισμό, μπορεί ο καθένας να ζει στη χάρη του Παραδείσου.
Κι ενώ ο φτωχός μπαλωματής συνέχιζε να κοιτάζει αμήχανα, χωρίς τίποτα απ’ όλα αυτά να καταλαβαίνει, ο Αντώνιος πήρε το ραβδί κι ωφελημένος τράβηξε το μονοπάτι που οδηγούσε στη βαθιά έρημο.
Βάδιζε με μόνη συντροφιά του ραβδιού του το χτύπημα. Βάδιζε κι η προσευχή του καυτή σαν της έρημης γης τη λάβα υψωνόταν ολόισια στον ουρανό.
Πορευόταν ολημερίς και προσευχητικά αναλογιζόταν το μάθημα που είχε πάρει εκείνη την ήμερα από το φτωχό μπαλωματή.
— Η ταπεινοφροσύνη! Αυτό λοιπόν είναι το γρήγορο στρατί για του Παράδεισου την πόρτα, έλεγε με το λογισμό. Η ταπεινοφροσύνη είναι η στολή που ντύθηκε ο Θεός κι ήρθε στη γη σαν άνθρωπος, μονολογούσε ο Αντώνιος κι αγωνιζόταν να συλλάβει το μεγαλείο τούτης της άγιας αρετής.
Βάδιζε, προσευχόταν και στο νου του έφερνε όσα τον είχε διδάξει ο Θεός, ώσπου έξαφνα μπροστά του αντίκρισε ριγμένο καταγής πλήθος αναρίθμητο από πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε είδους, επινοήσεις φοβερές, πανούργου νου πρωτότυπα εφευρήματα.
— Θεέ μου, αναφώνησε κι έστρεψε τρομαγμένο το βλέμμα και τη ψυχή του στον ουρανό. Ποιος θα μπορούσε, Κύριε, να ξεφύγει ποτέ, από τέτοια εφευρήματα και πανουργίες;
Η ταπεινοφροσύνη, Αντώνιε. Αυτή μπορεί με μιας όλες αυτές να τις διαλύσει, ακούστηκε πάλι η γλυκιά, η γνώριμη φωνή βαθιά μέσ’ την καρδιά του. Κι ήταν αυτή η απάντηση που έχυσε μέσα του φως και που του ‘δωσε κουράγιο για τις καινούργιες μάχες, που έμελλε βαθιά στην έρημο να δώσει, με του ανθρώπου τον προαιώνιο εχθρό.

Κάποτε δύο φιλόσοφοι ήλθαν προς αυτόν, ειδωλολάτρες, που νόμιζαν ότι μπορούν να ελέγξουν τον Αντώνιο. Ήταν στο όρος το έξω. Ο Αντώνιος κατάλαβε ποιοί άνθρωποι είναι όταν τους είδε και εξήλθε προς αυτούς και είπε με διερμηνέα: "Γιατί τόσο πολύ κοπιάσατε να έλθετε, ω φιλόσοφοι, προς ανόητο άνθρωπο;" Όταν είπαν αυτοί ότι δεν είναι ανόητος, αλλά και πολύ φρόνιμος, είπε προς αυτούς: "Αν μεν προς ανόητο ήλθατε, περιττός ο κόπος σας. Αν όμως θεωρείτε ότι είμαι φρόνιμος, να γίνετε όπως είμαι εγώ. Επειδή πρέπει να μιμούμαστε τα καλά. Και αν μεν εγώ ερχόμουν προς εσάς, τότε θα εμιμόμουν εσάς. Αν όμως εσείς (ήλθατε) προς εμένα, να γίνετε όπως εγώ. Επειδή είμαι Χριστιανός. Αυτοί θαυμάζοντας ανεχώρησαν επειδή έβλεπαν και τους δαίμονες να φοβούνται τον Αντώνιο. Όταν άλλοι από αυτούς τον συνάντησαν προς το όρος το έξω και νόμισαν ότι θα τον χλευάσουν επειδή δεν είχε μάθει γράμματα, είπε προς αυτούς ο Αντώνιος: "Εσείς τι λέτε; Ποιό είναι πρώτο, ο νους ή τα γράμματα; και ποιό είναι αίτιο ποίου, ο νους των γραμμάτων, ή τα γράμματα του νου;" Όταν αυτοί απάντησαν ότι πρώτος είναι ο νους και αυτός είναι ο εφευρέτης των γραμμάτων, τους είπε ο Αντώνιος: "Σε όποιον λοιπόν ο νους υγιαίνει, σε αυτόν δεν είναι αναγκαία τα γράμματα". Με αυτό και τους παρόντες και αυτούς εξέπληξε. Απήλθαν λοιπόν θαυμάζοντας, επειδή τόση πολλή σύνεση έβλεπαν σε αγράμματο άνθρωπο. Και επειδή δεν είχε άγριο το ήθος, λόγω του ότι ανατράφηκε στο όρος και εκεί εγέρασε, αλλά ήταν γεμάτος χάρη και κοινωνικός. Και τον λόγο τον είχε νοστιμίσει με το θείο αλάτι, έτσι ώστε κανείς δεν τον φθονούσε, αλλά να χαίρονται με αυτόν, όλοι όσοι έρχονταν προς αυτόν.....

Απολυτίκιο. Ήχος δ'. 

Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος, τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος, Πάτερ Αντώνιε, της ερήμου γέγονας οικιστής, και την οικουμένην εστήριξας ευχαίς σου. Διό πρέσβευε Χριστώ τω θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Κοντάκιον Ήχος β'. Τα άνω ζητών

Τους βιωτικούς θορύβους απωσάμενος, ησυχαστικώς τον βίον εξετέλεσας, τον Βαπτιστήν μιμούμενος, κατά πάντα τρόπον Οσιώτατε, συν αυτώ ουν σε γεραίρομεν, Πατέρων Πάτερ Αντώνιε. 

Πηγή: http://el.wikipedia.org/
http://odoiporoi.blogspot.com/
http://gerontes.wordpress.com/



† Ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης (15 Ιανουαρίου)

Ο Όσιος Ιωάννης ο Καλυβίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 460 μ.Χ., όταν βασίλευε ο Λέων ο πρώτος. Ο πατέρας του Αγίου ήταν ο Ευτρόπιος, συγκλητικός στο αξίωμα και πολύ πλούσιος και η μητέρα του ήταν η Θεοδώρα. Και οι δύο γονείς χαρακτηρίζονταν για την ευσέβειά τους. Απέκτησαν τρία παιδιά εκ των οποίων το μικρότερο ήταν ο Ιωάννης. Από την παιδική του ηλικία φαινόταν διαφορετικός από τα αδέρφια του γιατί έδειχνε να μην τον απασχολεί η άνοδος σε κοσμικά αξιώματα, αλλά είχε ιδιαίτερη προσήλωση στον λόγο του Θεού και το ενδιαφέρον του στρεφόταν γύρω από τις ακολουθίες της Εκκλησίας. 
Για αυτό το λόγο ζήτησε από τους γονείς του να του δωρίσουν ένα ευαγγέλιο για να μπορεί να εντρυφεί στις σελίδες του και να αναπαύεται στην αλήθεια που αυτό θα του προσέφερε. Πράγματι οι γονείς του υπάκουσαν στο θέλημα του παιδιού τους και μετά από αρκετό χρονικό διάστημα το ευαγγέλιο ήταν έτοιμο και ο Ιωάννης μπορούσε να το έχει διαρκώς κοντά του. 

Εκείνη την περίοδο η οικογένειά του φιλοξενούσε έναν μοναχό από την μονή των Ακοιμήτων, ο οποίος πραγματοποιούσε προσκύνημα στους αγίους τόπους. Ο μοναχός αυτός έγινε πόλος έλξης για το μικρό Ιωάννη, ο οποίος δεν χόρταινε να ακούει για τον τρόπο με τον οποίο οι μοναχοί στο συγκεκριμένο μοναστήρι ζούσαν, ασκούνταν στην προσευχή και αγωνίζονταν να θεωθούν. Ο Ιωάννης παρακάλεσε το μοναχό όταν θα επέστρεφε από το προσκύνημά του να τον πάρει μαζί του στο μοναστήρι και να ασκηθεί εκεί ως μοναχός. 
Πράγματι όταν επέστρεψε ο μοναχός πήρε τον Ιωάννη κοντά του χωρίς όμως οι γονείς του να το γνωρίζουν γιατί ο Ιωάννης ήξερε ότι θα αντιδρούσαν και δεν θα του το επέτρεπαν. 
Όταν έφθασαν στο μοναστήρι τον υποδέχθηκε ο ηγούμενος, ο Άγιος Μάρκελλος, ο οποίος βλέποντας την έντονη επιθυμία του να μονάσει τον έκειρε μοναχό και του ανέθεσε τον ανάλογο κανόνα. Ο Ιωάννης σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεπέρασε με την άσκηση ακόμη και τους γεροντότερους μοναχούς στην ηλικία και κατέστη το φωτεινό παράδειγμα όλων. 
Οι γονείς του όμως μένοντας χωρίς τον Ιωάννη θεώρησαν ότι κάτι κακό συνέβη στο παιδί τους. Έψαξαν όπου θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να βρίσκεται. Και τελικά έμειναν με την εντύπωση ότι θα ήταν νεκρό. 

Αφού πέρασαν κάποια χρόνια, ο Ιωάννης ζητά και λαμβάνει την ευλογία του πνευματικού του να επιστρέψει στην οικία του και εκεί να ολοκληρώσει τον αγώνα του. Πράγματι ο ηγούμενος της μονής των Ακοιμήτων συμφωνεί και του επιτρέπει την επιστροφή. 

Όταν ο Ιωάννης φθάνει στο σπίτι του κανείς δεν τον αναγνωρίζει, ούτε οι ίδιοι οι γονείς του. Η μητέρα του μάλιστα δεν άντεχε ούτε την όψη του να βλέπει γιατί ήταν σκελετωμένος και ταλαιπωρημένος. Ο Ευτρόπιος του πρότεινε να μείνει στο δωμάτιο του παιδιού του που πίστευε ότι είχε πεθάνει. Όμως ο Ιωάννης τον παρακάλεσε να του φτιάξουν μία καλύβα στην άκρη του κήπου τους και έτσι έλαβε την ονομασία του Καλυβίτη. 

Σε αυτήν την καλύβα έμεινε τρία χρόνια και όταν πληροφορήθηκε την επικείμενη αναχώρησή του από αυτήν την ζωή ζήτησε να δει τους γονείς του. Τότε τους έδωσε το ευαγγέλιο που του είχαν χαρίσει χρόνια πριν και τους αποκάλυψε την ταυτότητά του. Τους ζήτησε να μην κλαίνε γιατί ο ίδιος είχε βρει παρρησία στον Θεό και τους παρακάλεσε να τον κηδεύσουν με τα μοναχικά του ενδύματα. 

Οι γονείς του έμειναν άναυδοι μη γνωρίζοντας τι έπρεπε να πράξουν, η μητέρα του επάνω στην θλίψη της άλλαξε τα ενδύματα του λειψάνου του παιδιού της, αλλά ένας σεισμός την έκανε να θυμηθεί το λάθος της και αμέσως υπάκουσε στο θέλημα του παιδιού της. 

 Απολυτίκιο,  ήχος δ΄ 

Εκ βρέφους τον Κύριον, επιποθήσας θερμώς,
τον κόσμον κατέλιπες, και τα εν κόσμω τερπνά, και ήσησας άριστα.
Επηξας την καλύβην, προ πυλών σων γονέων.
’Εθραυσας των δαιμόνων, τας ενέδρας παμμάκαρ.
Διο σε Ιωάννη Χριστός αξίως εδόξασεν.

Πηγή: http://patmias.blogspot.com/



† Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ Ένας θεόπνευστος και φωτεινός ασκητής της Εκκλησίας (11 Ιανουαρίου)

Μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας έλαμψαν φωτεινές ασκητικές μορφές, που διακρίθηκαν για τη φιλόθεη βιοτή, την άκρα ασκητικότητα, τη θαυματουργική τους χάρη και το προορατικό τους χάρισμα. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση στη συνείδηση των φιλαγίων και φιλομονάχων πιστών κατέχει ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης και Καθηγητής της Ερήμου, που έζησε και διέπρεψε στα χρόνια του Λέοντος του Μεγάλου (457-474) και του αυτοκράτορος Αναστασίου (491-518). 


Ο Άγιος Θεοδόσιος γεννήθηκε το 423μ.Χ. στην κωμόπολη της Μωγαρισσού της Καππαδοκίας και οι θεοσεβείς γονείς του, Προαιρέσιος και Ευλογία, του καλλιέργησαν την πίστη και ευσέβεια στον Σωτήρα και Λυτρωτή Χριστό. Έτσι ο Θεοδόσιος κατέστη αιχμάλωτος της θεϊκής αγάπης και προτίμησε, παρακινούμενος από θείο έρωτα, να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο και να απαρνηθεί την έγγαμη ζωή.
Γι’ αυτό και εγκατέλειψε την πατρίδα του και μετέβη στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους. Στη συνέχεια έφτασε στην Αντιόχεια, όπου επισκέφθηκε τον Άγιο Συμεών τον Στυλίτη, ο οποίος του δίδαξε τις αρετές και τον πνευματικό αγώνα του μοναχικού βίου, διαβλέποντας ότι ο Θεοδόσιος θα εξελιχθεί σε φωτεινό πνευματικό γέροντα και θεόπνευστο ασκητή. Παράλληλα ο Άγιος διδάχθηκε πολλά και από τον θαυμαστό και ενάρετο ασκητή Λογγίνο. Έτσι έφτασε χάρη στην προσευχή και την άσκηση σε τέτοια πνευματική διαύγεια και ωριμότητα και σε τέτοιο ύψος αρετής και αγιότητος, ώστε επιτελούσε με τη χάρη του Θεού θαύματα και προέβλεπε μελλοντικά γεγονότα, όπως την καταστροφή, που υπέστη η Αντιόχεια από ισχυρό σεισμό. Επιπλέον ο Άγιος αξιώθηκε από τον Θεό να βλέπει κεκοιμημένο ασκητή να συμψάλλει μαζί με άλλους μοναχούς, ενώ με την προσευχή του κατάφερε να ανάψει φωτιά από σβησμένα κάρβουνα σε τόπο, όπου επρόκειτο να ιδρύσει μοναστήρι. 


Η φήμη του Αγί­ου Θεοδοσίου ως πνευματικού γέροντος άρχισε να προσελκύει μεγάλο αριθμό μονα­χών, που αυξανόταν διαρκώς. Γι' αυτό και αποφάσισε την ίδρυση ενός μεγάλου και ευρύχωρου κοινοβιακού μοναστηριού, το οποίο απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη, χάρη στους επίπονους αγώνες του υπέρ της ορθόδοξου πίστεως, αλλά και χάρη στην κοινωνική του προσφορά. Ο Άγιος Θεοδόσιος ως Κοινοβιάρχης εφάρμοσε αυστηρά πρότυπα μοναχι­κού βίου, που παρέπεμπαν στην πρώτη Εκκλησία των χριστιανών. Η φήμη του εξα­πλώθηκε παντού και πλήθος λαού άρχισε να συρρέει στο μοναστήρι για να ζητήσει την πνευματική του καθοδήγηση, την ευλογία και την υλική του βοήθεια. Αναρίθ­μητες ήταν οι ψυχές, που βρήκαν κοντά του την ανακούφιση, την παρηγοριά και το στήριγμα στα ποικίλα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν. Μάλιστα συχνά ανέτεινε τα χέρια του στον ουρανό και ζητούσε από τον Πανάγαθο Θεό την ενίσχυση και την άφεση για τις αμαρτίες των ανθρώπων. 


Κατά το έτος 528μ.Χ. και σε βαθιά γεράματα ο Άγιος Θεοδόσιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον στεφανοδότη Κύριο για να αναπαυθεί από τους κόπους και τους πόνους των ασκήσεων και να απολαύσει την αιώνια χαρά του Παραδείσου. Η θλιβε­ρή είδηση της οσιακής κοιμήσεως του διαδόθηκε ταχύτατα και πολυάριθμοι μονα­χοί, κληρικοί και λαϊκοί έφτασαν για να προσκυνήσουν το ιερό του σκήνωμα, αφού για όλους ήταν ένας φιλόστοργος, ενάρετος και πνευματικός πατέ­ρας και αδελφός, που γαλούχησε με τις συμβουλές και τις οδηγίες του χιλιάδες ψυχές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει την μνήμη του στις 11 Ιανουαρίου. Επ’ ονόματί του υπάρχουν αφιερωμένοι ναοί στο Ηράκλειο Κρήτης, τη Χίο, τη Ζάκυνθο, τις Σπέτσες και την Πάτμο, ενώ το 1982 ιδρύθηκε στην περιοχή του Αγίου Στεφάνου Αττικής γυναικεία ιερά κοινοβιακή μονή επ' ονόματι του μεγά­λου και φωτισμένου αυτού ασκητικού Αγίου της Εκκλησίας μας.

Απολυτίκιον (’Ηχος πλ. Δ’)

Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας. Και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας. και γέγονας φωστήρ τη οικουμένη, λάμπων τοις θαύμασιν, Όσιε πάτερ ημών Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών. 

Πηγή: http://syndesmosklchi.blogspot.com/
      http://www.impaphou.org/